Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022




Δεν είχε περάσει μεγάλο διάστημα από εκείνο τον καιρό που ήθελα απλά να ξεφύγω από τα πάντα, να εξαφανιστώ από παντού και από όλους. Αλλά ήταν σα να υπήρχε κάτι, μια αόρατη αλυσίδα, που με κρατούσε πίσω. Είχα την αίσθηση πως ξαναζώ τα ίδια πράγματα δεύτερη και τρίτη φορά. Δεν ήμουν τρελός, αν και πίστευα από πάντα πως η τρέλα είναι κάτι το οποίο δεν κάνει διαχωρισμούς και μπορεί να πέσεις θύμα της χωρίς λόγο και αιτία. Δεν ξέρω, με τον ανθρώπινο εγκέφαλο ποτέ δεν μπορείς να βγάλεις άκρη. Πόσο μάλλον με μια πληγωμένη καρδιά.
Κάθε πρωί, πριν πάω στη δουλειά, παίρνω έναν καφέ από έναν φούρνο που βρίσκεται στο δρόμο μου.  Δεν είναι πως τα μάτια της πωλήτριας μου την θύμισαν ή καμιά τέτοια πίπα, μακάρι να ήταν αυτό. Απλά, όταν βγήκα από το μαγαζί, σηκώνοντας το βλέμμα μου από το κινητό, αφού άλλαξα το κομμάτι στο Spotify, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως στεκόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο, σε σημείο, όμως, που να μην μπορώ να διακρίνω καθαρά αν ήταν η Ελένη. Το ίδιο συνέβη και την επόμενη μέρα. Και για καμιά βδομάδα σερί. Πέρασε ένας μήνας από όταν είχαμε χωρίσει, σκέφτηκα, γιατί τώρα;

Everybody just wants to be free...

Συνέβη περίπου μια βδομάδα μετά, ένα απόγευμα Παρασκευής. Η μορφή της είχε πάψει να εμφανίζεται τα πρωινά και, παρόλο που την σκέφτηκα για κάνα δυο μέρες ακόμα, μετά έσβησε. Είχα μόλις γυρίσει σπίτι από τη δουλειά. Δεν σκόπευα να βγω έξω το βράδυ, ήθελα απλά να αράξω σπίτι, να πιώ τις μπύρες μου και να ηρεμήσω. Στην είσοδο της πολυκατοικίας μου, ωστόσο, η μορφή ,που μέχρι τότε την θεωρούσα παιχνίδι της φαντασίας μου, πήρε σάρκα και οστά και με περίμενε με ένα τσιγάρο στο χέρι της. Όταν με είδε, το πέταξε κάτω και το πάτησε με την άκρη του αριστερού της παπουτσιού. Για ένα δευτερόλεπτο πάγωσα και στραβοκατάπια, πριν συνεχίσω να προχωράω. Όταν έφτασα κοντά της, μου έσκασε ένα γλυκόπικρο και άβολο χαμόγελο. Ανταπέδωσα αλλά δεν είπα κάτι. Δεν είχα να πω κάτι, αλλά και να είχα, δεν μπορούσα να το εκφράσω. Άλλωστε, είχαμε να βρεθούμε πάρα πολύ καιρό. Οπότε, σταθήκαμε και οι δύο σιωπηλοί, εγώ με τα κλειδιά στο χέρι και εκείνη με τα χέρια πίσω στην πλάτη της, κοιτάζοντάς με στα μάτια, κουνώντας χαριτωμένα την λεκάνη της, σα να χόρευε βαλς. Επειδή ήξερα τι έκανε, είχε αρχίσει να μου την δίνει και μίλησα πρώτος.
<<Γεια σου Ελένη, τι κάνεις;>>
<<Καλά είμαι Τάσο, εσύ;>>
<<Καλά και εγώ... >>
<<Χαίρομαι....>>
<<Καλά κάνεις. Έγινε κάτι; Ξέχασες τίποτα μήπως;>>
<<Όχι μωρέ...μια βόλτα περνούσα από εδώ και με πέτυχες...>>
Μου ήρθε η παρόρμηση να μπω μέσα, να κλείσω την πόρτα στα μούτρα της και να γίνουν μπλε.
<<Καλώς. Ανεβαίνω εγώ τώρα. Χάρηκα που τα είπαμ->>.
<<Βασικά...Μπορώ να ανέβω και εγώ;>>
Η παρόρμηση....Αλλά το παρελθόν είναι κάτι που δεν ξεχνάς εύκολα,  τα καλά και τα άσχημα του και η καρδιά είναι κάτι που δεν ξεχνάει, ούτε τα καλά, ούτε τα άσχημα. 
<<Έλα. Ανέβα>>.

There's a light in your eyes...

Κάθισε στον καναπέ και εγώ τακτοποίησα τα πράγματα μου. Άλλαξα ρούχα για να είμαι πιο άνετος και πήγα στο σαλόνι. Είχε ήδη ανάψει τσιγάρο και την ρώτησα αν ήθελε τίποτα. Η βασίλισσα Ελισάβετ.
<<Έχεις τίποτα να πιούμε; Θα ήθελα κάτι να πιώ τώρα>>.
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι και πήγα στην κουζίνα. Έβγαλα δύο ποτήρια, τα γέμισα με πάγο, πήγα στο ψυγείο,  έβγαλα ένα ανοιχτό μπουκάλι τζιν και τα πήγα μέσα. Έπρεπε να πιώ κάτι.
<<Δεν έχω τόνικ>>.
<<Δεν πειράζει>>.
Γέμισα τα δύο ποτήρια και της έδωσα το ένα. Έκανε να τσουγκρίσουμε, αλλά το είχα φέρει ήδη στο στόμα μου. Τα νεύρα μου ήταν τσιτωμένα. Σκεφτόμουν, γάμα όλα τα άλλα, δικαιούμαι μια απλή, γαμημένη Παρασκευούλα για να χαλαρώσω, αλλά όχι, δεν γίνεται, για εμάς τους απλούς, συνηθισμένους ανθρώπους σπάνια γίνεται κάτι τη στιγμή που το θέλουμε.
<<Λοιπόν;>> την ρώτησα. 
<<Χμ;>>.
<<Τι χμ; Δεν ήσουν τυχαία από κάτω. Δεν σε ξέρω από χθες. Τι θέλεις;>>
Ήπιε μια μεγάλη γουλιά και έφερε το τσιγάρο στα χείλη της. Λένε πως μια γυναίκα δεν την χτυπάς, αλλά η αλήθεια είναι πως υπάρχουν πολλοί λόγοι για να το κάνεις, απλά δεν είσαι μαλάκας. Ήθελα να σηκωθώ και να φωνάξω, να αρχίσω να πετάω πράγματα, να... Αλλά ήμουν πολύ κουρασμένος, πολύ τσακισμένος. Έτσι, μίλησα ήρεμα.
<<Κοίτα, πριν λίγο ήρθα από την δουλειά και δεν έχω πολύ υπομονή. Πες μου τι θέλεις, αλλιώς πιες το ποτό σου, κάνε το τσιγάρο σου και φύγε>>.
Σοβάρεψε. Βολεύτηκε καλύτερα στον καναπέ και με κοίταξε στα μάτια.
<<Δίκιο έχεις. Δεν ήρθα τυχαία. Ήθελα να μιλήσουμε>>.
<<Τώρα κάτι γίνεται>>.
<<Νομίζω πως είμαι έτοιμη...>>
<<Για ποιο πρά->>.
<<Για εμάς τους δύο!>>
Ένα βουητό... Απόλυτη σιωπή, το στόμα άνοιξε για να ξανακλείσει. Ήπια μια γουλιά και συνέχιζα να την κοιτάζω.
<<Εσύ...εσύ μου το είχες πει, όταν βάλω σε τάξη το κεφάλι μου, να έρθω να σε βρω>>.
Άφησα το ποτήρι στο τραπέζι.
<<Σου είχα πει να μιλήσουμε, όχι να έρθεις!>>
<<Τι σημασία έχει; Δεν μιλάμε τώρα; Είμαι εδώ και είσαι εδώ και μπορούμε πάλι να έχουμε->>
<<Αυτό που κατέστρεψες;>>
<<Πως;>>
<<Αυτό που γάμησες; Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω αλλιώς. Αυτό που , τουλάχιστον στο κεφάλι μου, είχε αρχίσει να χτίζεται τόσο ωραία και εσύ απλά ξύπνησες ένα πρωί και το ίδιο βράδυ το γάμησες. Ή θυμάμαι λάθος; Διόρθωσε με αν κάνω λάθος!>>
<<Εγώ-. Εσύ είπες πως->>
<<Ήμουν ερωτευμένος και μου ράγισες την καρδιά! Προφανώς! Τι άλλο περίμενες να πω; Ε;>>
Κόμπιασε.
<<Δεν είναι αργά! Δεν είναι αργά για να->>
Χτύπησα τις παλάμες μου πάνω στα μπούτια μου.
<<Όχι... Είναι αργά. Για ένα χρόνο έκανα τα πάντα...Κυριολεκτικά τα πάντα για σένα! Και δεν το μετανιώνω. Αν το μετάνιωνα, δεν θα σε άφηνα καν να μπεις μέσα. Μονάχα ένα πράγμα ζήτησα, να είσαι εδώ όσο ήμασταν μαζί και εσύ ήσουν... αλλού. Το κεφάλι σου ήταν αλλού>>.
Ήρθε πιο κοντά μου.
<<Με άφησες να μπω , όμως. Και έφερες και το μπουκάλι. Θα μπορούσες να... παραδέξου το, ακόμα νιώθεις κάτι! Και εγώ νιώθω κάτι. Δεν το βλέπεις; Δεν το βλέπεις;>>
<<Το έβλεπα... Γαμώ το σπίτι μου, το έβλεπα και ανυπομονούσα! Και έλεγες το ένα και το άλλο και το διαφορετικό και τελικά τι έκανες; Ήμουν δίπλα σου σε κάθε στιγμή, εκεί για σένα όποτε ήθελες ένα στήριγμα, όταν ήθελες ένα-,  ΕΙΠΕΣ ΟΤΙ ΗΜ-... Α! Για το θεό, Ελένη! Όλα... έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα και παραπάνω και εσύ τι έκανες; Αποφάσισες να φύγεις. Να τα αφήσεις όλα, επειδή...Επειδή... Δεν αξίζει... Δεν αξίζει, όχι δεν αξίζει! Θα μπορούσες να...θα μπορούσες να... Και μετά, αφού με χώρισες, γιατί εσύ με χώρισες και μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό, με ζάλιζες ένα ολόκληρο μήνα στα τηλέφωνα, να μιλάμε λες και τίποτα δεν είχε συμβεί, λες και ήμασταν φιλαράκια και εγώ έκανα απλά τον μαλάκα γιατί ακόμα ένιωθα πράγματα, ακόμα ήλπιζα σε κάτι. Και εσύ εκμεταλλευόσουν αυτό το κάτι, γιατί μέσα σου έκαιγες. Γιατί μέσα σου κατάλαβες το λάθος σου και όταν το παραδέχθηκες στον ίδιο σου τον εαυτό, καταστράφηκες. Εγώ ήθελα να σε βοηθήσω να βάλεις σε μια τάξη το μέσα σου. Και εσύ μου το ζητούσες χωρίς να μου το πεις, το έβλεπα στα μάτια σου. Αλλά συνέχιζες να το βάζεις στα τέσσερα. Αλλά κάποτε έπρεπε να σκεφτώ και το καλό μου. Και τώρα που είσαι καλά, ήρθες. Η βασίλισσα  Ελένη να είναι καλά, οι άλλοι δεν μας νοιάζει>>.
Πάγωσε. Κατάλαβα πως είχε ετοιμαστεί μέσα της για κάθε ενδεχόμενο, αλλά όχι γι' αυτό. Έτσι, απλά έπεσε πάνω μου και άρχισε να με φιλάει, σαν απελπισμένο ζώο που μάχεται για τη ζωή του λίγο πριν το φάνε. Για λίγο το παρελθόν μου άνοιξε μια πόρτα που άρχισε να σκουριάζει. Φιληθήκαμε με γλώσσα και μου έβγαλε την μπλούζα. Μα τελικά, με όση δύναμη είχα, έκλεισα την πόρτα. Σηκώθηκα όρθιος και άρχισα να τρίβω το κεφάλι μου.
<<Όχι. Δεν θα-, όχι. Μην το κάνεις αυτό. Μην με εκμεταλλεύεσαι όποτε έχεις ανάγκη. Σε παρακαλώ, φύγε...>>
<<Τάσο, εγώ->>.
<<ΦΥΓΕ! Σε παρακαλώ, φύγε! Δεν καταλαβαίνεις; Είμαι καλά τώρα. Είμαι καλά τώρα...>>
Σηκώθηκε, στάθηκε για λίγο, με κοίταξε και έφυγε. Όταν απέμεινα μόνος, άρχισα να περπατάω πάνω- κάτω στο σαλόνι. Ήπια κούπα το ποτήρι μου, το ξαναγέμισα και το ξαναήπια. Δάκρυα τρέχαν από τα μάτια μου. Δάγκωσα ένα μαξιλάρι και άρχισα να ουρλιάζω. Πλέον δεν μπορούσα να μείνω σπίτι. Δεν υπήρχε περίπτωση να μείνω σπίτι. Ήθελα να μιλήσω σε κάποιον. Να τα πω σε κάποιον να φύγουν από μέσα μου. Οπότε, έστειλα ένα μήνυμα στην ομαδική που είχα με τους φίλους μου, έστω και ένας, ας απαντούσε, έστω και ένας, ας απαντούσε, έστω ένας, θέλω να βγω έξω, θέλω να βγω έξω!
Ευτυχώς δεν άργησαν να απαντήσουν. 
Κανονίσαμε ώρα και μέρος  και άφησα το κινητό κάτω. Ήπια ακόμα ένα ποτήρι και, σκουπίζοντας τα μάτια με τα δάχτυλά μου , πήγα στο μπάνιο.

Look on down from the bridge
I'm still waiting for you...

-Θεόδωρος Ορφανίδης(Ο.Γ.Θ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Ποιος ξέρει Τι έχεις τραβήξει και εσύ Πόσα τραύματα κουβαλάς Και πως τον φαντάζεσαι τον κόσμο. Νιώθεις πως  Αν συγχωρέσεις  Αν δώσεις λίγη...