Παρασκευή 2 Αυγούστου 2019

Τα πουλιά κελαηδούν ακόμη και όταν ο ήλιος δύσει

Όταν άνοιξε τα μάτια του, ένιωσε μια απίστευτη γαλήνη και ηρεμία. Για λίγη ώρα παρέμεινε ασάλευτος. Έπειτα, σηκώθηκε ράθυμα και μηχανικά. Φορούσε πυτζάμες μακρυμάνικες, μπλε η πάνω, γκρι η κάτω. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και από τα κατεβασμένα στόρια κατάλαβε πως ακόμη δεν είχε ξημερώσει. Έψαξε το κινητό του και δεν το βρήκε πουθενά. Και τότε, σα να ήχησαν καμπάνες, πανικοβλήθηκε. Τι κινητό έχω; Τι είναι αυτό το δωμάτιο; Που βρίσκομαι; Ποιος είμαι.....; Άρχισε να φωνάζει και να παραπατάει. Βήματα ακούστηκαν τότε από μέσα και προσπάθησε να κρυφτεί. Μα πού; Σαν σκηνικό από ταινία, μπαίνουν μέσα στο δωμάτιο ένας άνδρας και μια γυναίκα. Ο άνδρας τον παρακαλάει να ηρεμήσει και η γυναίκα τον κοιτάει με μάτια δακρυσμένα. Και μετά όλα σκοτείνιασαν.
Όταν ξύπνησε -πάλι- είχε ξημερώσει. Δεν θυμόταν τίποτα από πριν. Είχε μόνο έναν μικρό πονοκέφαλο. Σηκώθηκε .Στο ίδιο δωμάτιο. Δεν ταράχτηκε αυτή την φορά, γιατί κάτι μέσα του τού έλεγε πως βρισκόταν σε γνώριμο μέρος, πως ήταν ασφαλής. Πήγε στο μπάνιο, κατούρησε και έπλυνε τα δόντια του. Όταν ξεπλύθηκε, αναρωτήθηκε αν χρησιμοποίησε τη σωστή οδοντόβουρτσα.
Κοιτάχτηκε στον καθρέπτη. Ήταν μπερδεμένος. Δηλαδή, έβλεπε έναν άντρα λιπόσαρκο, με σγουρά μαύρα μαλλιά, χνούδι, καστανά μάτια και μια μύτη γαμψή αλλά δεν μπορούσε να αντιληφθεί ποιος ακριβώς ήταν. Άνοιξε την πόρτα. Με τη ματιά του εξερεύνησε το μέρος. Στα αριστερά του βρισκόταν ένα δωμάτιο. Πλησίασε. Ήταν φτωχικό : ένα κρεβάτι- όπου κάποιος κοιμόταν- και ένα γραφείο με καρέκλα. Στα δεξιά ήταν το δικό του- φαντάστηκε - δωμάτιο. Ένα κρεβάτι, ένα χαλί, μια ντουλάπα.  Βγαίνοντας απ' το δωμάτιο του, έκανε δύο-τρία βήματα προς τα δεξιά και στα αριστερά του είδε ένα σαλόνι. Βαμμένο άσπρο, με ένα γραφείο μεγάλο και μια καρέκλα, μια βιβλιοθήκη, ένα τραπεζάκι και ένας καναπές που-.
Μια κοπέλα καθόταν πάνω του. Έτρωγε τα νύχια της και κάπνιζε ένα τσιγάρο. Έπαιζε μουσική. Το ήξερε αυτό το κομμάτι. Η κοπέλα δεν τον είχε πάρει χαμπάρι και αυτό του έδωσε χρόνο. Ήταν Fleetwood Mac. Songbird .Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. Πολύ δυνατά. Οι ανάσες του έγιναν κοφτές. Τότε αντιλήφθηκε την παρουσία του η κοπέλα. Σηκώθηκε αναστατωμένη και  έσπευσε κοντά του. Γι' αυτόν, ερχόταν κατά πάνω του σε αργή κίνηση. Πίσω από τα μαύρα μακριά μαλλιά της, τις γωνίες του προσώπου της, τα μαύρα μάτια που ήξερε πως είχε, το νοτισμένο πρόσωπό της, και την κορμοστασιά της, γνώριζε ποια ήταν. <<Λάμπρο είσαι καλά;>>. Ήταν...
Την γνώρισε στο πάρτι  γενεθλίων του κολλητού του, του Μάνου, ο οποίος το έκανε στο σπίτι του, κάπου στην Κάτω Τούμπα. Είχε αρκετό κόσμο και αυτός, ον ντροπαλό και λίγο αντικοινωνικό, απέμεινε συχνά μόνος του. Από τους φίλους του, ο Μάνος έπρεπε να είναι λίγο με τον κάθε καλεσμένο, ο Γιώργος είχε μεταμορφωθεί σε Δον Ζουάν, ο Θεόφιλος είχε κλειδωθεί σε ένα δωμάτιο με μια κοπέλα,ο Κώστας καυλάντιζε με μια άλλη και ο Αραμαύρος έκανε σεξ μέσα την αποθηκούλα. Αποφάσισε να βάλει ένα ποτό από το αυτοσχέδιο μπαρ- το τραπέζι της κουζίνας. Τοποθέτησε το ποτήρι του κάτω, έχυσε μερικά παγάκια, βότκα και λίγη sprite. Το σήκωσε και ήπιε μια γουλιά. Οι αναλογίες ήταν σωστές.
Παρατήρησε με την άκρη του ματιού του μια κοπέλα να στέκεται αναποφάσιστη. Δίχως να το σκεφτεί, της πρότεινε να δοκιμάσει από το δικό του ποτό και ,αν της άρεσε, να έβαζε το ίδιο. Πράγματι, της άρεσε! Τον ευχαρίστησε για την πρόταση και αυτός έκανε ένα κακό αστείο. Εκείνη χαμογέλασε.Είχε πρόσωπο φωτεινό, χαμόγελο υπέροχο και μάτια γεμάτα ζωντάνια. Χαμογέλασε, έσκυψε το κεφάλι του, της ευχήθηκε καλό πάρτι και έφυγε.
Συνειδητοποίησε πως έκανε χαζομάρα. Πάντοτε το ίδιο έκανε. Έχανε ευκαιρίες , γιατί πίστευε πως ο ίδιος δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο και πως καμία κοπέλα δεν θα ήθελε να μιλήσει μαζί του. Πως θα την ξενέρωνε και μετά θα έφευγε απογοητευμένος. Τέτοιος άνθρωπος ήταν, ματαιόδοξος, του έλειπε η εμπιστοσύνη στον εαυτό του.
Μαζί με το ποτό του ρουφούσε και λίγες σταγόνες από την θλίψη του. Στεκόταν μόνος σε μια γωνία όταν τον πλησίασε ο Γιώργος. Ήταν λίγο φτιαγμένος και αρκετά ζωηρός. Του μιλούσε, αλλά αυτός  σκεφτόταν το προηγούμενο σκηνικό. Ακόμη και κάτι τόσο μικρής σημασίας ήταν αρκετό για να πυροδοτήσει την αλυσίδα των σκέψεων και υποθέσεων. Την αλυσίδα αυτή , όμως, την έκοψε η ίδια κοπέλα , καθώς περνούσε από μπροστά του με μια φίλη της. Ο Γιώργος σταμάτησε να μιλάει και τις ακολούθησε με το βλέμμα του.
<<Καύλα η δεξιά, ε Λάμπρο;>>.
<<Εεεε, ναι,ναι>>, συμφώνησε ο Λάμπρος.
<<Τι έπαθες ρε; Δεν φαίνεσαι καλά.>>.
<<Όχι ρε μια χαρά είμαι, απλώς κατουριέμαι και έχει κόσμο μέσα>>.
<<Μάλιστα! Πήγα σε αυτή πριν , που σου λεγα,  την μαυρομάλλα που πέρασε τώρα, αλλά με γείωσε. Η καριόλα.>>.
<<Άσε, πουτάνες όλες!>>.
<<Γάμησε τα! Βρήκα μετά μια, μου λέει πρέπει να φύγω να πάω σε άλλο πάρτι, της λέω που θα βρεις καλύτερα από εδώ και  την έπεισα να μείνει μετά από λίγο διάλογο. Είναι στο μπαλκόνι τώρα καπνίζει, πάω να μας βάλω κάτι να πιούμε. Θες τίποτα;>>.
<<Μπα, μια χαρά είμαι!>>, είπε αδιάφορα ο Λάμπρος.
<<Ξεκόλλα ρε μαλάκα, πάρτι είναι! Πέρνα λίγο καλά!>>.
<<Μια χαρά είμαι ρε! Όπως και ο Θεόφιλος μέσα.>>, απάντησε ο Λάμπρος και του έκλεισε το μάτι. Γέλασαν δυνατά και ο Γιώργος έφυγε. Ο Λάμπρος έμεινε μόνος του πάλι. Ο Κώστας πέρασε από εκεί με την κοπέλα, ανταπέδωσε το φευγαλέο κλείσιμο του αριστερού ματιού στον Λάμπρο, γέλασαν και έφυγε. Ο Μάνος είχε αρχίσει να ανησυχεί λίγο για το σπίτι καθώς είχε μπει κάμποσος κόσμος που δεν γνώριζε και φοβόταν. Μίλησαν λίγο και έφυγε πάλι. Ο Λάμπρος απέμεινε μόνος, ενώ ο Αραμαύρος επιδιδόταν σε σεξουαλικές δραστηριότητες ακόμη.
Είχε πιει αρκετά και είχε κάνει κεφάλι. Περίμενε να μπει στην τουαλέτα, όταν τυχαία την είδε να στέκεται κοντά στην εξώπορτα, προκείμενου να πάρει το μπουφάν την για να φύγει. Επικράτησε μια έντονη εσωτερική πάλη μέσα του και αποφάσισε να πάει all in. Καλύτερα πληγωμένος, παρά μετανιωμένος, σκέφτηκε. Την πλησίασε.<<Εχμ...εχμμμ..εχμμμ>>, ήταν αυτό που κατάφερε να πει.
<<Ναι;>>, του είπε εκείνη.
<<Πάει την ξενέρωσα>>, σκέφτηκε. <<Με...με λένε Λάμπρο, ήθελα να πω πριν , και το όνομα σου δεν...να το ζητήσω.>>. Τον κοίταζε λίγο σκεπτική.
<<Με λένε Ραφαέλα>>, απάντησε.
<<Πολύ ωραίο όνομα το Ραφαέλα>>.
<<Μου το λένε πολλοί>>.
<<Ναι ,αλλά δεν είναι εγώ. Ok, στο μυαλό μου ακούστηκε πιο καλό, χαχα>>.
<<Χαχα>>.
<<Ξέρεις ήθελα να σου μιλήσω πριν αλλά κόμπιασα. Μπορώ....μπορώ να έχω το Facebook σου;>>. <<Χμμμμμμμμμμμμμ.....ξέρεις θα στο έδινα, αλλά  για τιμωρία θα σου πω μόνο το επίθετό μου. Βρες με! Είναι Παπαγεωργίου. Χάρηκα για τη γνωριμία, αλλά πρέπει να φύγω! Bye!>> . Η πόρτα έκλεισε.
<<Θέλω τα παιδιά σου>>, μονολόγησε. <<Ραφαέλα, λοιπόν! Μα το παίζεις και δύσκολη, Ραφαέλα! Ρα-φα-έ-λα! Σκατά ,πρέπει να το γράψω κάπου να το θυμάμαι αύριο!>>.
Την έκανε όντως add και τον αποδέχθηκε,ωστόσο, δεν έστειλε την επομένη. Ούτε την μεθεπόμενη. Είχε κάποιες αναστολές. Έβλεπε τις περίτεχνες φωτογραφίες της με τον τριψήφιο αριθμό like και τα ποστ της. <<Αποκλείεται να ασχοληθεί με κάποιον σαν και μένα>>, και τέτοια παρόμοια τριβέλιζαν το μυαλό του. Στους φίλους του δεν είχε πει τίποτα. Φοβόταν πως αν  εκμυστηρευόταν κάτι, θα τον γρουσούζευαν ή θα τον έφερναν σε αμηχανία και άλλα παλαβά.
Τελικά το πήρε απόφαση. Όχι αυτός, αλλά ο εγκέφαλός του. Είχε βγει έξω και ήπιε. Γυρίζοντας σπίτι, είδε πως ανέβασε κάτι και της έστειλε ,με αφορμή αυτό.Και ήταν πανευτυχής. Όταν ξύπνησε ευχόταν να μην το είχε κάνει. Μα, αντί για διαβάστηκε, του απάντησε! Έτσι, έπιασαν μια χαλαρή κουβέντα που εξελίχθηκε σε έξοδο και σε φιλί και σε σχέση και ούτω καθεξής. Οι φίλοι του το κατάλαβαν προτού τους αναφέρει το οτιδήποτε. <Πρώτη φορά σε βλέπουμε τόσο αναζωογονημένο, τόσο λαμπερό, επιτέλους γαμάς>>, ήταν κάποια από τα λόγια τους. Και πράγματι! Το ηθικό του Λάμπρου ήταν ακμαιότατο. Αισθανόταν φιλόδοξος, χαρούμενος, πανευτυχής. Έκαναν ρομαντικές βόλτες, πήγαιναν στο σινεμά, σε συναυλίες, όλα τα γλυκανάλατα που συμβαίνουν σε μια σχέση. Μέχρι και ένα ταξίδι κατάφεραν να κάνουν. Ήταν οι καλύτεροι μήνες της ζωής του.
Ενάμισι χρόνο μετά, όμως, συνέβη!
Ήταν τα γενέθλια του Μαύρου και είχαν βγει στα Λαδάδικα . Ο Λάμπρος πήγε μόνο με το σώμα του εκεί ,γιατί πιο πριν είχε μαλώσει με την Ραφαέλα, για λόγο χαζό.Γενικά, εκείνη την περίοδο η σχέση τους περνούσε κρίση. Ήταν πολύ σκεπτικός και συνέχεια στο κινητό του, περιμένοντας ένα μήνυμα. Εκείνη είχε πάει σε ένα κλαμπ με τις φίλες της. Κάποια στιγμή ο Γιώργος τα πήρε και ξεκίνησε ένα πρελούδιο με νότες όπως <<Ήρθαμε να γιορτάσουμε τον Μαύρο και εσύ είσαι μέσα στη μιζέρια>>, <<Ναι αλλά αν την πλήγωσε κάτι που την είπα, αν φταίω εγώ>>, <<Όλοι καυγαδίζουν κάποια στιγμή, θα ξαναγίνουν όλα όπως πριν>>.<<Έλα κόψε την πλάκα δεν είναι αστείο>>, <<Μας γράφεις που μας γράφεις στα αρχίδια σου τόσο καιρό γι' αυτήν και δεν σου λέμε τίποτα, τώρα μας το βγαίνεις και από πάνω>>, <<Όλοι το ίδιο κάνατε, μην βγαίνεις εσύ από πάνω>>, <<Γι αυτό στα λέμε, γιατί ξέρουμε πως είναι>>, κλπ κλπ.
<<Όχι δεν ξέρετε πως είναι! Πως μπορείτε να ξέρετε πως είναι για μένα;>>, ήταν τα τελευταία λόγια του Λάμπρου πριν αφήσει ένα δεκάευρω και σηκωθεί όρθιος. <<Συγγνώμη , αλλά δεν μπορώ άλλο. Μαύρε->>. Ήταν έτοιμος να κλάψει, γι' αυτό έφυγε δίχως άλλη κουβέντα. Ήξερε πως αυτό που έκανε ήταν λάθος. Τους φίλους σου, τα στηρίγματά σου, τους ανθρώπους σου δεν τους βάζεις σε δεύτερη μοίρα μπροστά στο αίσθημά σου. Γιατί αυτό θα φύγει κάποια στιγμή- όλοι φεύγουν. Εκείνοι είναι που θα βρίσκονται πάντα δίπλα σου. Αλλά ήταν άπειρος σε αυτά. Η Ραφαέλα ήταν η πρώτη του σχέση και την είχε ερωτευτεί σφόδρα. Είχε πέσει με τα μούτρα, που λένε.  Οι φίλοι του τον είχαν προειδοποιήσει ,αλλά πίστευε πως  καταλάβαιναν.
Δεν του σήκωνε το κινητό, ούτε στα μηνύματα απαντούσε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Σε ποιο κλαμπ πήγε δεν του είχε πει. Το σπίτι της βρισκόταν μακριά, κοντά στο Ράδιο Σίτυ. Ώρα δύο τα χαράματα. Νωρίς για να γυρίσει. Πάντα κοιμόταν στο σπίτι της, το ήξερε αυτό. Έτσι έκανε το μόνο πράγμα που φαντάστηκε πιο λογικό: θα την περίμενε στην πυλωτή της πολυκατοικίας της, με δύο μπύρες συντροφιά και μερικά τσιγάρα. Βάρεσε το κουδούνι της φυσικά, μήπως και κοιμόταν, αλλά δεν έλαβε απάντηση.
Ώρα πέντε το πρωί. Είχε αρχίσει να νυστάζει αλλά επέμενε.Θα τα ξεκαθάριζε όλα, ελπίζοντας πως όλα θα ήταν όπως πριν. Η Ραφαέλα εμφανίστηκε μαζί με την ανατολή του ήλιου. Φορούσε το κόκκινο κολλητό της φόρεμά, το αγαπημένο φόρεμα του Λάμπρου, που της είχε κάνει δώρο στην επέτειό τους. Την κολάκευε υπέροχα! Πετάχτηκε πάνω ο Λάμπρος, αλλά γρήγορα του κόπηκε το χαμόγελο. Το δεξί χέρι της αρκετά χαρωπής Ραφαέλας κρατούσε το χέρι ενός άνδρα.
Τα βλέμματα των οιονεί εραστών συνάντησαν το σοκαρισμένο βλέμμα του Λάμπρου. Κανείς δεν είπε τίποτα. Τι να πεις σε τέτοιες περιστάσεις. Καλύτερο είναι να το βουλώνεις. Το στόμα της Ραφαέλας, όμως, έτρεμε. Ήθελε να πει κάτι, το οτιδήποτε.
Τότε ο Λάμπρος τους πλησίασε. <<Φίλε, να την προσέχεις. Θα είναι ότι καλύτερο θα συμβεί στη ζωή σου. Είναι χρυσή κοπέλα. Να περνάτε πάντα...καλά.>>, ψιθύρισε και χτύπησε την Ραφαέλα απαλά στην πλάτη. Τα πόδια του έτρεμαν αλλά το βήμα του γινόταν όλο και πιο γοργό. Άκουγε τα αναφιλητά και τις βραχνές κραυγές της Ραφαέλας , αλλά δεν σταμάτησε. Ίδρωνε. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Έβαλε ακουστικά και άφησε ένα τραγούδι να παίζει, εκείνο που της είχε αφιερώσει όταν τα πρωτοέφτιαξαν. <<For you, there' ll be no crying...>>. Τώρα έκλαιγε, με εκείνο το πνιχτό, βουβό κλάμα, με το οποίο δεν βγαίνουν δάκρυα. Περπατούσε δίχως προορισμό συγκεκριμένο, στα χαμένα.  Το τραγούδι τελείωσε. Δεν την βαστούσε την ησυχία. Κάλεσε όλους τους φίλους του, αλλά δεν του το σήκωνε κανείς. <<Παρακαλώ, παρακαλώ, σηκώστε το. Και ας μην μου ξαναμιλήσετε μετά, ποτέ ξανά. Σας παρακαλώ....>>, μουρμούριζε. Τελικά το σήκωσε ο Μάνος. <<Την είδα Μάνο! Την είδα. Φορούσε το φόρεμα της εκείνο το κόκκινο και ήταν σαν άγγελος ρε Μάνο! Γιατί το έκανε αυτό ρε Χρήστο; Είμαι κακός άνθρωπος και απαίσιος, αλλά γιατί σε μένα;>>.
<<Μαλάκα Λάμπρο ηρέμησε. Που είσαι; Ερχόμαστε να σε βρούμε!>>.
<<Που να πάω; ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΩ; Ελάτε Λευκό Πύργο. Σας παρακαλώ! Και μετά μην μου ξαναμιλήσετε, δεν το αξίζω>>. Και το έκλεισε.
Ήταν αρκετά μακριά. Αυτοί είχαν φτάσει και τον περίμεναν, ήταν σίγουρος. Σε μια στιγμή, έπεσε κάτω στα γόνατα και κοιτούσε στα χαμένα. Αλλά έπρεπε να πάει στους φίλους του. Δεν θα τους απογοήτευε για ακόμη μια φορά. Έφτασε στην λέσχη αξιωματικών. Τους έβλεπε όλους να τον περιμένουν. Κραύγασε. Γύρισαν τα κεφάλια τους. Άρχισε να τρέχει, αλλά δεν είδε πως το φανάρι ήταν κόκκινο. Και τότε-.
Είχε πέσει κάτω. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα, όμως δεν επικοινωνούσε με αυτή την πραγματικότητα. Το κεφάλι του κουδούνιζε. Πάνω του, η Ραφαέλα να φωνάζει. Ο Θεόφιλος, που κοιμόταν στο μέσα δωμάτιο, είχε τρέξει δίπλα τους. Του έριχναν νερό, αλλά δεν ανταποκρινόταν. Ξαφνικά, σα να ήταν όλα μια φάρσα που τους σκάρωσε, τους παρακάλεσε να κάνουν ησυχία και σηκώθηκε πάνω. Μια πρόταση βγήκε από το στόμα του: <<Φωνάξτε τους όλους εδώ. Όταν έρθουν, τα ξαναλέμε.>>. Άδραξε ένα μπουκάλι νερό  από την κουζίνα και κλείστηκε στο δωμάτιό του.
Το άλλο βράδυ υπήρξε απαρτία. Ο Λάμπρος στάθηκε στον τοίχο, σαν κατάδικος, και τους παρατηρούσε όλους. Είχε τόσα ερωτήματα, τόσες απορίες, αλλά αρκέστηκε στο : <<Λοιπόν;>>.
Έκανε να μιλήσει η Ραφαέλα, αλλά την διέκοψε. <<Μετά εσύ.>>. Τον λόγο πήρε ο Θεόφιλος.
<<Από την αντίδρασή σου φαντάζομαι πως θυμάσαι μέχρι πριν το δυστύχημα. Σε χτύπησε αμάξι. Τρέξαμε κοντά σου συγκλονισμένοι και είδαμε πως είχες σφυγμό. Αμέσως καλέσαμε ασθενοφόρο. Για μια εβδομάδα ήσουν σε κόμμα. Μια εβδομάδα μαρτύριο. Όλοι ήμασταν δίπλα σου, αλλά περισσότερο η Ραφαέλα. Όταν την ενημερώσαμε, έχασε τη Γη κάτω από τα πόδια της. Θεώρησε τον εαυτό της σαν το μόνο υπεύθυνο και δεν έφυγε στιγμή από δίπλα σου. Ώσπου ξύπνησε μια ωραία πρωία και δεν θυμώσουν τίποτα! Ουάου! Τίποτα! Ωστόσο, ήμασταν παραπάνω από ευτυχισμένοι που ζούσες. Οι γιατροί μας ενημέρωσαν για την κατάστασή σου. Συνέστησαν φροντίδα, χαλάρωση και όλα τα σχετικά. Ξέρεις πόσος καιρός πέρασε από τότε; Έξι μήνες! Όσο εμείς βράζαμε και κοχλάζαμε, εσύ έκανες ακριβώς τα ίδια. Κάθε μέρα, τα ίδια! Και μετά έβγαινε το φεγγάρι και μετά ανέβαινε ο ήλιος και ξανά μανά από την αρχή! Οι γονείς σου ήταν οι πιο δυστυχισμένοι, δεν άντεχαν να βλέπουν το παιδί τους σε τέτοια κατάσταση-.>>.
Ο Λάμπρος τον διέκοψε. <<Αρκετά άκουσα. Ραφαέλα μου; Και μην αρχίσεις την κλάψα, σε παρακαλώ!>>.
Στη μέση μπήκε ο Γιώργος. <<Ρε μαν, μην είσαι τόσο σκατόψυχος!>>.
<<Όπως θέλω θα είμαι, μαν! Λέγε!>>.
Η Ραφαέλα σηκώθηκε όρθια. Έκανε να τον πλησιάσει, αλλά αποφάσισε να κρατήσει μια μικρή απόσταση.
<<Όταν μου το είπαν τα παιδιά, σκέφτηκα μέχρι και την αυτοκτονία. Τόσο χάλια ένιωσα. Ποταπή, τιποτένια! Αλλά κατάφερα να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Εγώ ήμουν η υπαίτια, άλλωστε. Δεν μπορείς να φανταστείς πως ένιωσα όταν σε είδα καλωδιωμένο, με το οξυγόνο και όλα αυτά. Για μέρες έκλαιγα στην τουαλέτα του νοσοκομείου βουβά. Δεν θα ωφελούσε σε κάτι αν προσέθετα περισσότερη δυστυχία στους άλλους. Αφού ξύπνησες και μας εξήγησαν οι γιατροί την κατάστασή σου, κάτι πετάρισε μέσα μου. Υπάρχει ελπίδα, σκέφτηκα. Και όχι, δεν έμεινα στο πλάι σου από τύψεις ή κάτι τόσο φθηνό όλο αυτό το διάστημα. Πραγματικά σε αγαπούσα, δεν έπαψα στιγμή να σε αγαπάω. Ήσουν η φωτεινή δέσμη που μπήκε μέσα στο είναι μου δίχως να το έχω ζητήσει. Το τι συνέβη εκείνη την ημέρα ακόμη δυσκολεύομαι να το χωνέψω. Να σε απατήσω; Γιατί να το κάνω αυτό; Γιατί σε εσένα; Δεν ξέρω γιατί το έκανα. Δεν ήταν το ποτό, ούτε τίποτα σχετικό. Απλώς....ένιωσα πως το είχα ανάγκη, πως ήταν κάτι που έπρεπε να το κάνω. Και ξέρεις ποιο ήταν το χειρότερο; Δεν θα στο έλεγα ποτέ μάλλον! Θα το κρατούσα μέσα μου και θα συνεχίζαμε κανονικά τις ζωές μας. Δεν ξέρεις πόσο ανεύθυνη νιώθω. Πόσο πολύ σκέφτηκα τον εαυτό μου, τις επιλογές μου και τον χαρακτήρα μου. Τα νύχια μου- του τα έδειξε- τα κατασπάραξα. Κατέληξα να καπνίζω ένα καπνό μέσα σε τρεις μέρες. Είμαι σάπια μέσα μου, αυτό το παραδέχομαι! Και πολλά ακόμη, τόσα πολλά!  Και εσύ εκεί. Μου χαμογελούσες πάντα, ένα αθώο, αγνό χαμόγελο! Τόσο υπέροχο! Δεν θα δικαιολογηθώ, δεν μπορώ να το κάνω. Ό,τι έγινε, έγινε, ε; Εσύ μου το έμαθες αυτό. Μου έμαθες τόσα πράγματα! Και εγώ πήγα και τα πέταξα όλα....>>.
Σταμάτησε. Έτρεμε. Είχε φέρει τα χέρια στο πρόσωπό της. Ο Λάμπρος έμεινε για λίγο στη θέση του. Έπειτα την πλησίασε. Τα μάτια του ήταν πέτρινα. Σήκωσε το δεξί του χέρι ψηλά. Ο Μάνος πετάχτηκε όρθιος. <<Τι κάνεις ρε Λ->>.
Την αγκάλιασε. Με το δεξί του χέρι της έπιασε το κεφάλι και άρχισε να το χαϊδεύει. Με το αριστερό αγκάλιασε τη μέση της. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του σαν καταρράκτης. Για πέντε λεπτά κανείς δεν έβγαλε μιλιά. Ο Λάμπρος την άφησε. Αγκάλιασε τον καθένα ξεχωριστά και τους φίλησε στο μέτωπο.  Τέλος, μίλησε.
<<Θα ήθελα....όλα....όλα να ήταν μια φάρσα που σκάρωσα εγώ. Το τι τραβήξατε για μένα, σίγουρα δεν το αξίζατε μετά από όσα σας έκανα. Νιώθω κτήνος. Συγχωρέστε με! Ήμουν η αιτία για όλα! Τίποτα δεν θα είχε συμβεί αν δεν ήμουν τόσο χαζός άνθρωπος. Θεέ μου, σιχαίνομαι τον εαυτό μου! Με σιχαίνομαι! Τι σας έκανα; Γιατί να είμαι έτσι; Γιατί;>>.
Η Ραφαέλα πήγε κοντά του και τον φίλησε στο στόμα. Ένα υγρό, μακρόσυρτο φιλί, που του μιλούσε. Τον παρακαλούσε να ηρεμήσει. Τράβηξε τα χείλι της και του χαμογέλασε. Ο Λάμπρος χαμογελούσε και έκλαιγε ταυτόχρονα.
<<Όλα θα πάνε καλά αδερφέ, εμείς είμαστε εδώ.>>, του είπε ο Γιώργος και ένωσαν τις γροθιές τους.
<<Όλα θα πάνε καλά! Όλα θα πάνε καλά!>>, είπε ο Λάμπρος, περισσότερο για να πείσει τον εαυτό του.<<Μια νέα αρχή! Αυτό χρειαζόμαστε όλοι! Ξέρετε τι; Ας κάνουμε ένα πάρτι! Τι λέτε; Ραφαέλα, μπορείς να καλέσεις και τον φίλο σου από το κλαμπ αν θες.>>.
Η Ραφαέλα συνοφρυώθηκε.
<<Σε πειράζω.  Σας ζητώ συγγνώμη για όλα. Είστε η οικογένεια που ποτέ μου δεν ζήτησα. Σας είμαι αιώνια ευγνώμων. Δώστε μου ένα κινητό. Θέλω να πω στην μαμά και τον μπαμπά τα νέα! Ο γιος σας επανήλθε και θα συνεχίζει να σας τυραννάει εις τον αιώνα τον άπαντα, αμήν! Τι πάθαμε ρε και ακόμη δεν πατήσαμε τα εικοσιπέντε; Έχουμε όλη τη ζωή μπροστά μας! Ας είναι! Τώρα πρέπει να ξεμουχλιάσουμε. Ανοίξτε τα παράθυρα να μπει ο αέρας!>>

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...