Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

44/2

Με το που τελείωσε την σχολή του, ο Κωνσταντίνος έψαξε δουλειά προκειμένου να βγάλει κάποια χρήματα για να κάνει το μεταπτυχιακό του. Όχι πως δεν θα είχε τη στήριξη των γονιών του άμα αποφάσιζε να γραφτεί εκεί κατευθείαν, απλώς ήθελε να αρχίσει να αυτονομείται, αλλά και να ξεκουραστεί, τρόπον τινά, για λίγο καιρό. Δεν θα άντεχε να πέσει πάλι με τα μούτρα στα βιβλία. Ήταν κάτι που θα το έκανε επειδή το ήθελε, οπότε ήθελε και να μπορέσει να ανταποκριθεί πλήρως στο επόμενο στάδιο σπουδών του. Έτσι, αφού πρώτα γράφτηκε στο ταμείο ανεργίας του ΟΑΕΔ, έπειτα από κάποιους μήνες αναζήτησης και δωρεών βιογραφικού, βρήκε δουλειά σε ένα σουβλατζίδικο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Δοκιμάστηκε για δύο εβδομάδες, τις οποίες και πληρώθηκε, και ανέλαβε τα καθήκοντα του σερβιτόρου. Και εκεί είναι που γνώρισε την Μελπομένη.
Την φώναζαν χαϊδευτικά Μένη. Ήταν ωραία κοπέλα, μέτριου αναστήματος, με κομμένα καρέ καστανά μαλλιά και μαύρα μάτια. Δούλευε από πριν εκεί, στο ίδιο πόστο. Ήταν πάντοτε χαμογελαστή και φιλική με τους πάντες. Μέσα στο μαγαζί υπήρχε γενικά μια χημεία μεταξύ των εργαζομένων. Ο Κώστας και η Μένη δεν άργησαν να αρχίσουν να δουλεύουν στις ίδιες βάρδιες. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας ιδιαίτερος δεσμός . Έκαναν πλάκες, πειράζονταν και τα σχετικά. Στον Κώστα άρχισε να αρέσει η Μένη.
Ξεκίνησαν να μιλάνε στο Facebook. Ο Κώστας ήθελε να βγούνε καιρό. Εκείνη δεν το απέρριπτε, αλλά το άφηνε στάσιμο. Η αλήθεια είναι πως και τα ωράρια τους δεν το διευκόλυναν. Τον καιρό εκείνο, ο Κώστας θα δούλευε μεσημέρι με βράδυ και η Μένη βράδυ μέχρι το κλείσιμο. Δύο εβδομάδες μετά ,όμως, τα κατάφεραν.
Είχαν κάνει κάτι σαν συμφωνία. Θα πήγαιναν πρώτα στο μαγαζί που είχε επιλέξει ο Κώστας, ένα στην Ροτόντα και μετά σε ένα κλαμπ. Ο Κώστας ήταν από τους ανθρώπους που σε τέτοια μαγαζιά θα πατούσε μόνο αν υπήρχε σπουδαίος λόγος. Κατά τα άλλα, τα απεχθανόταν. Προτιμούσε να έχει το χώρο του , λίγη καλή μουσική, και σχετική ησυχία. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Έτσι, αφού ήπιαν από ένα κοκτέιλ - γιατί η Μελπομένη ήταν κιουρία- και ένα σφηνάκι, κίνησαν για το Tres. Ήταν οι δύο τους στο τραπέζι, ωστόσο, λίγο πιο πέρα ήταν ένας ακόμη υπάλληλος του μαγαζιού, ο Παναγιώτης. Τον είδε πρώτα η Μένη, καθώς πήγαινε στην τουαλέτα. Ο Κώστας, που θα τον χαιρετούσε ούτως ή άλλως, θεώρησε καλό να το κάνει μια ώρα αρχύτερα, προκειμένου να τον παρακαλέσει να μην αναφέρει τίποτα στο μαγαζί, διότι φοβόταν, μεν , να μην δημιουργηθεί κανένα θέμα, αλλά και επειδή υποψιαζόταν πως ένας από τους υπεύθυνους, ο Στέλιος, γούσταρε την Μένη, χωρίς εκείνη να νιώθει κάτι γι' αυτόν.
Έτσι τον πλησιάζει.
<<Που σαι ρε Πάνο, τι λέει;>>.
Ο Πάνος ήταν αθλητής και από εκείνους τους ανθρώπους που, με ένα ποτό, βγαίνουν γκολ.
<<Ωωωωωωωωωω, π σαι ρε Κώστα, τ λέει, με ποιον είσαι;>>
Του λέει.
<<Ωωωωωωωωωωωω παιχτούρα μου!>>.
Ο Πάνος τον πιάνει από τον ώμο και του μιλάει σαν αδερφός προς αδερφό.
<<Φίλε , μείνε ήσυχος, ΔΕΝ πρόκειται να πω ΤΙΠΟΤΑ.>>.
Ο Κώστας επιστρέφει στο τραπέζι. Μένουν στο μαγαζί για αρκετή ώρα ακόμη και φεύγουν. Στο δρόμο, στέκονται σε ένα σημείο για αποχαιρετηθούν. Όπως μιλάνε, ο Κώστας κάνει κίνηση να την φιλήσει, αλλά εκείνη τον σταματάει. Δεν το πιέζει όμως.
Συνεχίζουν να μιλάνε στο Facebook. Από μια άλλη κοπέλα στη δουλειά, την Αγγελική- που θα μπορούσε να θεωρηθεί φίλη του πια , όπως και να έχει ήταν μια κοπέλα που μπορούσαν να μιλήσουν άνετα και για διάφορα πράγματα, είχαν αράξει και τρείς- τέσσερις  φορές, από τις κουλ κοπέλες - που της έχει εξηγήσει το σκηνικό μαθαίνει πως δεν έχει κάποιο αγόρι και πως πράγματι την γουστάρει ο Στέλιος.
Ο Κώστας δεν τα παρατάει. Για αρκετό ακόμη καιρό ανταλλάσσουν μηνύματα, ο Κώστας μάλιστα μια μέρα βροχερή, αφού το έχουν διαλύσει με την παρέα του, παίρνει ταξί και πάει έξω από το σπίτι της. Η Μένη του είχε πει να μην πάει και, όταν τον είδε, δεν το περίμενε, εξεπλάγην. Φιλιούνται σταυρωτά και τον ρωτάει αν θέλει να ανέβει πάνω στο σπίτι της, απλώς να περίμενε πρώτα πέντε λεπτά. Ο Κώστας από πείσμα δεν ήθελε. Έκαναν μια κάπως σοβαρή κουβέντα, αλλά και πάλι δεν την φίλησε. Λίγο καιρό πριν είχε βγει από μια περίεργη κατάσταση και φοβόταν. Ένας φόβος υποσυνείδητος, σκόπελος στο συνειδητό του. Η Μένη τα μασούσε. Του είπε πως της αρέσει και αυτός και μα και μου και σου και του και στο τέλος του πετάει ένα <<Εεεεε.....έχω αγόρι>>. Ο Κώστας γέλασε, δεν την πίστεψε. Γιατί να μασήσει τα λόγια της τόση ώρα, να τον προσκαλέσει στο σπίτι της και στο τέλος να το πετάξει αυτό; Δεν έδωσε σημασία, συνέχισαν να μιλάνε αρκετή ώρα και έφυγε.
Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε για πολύ καιρό. Στη δουλειά, όμως, δεν υπήρχε κάποιο θέμα, συμπεριφέρονταν όπως και προηγουμένως. Αλλά ο Κώστας τώρα ένιωθε πιο έντονα, πιο ζεστά. Την έβλεπε και ήθελε να της ορμήσει. Έπρεπε να συγκρατεί κάθε φορά τον εαυτό του. Προσπαθούσε ,παράλληλα, αρκετά να δει που πήγαινε το πράγμα, αλλά δεν έβρισκε αντίκρυσμα. Είχε αρχίσει να ξενερώνει.
Μια βραδιά άραζε μαζί με τον κολλητό του, τον Αλέξανδρο. Του είχε αναφέρει τι είχε παιχτεί γενικά και τώρα τον ενημέρωνε για όσα είχαν συμβεί.
<<.... και είμαστε εκεί στο μαγαζί, περιμένουμε έξω μήπως μας φωνάξουν ή έρθει νέος πελάτης και αυτή είναι από πίσω μου και με πειράζει στην πλάτη.>>.
<<Αυτό είναι!>>, είπε ο Αλέξανδρος.
<<Ποιο ρε;>>.
<<Την άλλη φορά που θα στο κάνει, πάρε το χέρι της και βάλτο πάνω στον πούτσο σου και πες της δες τι μου έκανες.>>
<<Ναι ρε , πως και δεν το σκέφτηκα, εκεί μέσα στον κόσμο, να μας βλέπουν όλοι, φάτσα φόρα στις κάμερες! Ιδιοφυές! Αϊ μωρέ!>>.
Ωστόσο, κάτι βαθιά μέσα του εκστασιαζόταν με αυτή την ιδέα. Ήξερε πως δεν ήταν καθόλου σωστό, αλλά κάτι τον γαργαλούσε, του έλεγε , δοκίμασε το, κάν' το, γίνε εκείνος ο κάφρος που είσαι!
Δύο μέρες μετά δούλευε νύχτα. Και η Μένη το ίδιο. Πάλι πειράγματα και τα σχετικά. Δεν είχαν πολύ κόσμο, καθώς ήταν Αύγουστος και οι περισσότεροι απολάμβαναν τις διακοπές τους. Ήταν στο κλείσιμο. Ο Κώστας έβαζε μερικές κόκες στο ψυγείο να κρυώσουν. Τότε, νιώθει ένα χάιδεμα στους ώμους. Τα φώτα ήταν κλειστά και δεν καθόταν κόσμος στα τραπέζια. Παίρνει το αριστερό της χέρι και το τοποθετεί αισθησιακά στον καβάλο του, ενώ ψελλίζει τις λέξεις εκείνες που υποτίθεται θα την ερέθιζαν..
<<Ε;>>.
Άκουσε το φωνήεν και γύρισε έντρομος. Τα χέρια εκείνα ανήκαν στην Αγγελική, η οποία είχε έρθει για να τον αποχαιρετήσει. Τώρα τον κοίταζε με τα μάτια γουρλωμένα.
Κρύος ιδρώτας άρχισε να τρέχει στο μέτωπο. Χαμογελούσε αμήχανα και ηλίθια.
<<Τι....;>>.
<Εεεεεε>>.
<<Τι....;>>.
<<Γρήγορα, πες κάτι, οτιδήποτε>>, φώναζε ο εγκέφαλος του στον Κώστα. 
<<Κάτι....οτιδήποτε;>>, είπε ο Κώστας.
<<Τι στο...>>, αντέδρασε η Αγγελική.
<<Ήρθα λίγο φτιαγμένος..... κάτι.....δεν...να κάνουμε πως ποτέ δεν συνέβη;>>.
<<Σύμφωνοι>>.
<<Αλήθεια;>>
<<Ξέρω γω;>>.
<<Να ξεμπερδέψω από εδώ και μετά να σου πώ;>>.
<<Θες να μου εξηγήσεις στο σπίτι μου ;>>.
<<Ε...Οκ!>>.
Ο Κώστας αλλάζει ρούχα και καληνυχτεί τους πάντες. Τελευταία ήταν η Μένη. Του λέει πως θα ήθελε να πάνε μια βόλτα, αλλά ο Κώστας αρνείται ευγενικά, με την δικαιολογία πως ήταν κουρασμένος αρκετά, <<έχω και έναν πονοκέφαλο γάμησέ τα>> και ήθελε να πάει για ύπνο.
Η Μελπομένη χαμογελάει, του εύχεται καλή ξεκούραση και πάει να αλλάξει και αυτή.
Ο Κώστας ανεβαίνει πάνω στο μηχανάκι της Αγγελικής. Αν είχε μαλλιά μακριά, θα τα άφηνε να ανεμίσουν ανέμελα στο δρόμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...