Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Φοίνικας

Ήταν στο δεύτερο ποτό. Δεν έπινε πια από όρεξη μα από συνήθεια. Ναι, είχε συνηθίσει πλέον να κατεβάζει τουλάχιστον μισό μπουκάλι μέσα στην μέρα. Παλιά δεν ήταν έτσι, μα έτσι κατάντησε. Τι να πεις. Ήταν πρωί, κοντά στις δέκα. Είχε ξυπνήσει εδώ και μια ώρα. Όχι πως κοιμόταν πολύ συνήθως , λαγοκοιμόταν μερικές ώρες και αυτές σπαστά και με δυσκολία, εκτός από εκείνες τις λίγες μέρες που ήταν πάρα πολύ κουρασμένος. Δεν ήξερε αν έπασχε από αϋπνίες ή ημικρανίες ή απλά το κεφάλι του τού έπαιζε παιχνίδια.
Εκείνη την ημέρα δεν είχε δουλειά και θα την εκμεταλλευόταν όπως νόμιζε καλύτερα, δηλαδή μόνος, με συντροφιά τα φαντάσματά του. Είχε πάψει από καιρό να φοβάται εκείνα που υποτίθεται πως υπήρχαν κάτω από τα κρεβάτια ή μέσα στις ντουλάπες. Είχε ανακαλύψει ,δίχως κόπο, πως τα πιο τρομακτικά ελλόχευαν μέσα στο μυαλό του και καρτερούσαν, οποιαδήποτε στιγμή, να βγουν και να του μιλήσουν. Για την ακρίβεια να μονολογήσουν, εκείνος απλώς τα άκουγε. Όχι πως είχε σηκώσει εξ' αρχής άσπρη σημαία, παλιότερα προσπαθούσε να κάνει συζήτηση, αλλά άκαρπα. Δεν έβαζαν μυαλό, σα να είχαν μπαμπάκι στα αυτιά τους, αν υποθέσει κανείς πως τα φαντάσματα έχουν αυτιά και,γενικά, μορφή.
Σηκώθηκε για να πλύνει τα δόντια του. Δεν το έκανε αυτό αν δεν περνούσαν τουλάχιστον δύο ώρες αφότου είχε ξυπνήσει, για τον πολύ απλό λόγο πως τόσο του χρειαζόταν για να σηκωθεί από το κρεβάτι του. Δεν είχε κάποιο θέμα που να μην του επέτρεπε να κουνάει ελεύθερα τα άκρα του ή κάτι τέτοιο. Πολύ απλά, απολάμβανε τον μοναδικό ρεμβασμό που θα είχε μέσα στην μέρα. Γιατί όταν έπινε τα πρωινά του ποτά δεν σκεφτόταν τίποτα, απλώς απολάμβανε τη στιγμή. Αστείο πράγμα, χαχα, αστείο. Απολάμβανε τη στιγμή, την ίδια στιγμή που αμφέβαλε αν απολάμβανε την ίδια του τη ζωή.
Κοιτάχτηκε στον καθρέπτη και χαμογέλασε. Τα δόντια του τα είχε ακόμη, παρά το γεγονός πως ξερνούσε μέρα παρά μέρα, τουλάχιστον μια φορά. Τα μάγουλά του ήταν συνεχώς κόκκινα και φουσκωμένα, σαν χάμστερ άτριχο. Είχε ξεθωριάσει λίγο το χρώμα του δέρματός του. Αναπολούσε τις στιγμές που ένιωθε γεμάτος. Πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε; Σίγουρα τρία. Ή μήπως τέσσερα; Δεν το γνώριζε με σιγουριά. Τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να αραιώνουν, απόρροια της έλλειψης βιταμινών και ιχνοστοιχείων, αλλά και μιας καταραμένης κληρονομικότητας. Είχε πάψει να τρώει σωστά εδώ και καιρό. Το στομάχι του δεν άντεχε πολλά πολλά πλέον. Ούτε λεφτά είχε αρκετά για να αγοράζει τα απαραίτητα κάθε εβδομάδα, καθώς όσα του απέμειναν αφού ξεπλήρωνε τους λογαριασμούς και τα σχετικά, τα έδινε στα ,γεμάτα με αργή αυτοκτονία, μπουκάλια. Δεν τον πείραζε, όμως. Μέσα σε όλη αυτή την σκοτοδίνη αισθανόταν, κατά ένα μυστήριο τρόπο, εντάξει.
Το σπίτι του ήταν ένα μαύρο χάλι. Όλα ανάκατα, παντού σκουπίδια, στο νεροχύτη μια στοίβα άπλυτα. Περπατούσε σταθερά ακόμη, δεν τρέκλιζε. Στις αρχές οι πονοκέφαλοι ήταν επίπονοι και αφόρητοι, αλλά τους συνήθισε και αυτούς. Κατευθύνθηκε προς το λάπτοπ του, το άνοιξε και έβαλε ένα τυχαίο κομμάτι να παίζει. Δεν άκουγε κάποιο συγκεκριμένο είδος μουσικής, ήθελε μονάχα να μην επικρατεί ησυχία στο σπίτι του. Έστριψε ένα τσιγάρο και το κάπνισε νωχελικά, όπως νωχελικός καθόταν και σταυροπόδι , προσπαθώντας να κάνει κυκλάκια με τον καπνό. Κοίταζε το ταβάνι και παρατήρησε πως σε μια γωνία είχε μούχλα. Δεν τον ένοιαξε καθόλου, άλλωστε δεν ήταν δικό του το σπίτι, το νοίκιαζε.
Πίεσε τον εαυτό του να σηκωθεί πάλι, για να κατουρήσει. Αλλά γιατί; Τι θα άλλαζε αν σηκωνόταν όρθιος; Σίγουρα όχι ο κόσμος. Ο κόσμος. Δεν το απογοήτευε, ούτε ένιωθε κάποιο κακό συναίσθημα για αυτόν. Μόνο μια μικρή απάθεια και αδιαφορία. Κάποτε είχε και φίλους, οι οποίοι έγιναν κολλητοί στη συνέχεια. Είχαν καταλάβει τι περίπου έπαιζε με αυτόν και προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν. Τους καθησύχαζε λέγοντάς τους πως ήταν μια χαρά και πως δεν χρειαζόταν να ανησυχούν για εκείνον. Δεν θα πάθαινε τίποτα όσο αυτοί ήταν στο πλάι του και όσο το λειψό κεφάλι του ήταν στη θέση του. Και η κοπέλα του- . Δεν είχε. Με το αντίθετο φύλο δεν τα πήγαινε πολύ καλά. Όσο θράσος και θάρρος και αυτοπεποίθηση είχε στους άλλους τομείς, τόσο πιο άχαρος ένιωθε στον συγκεκριμένο. Είχε κάνει βέβαια τις προσπάθειές του αλλά τίποτα σημαντικό. Αλλά δεν τα παρατούσε, δούλευε πάνω στον εαυτό του συνεχώς, ήθελε να αλλάξει, να γίνει καλύτερος, παρά τις μικρές παρεκκλίσεις . Ίσως αυτός, σκεφτόταν, να είναι ο λόγος που πίνω, να είμαι πιο χαλαρός και συγκρατημένος, για να ανταπεξέλθω πιο επάξια στις προσδοκίες τους.
Μυαλό είχε. Και ενδιαφέροντα είχε. Και κομματάκι έξυπνος ήταν. Αλλά αυτά δεν αρκούν και τόσο για τις κοπέλες, τουλάχιστον σε πρώτο βαθμό. Δεν ήταν θρασύς, ούτε έπαιρνε ιδιαίτερα ρίσκα. Κατά κάποιο τρόπο ήταν ρομαντικός, αλλά πάνω από όλα δειλός και με χαμηλή αυτοεκτίμηση. Και την καλύτερη εντύπωση δεν μπορούσε να την δώσει εξ αρχής. Έπρεπε να νιώθει καλά με το περιβάλλον του, να συνηθίσει λίγο τον άλλον και να μάθει κάποια πράγματα γι αυτόν. Κατά μια έννοια φοβόταν. Ο φόβος τον κυνηγούσε από μικρό παιδί και τον καταδίωκε σαν ένας ντετέκτιβ κάποιον εγκληματία που κυνηγάει για μήνες. Παρομοίαζε τον εαυτό του με εγκληματία και δεν ήξερε γιατί. Ίσως για να νιώθει κομματάκι σημαντικός.
Ωστόσο, υπήρχε ένα μέρος στο οποίο ένιωθε την μέγιστη ελευθερία και κυριαρχία του εαυτού του: η κιθάρα του. Μικρό και αθώο ψεματάκι το γεγονός πως δεν τον ενδιέφερε η μουσική. Τον ενδιέφερε και τον παραενδιέφερε. Μόνο τα πρωινά δεν του κινούσε και πολύ το ενδιαφέρον, μεταξύ έξι και έντεκα. Στις έντεκα και ένα ακριβώς έπιανε το όργανό του και του έκανε έρωτα. Όχι την κιθάρα του, το άλλο, που βρίσκεται ανάμεσα στα πόδια ενός άνδρα. Με αργές και ήρεμες κινήσεις στην αρχή, με γρήγορες και βίαιες κινήσεις στην αποκορύφωση, στη διάρκεια της οποίας, μερικές φορές, κρατούσε την ανάσα του. Είχε πάντα ένα ρολό χαρτιού υγείας δίπλα του για να σκουπίζεται. Μετά πήγαινε να πλύνει τα χέρια του και επέστρεφε στην προηγούμενη θέση.
Είχε πάει δώδεκα. Τρίτο ποτό. Τι ποτό; Αναλόγως την διάθεση. Συνήθως έπινε τζιν, για να μην βρωμάει ιδιαίτερα η ανάσα του όταν θα αναγκαζόταν να βγει έξω. Και πότε έβγαινε έξω; Σίγουρα όταν δούλευε, ήτοι τα βράδια. Και καμία φορά το μεσημέρι, όταν θα έπρεπε να πάει στο σούπερ μάρκετ. Και κάποιες φορές με τους φίλους του. Αυτά σε γενικές γραμμές.
Αναρωτιόταν αν οι γονείς του ήταν περήφανοι γι 'αυτόν. Κάποτε σίγουρα ήταν, πιο παλιά, μέχρι την περίοδο που σπούδαζε. Μετά δεν ασχολήθηκε με το αντικείμενο του, αλλά χάραξε δικιά του πορεία. Φαντάστηκε πως θα τον μίσησαν λίγο τότε, παρόλο που τον επιβεβαίωσαν πως θα στήριζαν κάθε επιλογή του. Είχε καιρό να μιλήσει μαζί τους. Άδραξε το τηλέφωνο και πήρε την μητέρα του. Θα ήταν ξύπνια εκείνη την ώρα. Τουυυυ,τουυυυ.τουυυ....Ναι; Έλα μητέρα, τι κάνεις; Μια χαρά και εγώ! Δεν ενοχλώ έτσι; Ω, όχι, τώρα ξύπνησα γι'αυτό ακούγομαι έτσι. Α, έτσι πήρα, να δω τι κάνετε. Ο μπαμπάς; Για δουλειές; Ωραία. Τι; Ναι, παίζω αυτό το Σαββάτο στο μαγαζί. Ναι, πες της να έρθει να με δει αν είναι στην πόλη, θα χαρώ πολύ. Εντάξει μαμά, σε κλείνω. Ναι μαμά, και εγώ σε αγαπάω. Αντίο!
Στη μία ήρθαν για τα κοινόχρηστα. Άνοιξε και τους έδωσε τα χρήματα. Πάντα φύλαγε τα χρήματα για τους λογαριασμούς. Δεν ήθελε να χρωστάει σε κανέναν εκτός από τον εαυτό του. Γιατί του χρωστούσε του άτιμου πάρα πολλά. Ζούσε με την πεποίθηση πως κάποτε θα του τα ξεπλήρωνε όλα. Τα πάντα. Κάποια στιγμή θα γινόταν και αυτό. Προς το παρόν, έπρεπε να βάλει το τέταρτο ποτό. Τώρα ήταν μουδιασμένο ένα μέρος του εγκεφάλου του. Θα έπρεπε να σταματήσει την κατάχρηση κάποια στιγμή, αλλά μέχρι να ξερνούσε αίμα δεν θα το έκανε. Ήταν άνθρωπος των άκρων και έτσι θα πέθαινε. Ήταν στον χαρακτήρα του και δυσκολευόταν να το αποβάλλει.
Κατά τις δύο σταμάτησε να πίνει. Το τηλεφώνημα στην μητέρα του άλλαξε κάπως την διάθεσή του. Αποφάσισε να μαγειρέψει. Μακαρόνια με σάλτσα, κάτι απλό αλλά νόστιμο. Τα έφαγε με βουλιμία, πράγμα ασυνήθιστο. Έπλυνε και τα πιάτα μετά. Αποφάσισε να συγυρίσει κιόλας. Γιατί τα έκανε όλα αυτά, αφού δεν περίμενε κανέναν. Ούτε ο ίδιος γνώριζε, αλλά δεν σταμάτησε. Μετά από αρκετή ώρα και κούραση, τα κατάφερε. Το σπίτι του έλαμπε. Χαμογέλασε και άναψε ένα ακόμη τσιγάρο.
Μετά από πάρα πολύ καιρό του ήρθε η όρεξη να διαβάσει κάτι. Βιβλία δεν είχε στο σπίτι του, όσα είχε διαβάσει τα είχε δανειστεί από το δανειστικό τμήμα της βιβλιοθήκης της πόλης του. Να πήγαινε εκεί άραγε να δανειστεί τίποτα; Μετά από λίγη σκέψη, αυτό αποφάσισε να κάνει. Πρώτα έπρεπε να πλυθεί και να σενιαριστεί , για να μην τρομάξει τους καημένους τους ανθρώπους. Ξεντύθηκε και με πηδηματάκια μπήκε στην ντουζιέρα.
Τον νερό έπεφτε σαν βροχή πάνω στο πρόσωπό του. Έτριψε τα μαλλιά του και μετά το σώμα του. Έπειτα ξεπλύθηκε. Πρώτα στο σώμα, στη συνέχεια στο κεφάλι. Όταν οι τελευταίες σαπουνάδες από το κεφάλι έπεσαν στο έδαφος, έφερε τα χέρια του στα μάτια του και άρχισε να τα τρίβει, γιατί είχε μπει λίγο σαμπουάν μέσα. Έτριψε και έτριψε και η σαπουνάδα έφυγε. Αλλά συνέχισε να τρίβει. Και τότε άρχισε να κλαίει.  Πάψε, πάψε, έλεγε στον εαυτό του. Αλλά το ήρεμο κλάμα μετατράπηκε σε αναφιλητό. Κούρνιασε στην γωνία της ντουζιέρας και μαζεύτηκε σε εμβρυϊκή στάση. Δεν ήξερε γιατί συνέβαινε πάλι. Δεν ήξερε γιατί έκλαιγε τόσο συχνά. Δεν γνώριζε τον λόγο και αυτό ήταν το χειρότερο.
Στάθηκε στα γόνατά του, σκουπίστηκε στα γρήγορα και έτρεξε να πάρει την κιθάρα του. Έπαιξε μέχρι να ματώσουν οι ρώγες των δακτύλων του. Όλα θα πήγαιναν καλά, όλα θα ήταν εντάξει. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και κούνησε το κεφάλι του. Όχι, όχι σήμερα. Ποτέ ξανά δεν θα γίνει. Ένας φοίνικας-. Φοίνικας; Άρχισε να παίζει διάφορες συγχορδίες οι οποίες κατέληξαν σε τραγούδι. Επιτέλους, είχε φτιάξει ένα τραγούδι. Στα εικοσιοκτώ τα είχε καταφέρει. Ένα δικό του τραγούδι! Το όνειρο της ζωής του. Τόσα νυχτοκάματα και δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει και να τα καταφέρει! Τώρα έπρεπε να γράψει στίχους. Ναι, ένα τραγούδι. Ίσως και άλλα, γιατί όχι; Μπορεί ένα ντέμο, ίσως και ένας δίσκος. Ένα βίντεο στο Youtube. Είχε προοπτικές, αρκετές! Και ίσως τα κλάματα και όλα αυτά να συνέχιζαν. Όμως κάτι νέο άρχιζε: μια νέα προοπτική που μπορεί να οδηγούσε σε μια νέα ζωή. Ναι, ναι, μια νέα ζωή.
Με γοργές κινήσεις ντύθηκε και βγήκε έξω, στον ήλιο. Είχε κάψα , αλλά δεν τον ακουμπούσε. Γιατί η κάψα που είχε στην ψυχή του εκείνη την στιγμή ήταν πολύ πιο δυνατή και από το πιο καυτό αστέρι. Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, αυτό πίστευε με όλη του την καρδιά. Η μοίρα τα φέρνει κουτσά-στραβά όπως αυτή μόνο ξέρει, αυτό πίστευε με όλη του την καρδιά. Στη βιβλιοθήκη, λοιπόν. Ένα τραγούδι λοιπόν. Κάτι. Είχε κάτι επιτέλους! Μαμά, μπαμπά, κοιτάχτε με! Έχω κάτι και εγώ να δείξω! Επιτέλους!, φώναξε και άρχισε να τρέχει. Σε λίγο, σε πολύ λίγο, στα σίγουρα! Θα το δείτε! Αυτό φώναζε. Και συνέχισε να τρέχει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...