Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022




Είχα να πάω πολλά χρόνια στο σπίτι μου- από όταν έπαψα να το λέω ''πατρικό μου''. Από όταν ήμουν 20, κοντά στα δέκα χρόνια πέρασαν, πώς περνάει έτσι ο χρόνος. Όταν έφτασα απ' έξω, κοντοστάθηκα πίσω από τη νοητή γραμμή που ήταν η καγκελόπορτα και χώριζε τον δρόμο από την αυλή του σπιτιού μου. Την άνοιξα, σήκωσα το δεξί μου πόδι και το κατέβασα πάλι. Κάτι με κρατούσε πίσω, μου έλεγε να μην προχωρήσω. Ωστόσο, πήρα μια βαθιά ανάσα, πέρασα μέσα στην αυλή και κοίταξα γύρω μου. Αν μισοέκλεινα τα μάτια μου, μπορούσα να δω τα πάντα με την φαντασία μου, όπως ήταν κάποτε -και όπως θα έπρεπε να είναι. Οι αναμνήσεις με κατέκλυσαν, έτσι βγήκα πάλι έξω και ακούμπησα το αριστερό μου χέρι στην τεράστια καρυδιά που υπάρχει έξω από το σπίτι, για να μην πέσω κάτω. Ήταν η μόνη που μου φάνηκε πως είχε παραμείνει ανέγγιχτη στο πέρασμα του χρόνου. Άρχισα να χαϊδεύω τον κορμό, όταν μια φωνή με έκανε να γυρίσω το κεφάλι μου και <<Χρειάζεστε κάτι;>> με ρώτησε. Την αναγνώρισα με ευκολία, ήταν η θεία Μαίρη με μια σκάφη γεμάτη ρούχα στα χέρια της, η γειτόνισσα, εμφανώς γερασμένη πια. Τα άλλοτε μαύρα, κοντά, κατσαρά μαλλιά της είχαν παραδώσει της θέση τους σε άσπρα και μακριά μαλλιά. Κατά τα άλλα, ήταν ίδια. 
<<Γεια σου Θεία! Ο Γιώργος είμαι... Ο Γιωργάκης!>>, της είπα, σηκώνοντας το αριστερό μου χέρι και κουνώντας το.
Εστίασε για λίγο το βλέμμα της πάνω μου και χαμογέλασε.
<<Γιωργάκη εσύ είσαι; Καλώς ήρθες!>>
<<Ναι ,θεία, εγώ>>.
<<Πόσο καιρό έχεις να φανείς;>>.
<<Αρκετό νομίζω. Χαχαχα. Εσείς τι κάνετε;>>
<<Τι να κάνουμε παλικάρι μου...Προσπαθούμε να τα βγάλουμε πέρα με δυο συντάξεις. Κατά τα άλλα, ξέρεις πως είναι η ζωή στο χωριό. Ήρεμη. Δεν κάνουμε και πολλά. Εσύ που χάθηκες;>>
<<Από εδώ και από εκεί, θεία. Έπιασα δουλειά στη Θεσσαλονίκη και είπα να έρθω μια βόλτα από το χωριό>>.
<<Κατάλαβα...Καλά έκανες, να δούμε και κανένα φρέσκο πρόσωπο...Και ζωή σε λόγου σας, παλικάρι μου, να την θυμάστε πάντα! Και τον πατ->>
<<Να' σαι καλά, θεία. Σε χαιρετώ, πάω μέσα!>>
Δεν ήθελα να συνεχίσω άλλο την κουβέντα, για να μην ειπωθεί κάτι που θα μου χαλούσε την διάθεση. Ωστόσο, ενώ γύριζα την πλάτη, η θεία Μαίρη συμπλήρωσε κάτι τελευταίο.
<<Η καρυδιά έγινε ωραία. Μεγάλωσε. Την ποτίζω όποτε μπορώ... Της άρεσε πολύ. Στεκόταν με το χέρι πάνω και κοιτούσε το δρόμο>>.
Όσο μιλούσε, θα της φαινόταν σα να είχα βάλει το χέρι στην τσέπη και να έψαχνα τα κλειδιά. Πράγματι, είχα βάλει το χέρι στην τσέπη και κρατούσα τα κλειδιά που μου είχε δώσει ο αδερφός μου, ο Λάζαρος, αλλά δεν έκανα κάτι παραπάνω. Δάγκωνα τα χείλη μου με γυρισμένη την πλάτη και απλά στεκόμουν. Όταν άκουσα την πόρτα της θείας Μαίρης να κλείνει, πήρα μια βαθιά ανάσα, έβγαλα τα κλειδιά από την τσέπη και ξεκλείδωσα την πόρτα.
Σκόνη. Κλεισούρα. Ηρεμία. Υγρασία -βήματα; ποντικός;-, 
σα να είχε παγώσει ο χρόνος, αλλά η κάψουλα να μην είχε διατηρηθεί καλά. Έκανα να ανοίξω τον διακόπτη, μάταια. Σίγουρα έκοψαν το ρεύμα, σκέφτηκα. Σίγουρα έκοψαν τα πάντα σε ένα σπίτι που το κατοικούν φαντάσματα μόνο. Οπότε, άνοιξα το φακό του κινητού μου και περιπλανήθηκα. Πέρασα από όλα τα δωμάτια. Τελευταίο άφησα το δικό μου. Το γραφείο μου ήταν άδειο, εκτός από μια εικόνα της Παναγίας πάνω του. Οι κουρτίνες κλειστές. Ωστόσο, η ντουλάπα ήταν γεμάτη με όσα ρούχα είχα αφήσει. Και το κρεβάτι στρωμένο. Χάιδεψα απαλά το σεντόνι με το αριστερό μου χέρι και ξάπλωσα πάνω- σα να μην πέρασε μια μέρα-,
γρήγορα, όμως, σηκώθηκα και περπάτησα με αργά και ήσυχα βήματα, λες και φοβόμουν μην ξυπνήσω κανέναν. Μα οι νεκροί είναι για πάντα ξύπνιοι, ακόμα και στον αιώνιο ύπνο τους. Οι ψυχές τους τουλάχιστον.
Στο σαλόνι κοντοστάθηκα μπροστά από ένα έπιπλο που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο, δίπλα από την τηλεόραση. Είχε μερικές φωτογραφίες μας. Σε μια ήμουν εγώ. Σε μια άλλη ο αδερφός μου. Σε άλλη μια οι γονείς μου και σε μια τελευταία όλοι μαζί. Τις έπιασα όλες και τελευταία την οικογενειακή. Ένα δάκρυ έπεσε πάνω της και <<Καλωσήρθες!>> ακούστηκε μια φωνή από πίσω μου. Έκανα να γυρίσω, αλλά πάγωσα. Η φωνή ήταν γνώριμη, μια απαλή, γλυκιά φωνή γεμάτη δυστυχία και χαρά.
<<Γε-...Γεια σου μητέρα. Τι κάνεις;>> απάντησα.
<<Καλά είμαι αγόρι μου. Εσύ;>>
<<Καλά και εγώ>>
<<Πως και από εδώ;>>
<<Είχα καιρό να έρθω. Είπα να περάσω>>.
<<Πολύ καιρό. Μας έλειψες. Ούτε που θυμάμαι πόσο καιρό έχουμε να μιλήσουμε>>.
<<Ήμουν... είχα δουλειές και...>>.
<<Πως είσαι;>>
<<Καλά μητέρα. Προσπαθώ. Εσείς τι κάνετε;>>.
<<Τίποτα. Νέκρα. Χαχαχα. Πλάκα κάνω>>.
<<Έγινες και αστεία στα γεράματα. Χαχαχαχα>>.
<< Πάντα ήμουν...>>
Για λίγο έπεσε σιωπή, λες και κόπηκε η γραμμή ανάμεσα στους δύο κόσμους. 
<<Μου έλειψες, Γιώργο!>>.
<<Και εμένα μου έλειψες μητέρα...>>
<<Και στον μπαμπά σου έλειψες, να το ξέρεις>>.
<<Σίγουρα! Ο μπαμπάς πρέπει να έκλαιγε κάθε μέρα με μαύρο δάκρυ!>>
<<Γιατί ειρωνεύεσαι; Εγώ σου λέω πως->>
<<Και εγώ σου λέω πως καλά να πάθει! Του έγινε μάθημα του κωλόγερου!>>
<<Μην μιλάς έτσι για τον πατέρα σου!>>
<<ΝΑ ΜΗΝ ΜΙΛ->>
Βάρεσα με δύναμη την φωτογραφία κάτω και τότε ένιωσα πως χάθηκε κάτι μέσα στο δωμάτιο. Την σήκωσα και είδα πως ράγισε. Με έπιασε μια μικρή αναστάτωση. Σάλιωσα τον αντίχειρά μου και άρχισα να τρίβω το ράγισμα στο γυαλί.
<<Μαμά; Μαμά, είσαι εδώ;>>.
<<Μην το ξανακάνεις αυτό, σε παρακαλώ! Είναι κειμήλια αυτά!>>
<<Συγγνώμη... Νευρίασα... Με αδικείς;>>
<<Όχι. Και λυπάμαι πολύ για ό,τι έγινε. Μακάρι να μην είχε συμβεί...>>.
<<Εγώ λυπάμαι περισσότερο. Τώρα που μεγάλωσα λίγο παραπάνω και έμαθα κάπως καλύτερα τον κόσμο, καταλαβαίνω γιατί ο μπαμπάς αντέδρασε έτσι εκείνη τη μέρα. Το να μαθαίνεις οτι ο γιος σου, ο πρωτότοκος, το παλικάρι σου είναι πούστης, ε αυτό παραπάει πια!>>
<<Αυτό που ήθελ->>.
<<Ό,τι και να ήθελε, αυτά που άκουσα δεν μπορεί να το πάρει πίσω. Δεν τον συγχώρησα ποτέ και το κατάλαβες! Δεν του κρατάω πλέον κακία, έχω συμφιλιωθεί με το παρελθόν μου. Μονάχα να ήμουν πιο ώριμος τότε, να τον αντιμετώπιζα πρόσωπο με πρόσωπο. Έφυγα από το σπίτι για δέκα ολόκληρα χρόνια... Εξαιτίας του! Και την πληρώσατε εσύ και ο Λάζαρος>>.
<<Μόνο από αυτόν μαθαίναμε τα νέα σου. Προσπαθούσε να σε φέρει πάλι κοντά μας, αλλά μάταια. Κάθε μέρα περιμέναμε τηλεφώνημα. Περιμέναμε πως θα ερχόσουν πάλι πίσω. Δεν μπορείς να καταλάβεις τι καημός είναι αυτός για μια μάνα, να χάνει έτσι το παιδί της, γνωρίζοντας πως είναι ζωντανό. Γνωρίζοντας πως μπορούσε να μιλήσει τότε και να αποτρέψει την κατάσταση, αλλά φοβήθηκε να το κάνει. Καλύτερα να πέθαινα τότε>>.
<<Πέθανες τώρα όμως. Και ήσουν κούκλα στην φωτογραφία στον τάφο>>.
<<Αυτό θα έπρεπε να με κάνει να νιώθω καλύτερα;>>.
<<Δεν ξέρω...>>.
<<Ο μπαμπάς σου πέθανε πριν δύο χρόνια. Και το ήξερες. Γιατί δεν ήρθες έστω τότε; Γιατί να φύγω με αυτό το παράπονο; Γιατί; Γιατί δεν ήρθες στην κηδεία μου;>>
<<Ήταν... Ένιωθα τύψεις. Ντρεπόμουν. Μετά από όλα όσα έγιναν, πώς θα μπορούσα να σε αντικρύσω;>>.
<<Μάνα σου είμαι, Γιώργο. Μάνα σου ήμουν. Τι νόμιζες;>>
Τότε, ένιωσα κάτι να με ακουμπάει από πίσω και σαν δύο χέρια να με αγκαλιάζουν. Δάγκωσα τα χείλη μου, αλλά δεν κατάφερα να συγκρατήσω τα δάκρυα.
<<Συγγνώμη ρε μαμά! Συγγνώμη! Μου έλειψες ρε μαμά! Τουλάχιστον με αγαπάς ακόμα; Δεν σε απογοήτευσα εσένα, έτσι μαμά;>>
<<Μην είσαι χαζός. Θα συνέχιζα να σε αγαπάω, ακόμα και αν με σκότωνες. Να προσέχεις παλικάρι μου. Σε αγαπάω!>>
<<Και εγώ μαμά... Ε, μαμά;>>
<<Έλα, γιε μου...>>.
<<Δώσε χαιρετίσματα και στον μπαμπά εντάξει; Πες του οτι κάποια μέρα θα τον συναντήσω ξανά και θα τον αγκαλιάσω. Εντάξει;....Μαμά;>>
Γύρισα απότομα, να αγκαλιάσω αυτό που νόμιζα πως υπήρχε, αλλά παντού μόνο το σκοτάδι.
<<Μαμά; ΜΑΜΑ;>>
Και πάλι σιγή... Πάλι μόνος μου...Έπεσα στα γόνατα μου, αγκαλιάζοντας την φωτογραφία. Τουλάχιστον εκεί ήταν παγωμένη στο χρόνο μια στιγμή με χαμόγελα, μια στιγμή που όλοι ήμασταν ευτυχισμένοι.
Σηκώθηκα πάνω και σκούπισα τα δάκρυά μου με την ανάποδη της αριστερής μου παλάμης, κρατώντας σφιχτά την φωτογραφία πάνω μου. Και έτσι, κρατώντας σφιχτά την φωτογραφία, πήγα πάλι στο δωμάτιο μου, ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και έκλεισα τα μάτια, με το σαγόνι μου να τρέμει ακόμα,  μουρμουρίζοντας τραγούδια που μου τραγουδούσαν όταν ήμουν μικρός για να με νανουρίσουν.

Φεγγαράκι μου λαμπρό....Φέγγε μου να περπατώ....να μαθαίνω γράμματα....

-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...