Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Δεσμοί αίματος αποκομμένοι

Πήγα να δω τον μπαμπά μου απροσδόκητα. Είχα να τον δω δεκαοκτώ χρόνια, από τότε που η μητέρα μου με γέννησε, στα εικοσιδύο της,  και εκείνος μας παράτησε. Δεν την ρώτησα ποτέ για ποιο λόγο το έκανε, ο καθένας έχει τους λόγους του και κάνει τις επιλογές του. Άσε που δεν ήθελα και να την στενοχωρήσω με αυτά, της έφταναν οι δύο δουλειές της και οι κακοί μου βαθμοί. Πάντα της έλεγα, <<Μαμά, δεν θα μας σώσει το πανεπιστήμιο, εγώ θα γίνω καλλιτέχνης και τότε θα δούμε το φως στην άκρη του τούνελ.>>. Δυσκολευόταν ,αλλά με καταλάβαινε. Ευτυχώς ο παππούς μου - ο πατέρας της- είχε κάποια λεφτά στην άκρη και έτσι τα βγάζαμε κάπως πέρα. Την απόφαση την πήρα αυτοστιγμεί, λίγο πριν την περίοδο των Πανελληνίων. Εγώ δεν θα έδινα, είχα πιάσει μια δουλειά τα απογεύματα και παράλληλα δούλευα πάνω σε ένα project με τους δύο κολλητούς μου, τον Θωμά και τον Αλέξανδρο. Το συγκρότημά μας ονομαζόταν ''Λασποαίματοι''. Λίγο ηλίθιο, αλλά ήταν το μόνο που σκαρφιστήκαμε δίχως να γελάσουμε. Είχαμε μερικά τραγούδια στην άκρη, κάμποσα live σε διάφορους χώρους, απλώς ελπίζαμε.
Το που θα τον συναντούσα το έμαθα από τον δικό του πατέρα. Σε αντίθεση με εκείνον, φαίνεται πως αυτός ο παππούς μου είχε ευαισθησίες και ένα αίσθημα ευθύνης . Είχαμε καλές σχέσεις, Η γιαγιά είχε πεθάνει λίγο καιρό πριν γεννηθώ, από καρκίνο. Όλοι μέναμε στην ίδια πόλη.Ο μπάσταρδος- συγγνώμη για την έκφραση- θα ερχόταν να μείνει για λίγο καιρό στο πατρικό του και μετά θα έφευγε για λιμάνια ξένα, έτσι ήξερα. Δεν ρώτησα τον παππού για ποιόν λόγο θα μας έκανε την τιμή, ούτε και με ένοιαζε. Απλά ήθελα να τον δω. Ήθελα μονάχα να τον δω....
Έτσι, τα κανόνισα και θα πήγαινα στο σπίτι λίγη ώρα αφότου θα κατέφθανε. Ο παππούς μου  θα προφασιζόταν κάτι για να έλειπε εκείνη την ώρα. Ήθελα να τον πιάσω τη στιγμή που θα ήταν απόλυτα χαλαρός. Λογικά θα έκανε μπάνιο ή θα κάπνιζε κανένα τσιγάρο ή θα άκουγε μουσική. Σκατά. Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να κάνει. Μπορεί να ήρθε να γλιτώσει από καμία άλλη γυναίκα. Δεν ξέρω. Δεν ήξερα τίποτα για τον πατέρα μου. Το μόνο που γνώριζα ήταν πως είχα πατέρα, τίποτα παραπάνω. Α, και πως το έλεγαν Σωτήρη. Αυτά. Και την μαμά μου την έλεγαν Ιωάννα. Εφόσον μοιράστηκα το όνομα εκείνου, γιατί να μην μοιραστώ το όνομά της;
Ήταν απόγευμα. Ο ήλιος κόντευε να δύσει, βασικά. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου. Τα πόδια μου έτρεμαν και η καρδιά μου κόντευε να εκραγεί. Όμως ήταν κάτι που έπρεπε να κάνω. Όχι για κάποιον άλλον, μα για μένα. Ίσως να ήταν η μοναδική ευκαιρία που θα είχα ποτέ να βρεθώ πρόσωπο με πρόσωπο με αυτόν τον άνθρωπο. Μπήκα στην πολυκατοικία την στιγμή που ο παππούς μου έβγαινε. Με κοίταξε ταραγμένος, συγκαταβατικά. Ζεστό βλέμμα, γεμάτο θλίψη, που μιλούσε, μου έλεγε << Όλα είναι στη θέση τους, δική σου η τελική απόφαση, θα είμαι εδώ κάτω μέχρι να τελειώσεις.>>. Με το δεξί του χέρι ακούμπησε τον αριστερό μου ώμο και τον έσφιξε στοργικά. Έβγαλε ένα τσιγάρο που φαντάστηκα πως θα είχε στρίψει πριν λίγη ώρα και το άναψε. Μου έδωσε μια τζούρα, <<Για να σε χαλαρώσει>>. Είχε περίεργη γεύση, γλυκιά. Την γνώριζα αυτή την γεύση. Ήταν μόρτης ο παππούς μου.
Πήρα τα κλειδιά και ανέβηκα τις σκάλες. Έμενε στον πρώτο όροφο. Έκανα πάνω από δέκα λεπτά να φτάσω στο διαμέρισμα. Έκλεισα τα μάτια μου και, για μερικές στιγμές, φαντάστηκα έναν κόσμο στον οποίο τίποτα από όλα αυτά δεν θα ήταν αναγκαίο. Φαντασιώσεις ενός έφηβου άνδρα, ενός ονειροπαρμένου. Τι να πεις;
Έβαλα το κλειδί ήρεμα μέσα στην κλειδαρότρυπα και με απαλές κινήσεις άνοιξα την πόρτα.Σιωπή. Τίποτα δεν ακουγόταν. Λες να είχε φύγει; Να το είχε σκάσει από πουθενά; Αδύνατο! Την έκλεισα σιγανά και εισήλθα. Δεν υπήρχε χολ , έβγαζε κατευθείαν στο σαλόνι. Τα παπούτσια του ήταν κάτω, δεξιά μου, αφημένα. Ήταν μέσα! Μια διαολεμένη χαρά αναπήδησε και κάθισε πάνω στην καρδιά μου. Γιατί; Γιατί ένιωθα έστω και την ελάχιστη ευτυχία που θα τον έβλεπα; Ο καταραμένος! Ο ποταπός! Το κτήνος! Πήρα μερικές βαθιές ανάσες. Δεν έπρεπε να φανώ ταραγμένος, δεν έπρεπε να φανώ τίποτα. Θα τον αντιμετώπιζα σαν έναν τέλειο άγνωστο, σαν κάποιον οφειλέτη που του είχα δώσει δανεικά πριν καιρό και τώρα έπρεπε να μου τα επιστρέψει.
Ένα δυνατό ροχαλητό ήταν ο ήχος που με επανέφερε στην πραγματικότητα. Εστίασα για λίγο και περπάτησα. Προερχόταν από τον καναπέ. Και νά' τος! Φαρδύς πλατύς, είχε σωριαστεί μέσα στην αγκαλιά του Μορφέα. Μου πέρασε φευγαλέα η σκέψη να πάρω ένα μαχαίρι και να δημιουργήσω ένα συντριβάνι στο λαιμό του. Κούνησα το κεφάλι μου για να την διώξω και κάθισα στον καναπέ. Είχα ενώσει τα χέρια μου σα να προσευχόμουν και ακούμπησα πάνω τους το σαγόνι μου. Και περίμενα. Θα περίμενα να ξυπνήσει. Κάποια στιγμή θα ξυπνούσε. Εννοώ ήταν ένα κοιμισμένο βουβάλι και στον ξύπνιο του, αλλά από τον ύπνο μας όλοι ξυπνάμε κάποτε, εκτός αν πεθάνουμε. Και αυτού δεν του άξιζε τέτοιος θάνατος, γαλήνιος και ειρηνικός.
Δεν ξέρω πόση ώρα τον περίμενα σε εκείνη την στάση. Πρέπει πάντως οι δείκτες να έκαναν αρκετούς κύκλους, διότι η πόρτα ακούστηκε και ήταν ο παππούς μου. Έτρεξε μέσα,φαινόταν έντρομος. <<Πέρασαν τρεις ώρες και τρόμαξα πως->>. Τον διέκοψε ο πατέρας μου, που σηκώθηκε όρθιος και πήγε προς την τουαλέτα δίχως να σαλέψει. <<Όλα εντάξει>>, ψιθύρισα στον παππού μου. <<Κοιμόταν όλη αυτή την ώρα. Τον περίμενα να ξυπνήσει. >>
<<Όπως και να έχει, εγώ θα μείνω εδώ. Σε φοβάμαι λίγο τώρα.>>.
<<Όπως νομίζεις>>, απάντησα.
Ο πατέρας μου κατούρησε και λίγο αργότερα επέστρεψε. Τώρα τον παρατηρούσα για πρώτη φορά. Φορούσε μια βερμούδα τσαλακωμένη και μια μπλούζα μαύρη, απλή. Ήταν γεματούλης και τα κατσαρά μαύρα μαλλιά του τα ολοκλήρωναν κάτι διάσπαρτες τρίχες στην μούρη του, που πιθανόν τις θεωρούσε γένια. Χαμογέλασε και φάνηκαν τα δόντια του, που ήταν λίγο αραιά μεταξύ τους. <<Έφερες μπύρες πατέρα; Και έναν καλεσμένο βλέπω. Ποιος είναι;>>.
Δεν μίλησα, ούτε και ο παππούς μου.
<<Τι έγινε ρε όμορφοι, σας έφαγε η γάτα την γλώσσα;>>, είπε και γέλασε.
Σηκώθηκα όρθιος αλλά δεν τον πλησίασα.
<<Ξέρεις ποιος είμαι. Έλα, κοίταξέ με στα μάτια και θα καταλάβεις.>>.
Στράβωσε λίγο αλλά το έκανε. Και, όταν κατάλαβε τελικά, γούρλωσε τα μάτια του και με αγκάλιασε. Και με φίλησε. Και με αγκάλιασε πιο σφιχτά. Και με ξαναφίλησε. Ώσπου το βαρέθηκα και τον σιχάθηκα και τον έκανα πέρα. Κατάλαβε και δεν έφερε αντίρρηση. Ο παππούς μου είχε ανοίξει τρείς μπύρες. Τις αρπάξαμε. <<Στην υγειά του γιόκα μου, του λεβέντη μου>>, είπε και ήπιε μια γερή γουλιά. Και μετά ξεκίνησε μια λογοδιάρροια.
<<Πωπω, πως μεγάλωσες έτσι; Πραγματικός άνδρας έγινες. Μπράβο, μπράβο, τελικά είσαι γιός μου ,χαχα! Πέρασαν τα χρόνια, πέρασαν! Πασάκο μου,είμαι περήφανος για σένα και...>>. Μπλα, μπλα, μπλα. Τον άφησα να μιλήσει και να πει τα λόγια του αέρα. Σαν πορδές που βγαίνουν απο τον κώλο και άμα τις συγκρατήσεις γίνονται χειρότερα. Έτσι μίλησε για τα επόμενα πέντε λεπτά. Σα να μην είχε συμβεί τίποτα όλα αυτά τα χρόνια. Σα να έλειπε κάποιο ταξίδι για δουλειά και να ήρθα να τον πάρω για να πάμε σπίτι. Μωρέ δεν τον έπαιρνε ο διάολος να ησυχάσουμε;
Όταν σταμάτησε, είχα τελειώσει την μπύρα μου. Εκείνος χαμογελούσε και πήγαινε. Θα έφταιγα εγώ αν του πετούσα το μπουκάλι στο κεφάλι;
<<Δεν έχεις να πεις τίποτα γιε μου;>>, είπε.
<<Ιωάννα. Την θυμάσαι; Πρέπει να την θυμάσαι, οφείλεις να την θυμάσαι.>>.
<<Ιωάννα; Ιω-. Μα φυσικά, την μητέρα σου! Πως γίνεται να την ξεχάσω; Ήταν η πρώτη γυναίκα που ερωτεύτηκα. Είχε και έναν κώλο χάρμα, χα->>.
<<Κομμένα τα αστεία, πατέρα. Έλα κόψε, δεν είσαι πια δεκαοκτώ. Και δεν ήρθα εδώ για να συμφιλιωθούμε, εντάξει; Ούτε για να τα πούμε, ούτε τίποτα. Την έχασες την ευκαιρία σου. Το μόνο.... το μόνο που θέλω να ξέρω είναι, γιατί; Γιατί μας παράτησες; Γιατί παράτησες την μαμά; Ε μπαμπά; Ε πατερούλη;>>.
Το πρόσωπό του σκοτείνιασε αμέσως. Του έδωσα να καταλάβει πως δεν είχα έρθει για να παίξω. Πως δεν ήμουν ένα κωλόμωρο που θα του τα συγχωρούσε όλα και θα τον αγκάλιαζε. Πως οι δεσμοί αίματός μας δεν είχαν απολύτως καμία σημασία. Κουνούσε τα χείλη του και μονολογούσε αθόρυβα, σα να έκανε πρόβα τα λόγια του. Τον άφησα να πάρει τον χρόνο του.
<<Κοίτα γιε μου- μου επιτρέπεις να σε λέω έτσι,ε; Καλώς! Την μητέρα σου την αγαπούσα και αυτό μπορεί να το επιβεβαιώσουν οι πάντες. Της φέρθηκα όπως θα ήθελα να φέρονται στην αδερφή μου. Τα είχαμε δύο χρόνια περίπου και όλα ήταν υπέροχα! Αλλά κάποια στιγμή έγινε το κακό! Έμεινε έγκυος σε σένα. Ήμασταν ακόμη πιτσιρίκια, το καταλαβαίνεις; Είχαμε όλο το μέλλον μπροστά μας! Σχολή, όνειρα, φιλοδοξίες! Ένα παιδί; Πατέρας; Όχι, δεν μπορούσα να το βαστάξω! Έπρεπε πρώτα να->>.
Πετάχτηκα όρθιος και ήρθαμε μύτη με μύτη. Τον έπιασα από τον γιακά και τον κούνησα πέρα δώθε. Ήμουν εξοργισμένος.
<<Πές μου μόνο αυτό! Προφυλάξεις παίρνατε; Προσέχατε; Ήμουν ατύχημα ή δυστύχημα; ΜΙΛΑ!>>.
Ένιωσα ένα χέρι να με ακουμπάει στον σβέρκο. Ήταν ο παππούς μου. Αμέσως χαλάρωσα τα χέρια μου και έκανα πίσω.
<<Με....με την μητέρα σου δεν χρησιμοποιούσαμε προφυλακτικό. Ούτε και αυτή έβαζε τίποτα. Δεν ξέρω. Μας άρεσε....της άρεσε. Και δεν κάναμε ποτέ λόγο για τίποτα. Όλα ήταν τόσο ωραία. Ήμουν πραγματικός άνδρας και αυτή γυναικάρα. Μια φορά ταραχτήκαμε μόνο, που είχε μια βδομάδα καθυστέρηση. Αλλά ήταν καλοκαίρι και ο κύκλος τους τότε είναι διαφορετικός και.... Όπως και να έχει, την γλυτώσαμε. Και συνεχίσαμε κανονικά! Δεν μας πείραζε.Το κεφάλι μας ήταν ήσυχο. Είχαμε πει εξ'αρχής πως, αν τύχαινε κάτι τέτοιο, θα κάναμε έκτρωση. Δεν θα είχα τύψεις εγώ , ούτε εκείνη, άλλωστε μέχρι το σημείο που σου επιτρέπουν να την κάνεις, δεν υπάρχει ουσιαστικά άνθρωπος. Όμως, όταν έγινε το κα-.... όταν κάναμε το τεστ και ήταν θετικό, κάτι άλλαξε μέσα της. Όχι, είπε, δεν το πετάω. Θα το κρατήσω. Είδα βίντεο. Είδα τι επιπλοκές μπορεί να έχει. Όχι, όχι, και εσύ δεν πρέπει να είσαι αναίσθητος, Σωτήρη. Μαζί, μαζί, όπως λέμε πάντα ε; Μαζί!
>> Μαζί! Καταλαβαίνεις; Ταράχτηκα. Ο κόσμος άνοιξε στα δύο αλλά η Γη δεν με κατάπινε. Και είχα τόσα.... Το είχα πάρει απόφαση μόνος, πως δεν ήμουν έτοιμος ακόμη! Ένιωθα πως με πρόδωσε, πως μου είπε ψέμματα. Την μίσησα λίγο. Έτσι μίλησα με τον παππού σου και δέχθηκε να με βοηθήσει. Ήμουν ο μοναχογιός του και πόνταρα στην αγάπη του. Ήμουν ένα χαζό παιδί , στον κόσμο μου. Τελείωσα στα μπαμ την σχολή μου και την έκανα για Αθήνα. Όμως δεν το άντεχα άλλο. Ήθελα να κάνω μια νέα αρχή. Γι' αυτό ήρθα εδώ. Για συμφιλίωση. Για εξαγνισμό. Για συγχώρεση. Θέλω να βρω την μητέρα σου και να μιλήσουμε. Δεν είναι αργά ακόμη. Μπορούμε να->>.
Σήκωσα τον χέρι μου και τον παρακάλεσα να πάψει.
<<Ήσασταν..... ήσουν.... το καταλαβαίνω. Λίγο μετά τα είκοσι, ακόμη το μυαλό σας πετάριζε. Και ας υπήρχαν τόσοι τρόποι να προφυλαχτείτε. Κανένα πρόβλημα. Αλλά τι μαλακίες είναι αυτές που μου λες; Τι είχες προτεραιότητες και σχολές και τα αρχίδια μου τα δύο κάνουν τραμπάλα; Δική σου ήταν η ευθύνη! Δική σου! Και της μαμάς δεν διαφωνώ, αλλά εκείνη έκανε ό, τι μπορούσε μετά! Ενώ εσύ; Εσύ τι έκανες; Το έβαλες στα πόδια! Κοίταξες τον κώλο σου να δεις αν η ουρά χωρούσε εκεί μέσα και το έσκασες! Και τι συγχώρεση μου λες; Πως γίνεται να σε συγχωρήσουμε τώρα; Να σε δικαιολογήσουμε με κάποιο τρόπο ναι, αλλά συγχώρεση; Όχι!  Οτι τι, θα ποντάρεις στην αγάπη που μπορεί να σου κρατάει ακόμη η μαμά για να την πας με τα νερά σου; Στο απαγορεύω! Όπως έστρωσες να κοιμηθείς! Ούτε ένα μήνυμα, ούτε ένα τηλεφώνημα, τίποτα! Φαντάζομαι πέρασες μια χαρά όλα αυτά τα χρόνια ε; Χωρίς άχγη και έγνοιες τόσο σημαντικές. Ξέρεις τι περάσαμε εμείς; Ξέρεις τι είναι να προσεύχομαι για έναν πατέρα που ποτέ δεν είχα να εμφανιστεί μια μέρα στην πόρτα και να μου πει <<ΕΚΠΛΗΞΗ!>>; Ξέρεις τι είναι να βλέπω τα άλλα παιδιά με τους πατεράδες τους ; Αλλά τα κατάφερα μια χαρά! Έμαθα να περπατάω χωρίς εσένα, έμαθα να παίζω μπάλα χωρίς εσένα, να γράφω, να διαβάζω, να ΖΩ χωρίς εσένα. Όχι, δεν σε χρειαζόμαστε. Δεν σε έχουμε ανάγκη...Σωτήρη!>>.
Ήταν σαν κάθαρση αυτά τα λόγια που ξεστόμισα. Ένιωθα πιο ελαφρύς. Εκείνος δεν απάντησε. Κοιτούσε κάτω και έπαιζε με το μπουκάλι της μπύρας του. Δεν το περίμενε σίγουρα αυτό. Αλλά δεν με ένοιαζε. Τα εννοούσα αυτά τα λόγια.
<<Και κάτι τελευταίο. Στην μαμά δεν πρόκειται να αποκαλύψω τι έγινε εδώ. Αρκετές σκοτούρες έχει, δεν χρειάζεται παραπάνω. Εσύ έσβησες από τις ζωές μας. Θα είσαι μόνο μια ανάμνηση γι' αυτήν, τίποτα παραπάνω. Και θα τα καταφέρω καλύτερα από εσένα. Θα σε κάνω να θες να είσαι περήφανος για μένα και να χτυπιέσαι που δεν θα μπορείς να με πλησιάσεις. Θα δεις! Θα το δεις! ΘΑ ΤΟ ΔΕΙΣ !>>.
Σηκώθηκα πάνω αργά, νικητής. Τον είχα κατατροπώσει. Έκανα να φύγω , όταν στάθηκα κοντά στην εξώπορτα και τον κοίταξα για μια τελευταία φορά. <<Ωστόσο, δεν είμαι κακός άνθρωπος. Έλα να κάνουμε μια τελευταία αγκαλιά, για να έχεις κάτι να θυμάσαι από εμένα.>>.
Δειλά- δειλά με πλησίασε και τον έσφιξα πάνω μου. Σχεδόν αμέσως άρχισε να τινάζεται και να προσπαθεί να ξεφύγει. Τον άφησα όταν τελείωσα. Ένα μικρό αυλάκι είχε δημιουργηθεί κάτω. Το κατούρημα που συγκρατούσα όλη αυτή την ώρα το άφησα πάνω του.
<<Μια σου και μία μου, έτσι; Συγγνώμη παππού, αλλά θα πρέπει να τα καθαρίσεις. Επικοινώνησε όταν φύγει, εντάξει;>>.
Τους αποχαιρέτησα και μαζί ένα κομμάτι από το παρελθόν μου. Ένιωθα πιο γεμάτος. Μπήκα στο σπίτι. Η μαμά είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ. Πήρα ένα σεντόνι και την σκέπασα. Την φίλησα στο μέτωπο και ξύπνησε.
<<Θα-...Θανάση; Τι έπαθες, κλαις;>>.
<<Όχι μαμά. Δεν κλαίω. Απλά βρέχει έξω. Κοιμήσου σε παρακαλώ, μια χαρά είμαι! Πες μου μόνο, είσαι περήφανη για μένα;>>.
<<Θανάση, έγινε τί->>.
<<Δεν έγινε τίποτα! Πες μου μόνο, είσαι;>>.
<<Φυσικά και είμαι! Γίνεται να μην είμαι για σένα;>>
<<Σε ευχαριστώ μαμά! Άντε, ξεκουράσου τώρα!>>.
<<Καλό βράδυ Θανάση!>>.
<<Καλό βράδυ μητέρα!>>.
Κλείστηκα στο δωμάτιό μου και δάγκωσα το μαξιλάρι μου και έκλαψα.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...