Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Περασμένες ζωές (7)



Στεκόταν στην μέση του βιβλιοπωλείου και περίμενε. Έξω έβρεχε δυνατά και δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Δεν τον πείραζε. Ένιωθε κουρασμένος και ήταν ιδανική συνθήκη. Πληρωνόταν και δεν έκανε, ουσιαστικά,  τίποτα, κορόιδευε τον καπιταλισμό, τα αφεντικά- τέτοιες χαζομάρες σκεφτόταν για να διασκεδάσει την πλήξη του. Κοίταξε το ρολόι του, έκανε έναν κύκλο μέσα στο μαγαζί και στάθηκε πρώτα στην ποίηση. Εκεί βρισκόντουσαν οι δύο ποιητικές συλλογές που είχε εκδώσει, πριν πιάσει δουλειά στο βιβλιοπωλείο- ''Παρένθεση'' και ''Είναι όμορφα εδώ, τελικά'' οι τίτλοι τους. Αν δεν δούλευε εκεί, δεν θα ήταν τώρα στα ράφια, μιας και δεν ήταν ευπώλητα και δεν ήταν κάποιος γνωστός. Τον χαροποιούσε το γεγονός πως τουλάχιστον υπήρχαν εκεί τα βιβλία αυτά, για όποιον τυχόν ενδιαφερόταν. Μετά, στάθηκε στην Ελληνική Πεζογραφία και εντόπισε το μυθιστόρημα που είχε εκδώσει, περίπου μισό χρόνο αφού έπιασε δουλειά στο βιβλιοπωλείο- ''Η επανάσταση της μοναξιάς'' ήταν ο τίτλος του. Και αυτό υπήρχε στα ράφια, για τον ίδιο λόγο που υπήρχαν και οι ποιητικές συλλογές του. Και σε σχέση με άλλους, νέους και άσημους συγγραφείς, πήγαιναν καλούτσικα. Που και που θα κέντριζαν το ενδιαφέρον κάποιου πελάτη και θα τα αγόραζε. Σπάνια έλεγε πως ήταν δικά του, θα θέλατε να τα υπογράψω, ναι, ναι, εγώ τα έγραψα, ευχαριστώ πολύ! Δεν ήταν καλός με την διαφήμιση και ντρεπόταν αρκετά να προωθήσει τον εαυτό του, άλλωστε τις περισσότερες φορές δεν έπιανε κιόλας. Γνώριζε πως κάτι καλό υπήρχε εκεί μέσα, κάτι που άξιζε να διαβαστεί, αλλά πως τα θέματα που έπιανε ήταν λίγο περίεργα, λίγο απαισιόδοξα, λίγο ιδιαίτερα και γνώριζε πως ακόμα είχε δρόμο για να γράψει κάτι, κατά μια έννοια, σπουδαίο, αν τυχόν τα κατάφερνε ποτέ.
Τι λέει ρε Μήτσο; Πες κάνα νέο... ακούστηκε μια φωνή στα αριστερά του. Ήταν ο Δημοσθένης, συνάδελφός του, μεγαλύτερης ηλικίας, που βολόδερνε επίσης.
Τι να πει; Βαρεμάρα. Να σταματήσει τουλάχιστον η βροχή μέχρι να φύγουμε, απάντησε ο Δημήτρης, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του.
Αυτό ξανά πες το. Μην φάω και καμιά βούτα με το μηχανάκι στον δρόμο.
Αύριο ρεπό ε;
Ναι.
Τι θα κάνεις;
Θα ξεκουραστώ. Αν και έχω κάτι δουλειές. Πρέπει να πάω να δω και για το ρεύμα, γιατί...
Συνέχισαν λίγο ακόμα την κουβέντα. Το τηλέφωνο χτύπησε και ο Δημήτρης πήγε να το σηκώσει. Μια δυσαρεστημένη πελάτισσα, για μια παραγγελία που καθυστέρησε μια μέρα παραπάνω από την υποσχόμενη και την περίμενε. Ο Δημήτρης την άκουσε, συμφώνησε μαζί της, την κατανόησε απόλυτα, μα, δυστυχώς δεν μπορούσε να κάνει κάτι εκείνη την στιγμή και θα μιλούσε με τον αρμόδιο συνάδελφο το επόμενο πρωί. Πόσο ήθελε να την σιχτιρίσει, να βγάλει πάνω της όλο το άχτι του! Να την κάνει να πληρώσει για όλους τους πελάτες που παραπονιόντουσαν για το παραμικρό και που νόμιζαν πως ήταν οι άρχοντες του σύμπαντος και δεν μπορούσαν να δείξουν μια υποτυπώδη κατανόηση, λες και ο Δημήτρης και οι υπόλοιποι συνάδελφοί του θέλαν να ακούνε την γκρίνια τους, λες και έφταιγαν εκείνοι για τα πάντα, οι απλοί εργαζόμενοι που έκαναν απλά την δουλειά τους όσο καλύτερα μπορούσαν υπό τις συνθήκες που εργάζονταν. Η κλήση τελείωσε, ο Δημήτρης άφησε το τηλέφωνο κάτω και μίλησε με την Αναστασία, την ταμία. Μετά αποσύρθηκε πάλι στον εαυτό του. Κάποια μέρα θα τα καταφέρω...αν επιμείνω, μια μέρα θα τα καταφέρω και θα ξεφύγω από όλα αυτά ή θα ενδώσω τελικά και όλα θα πάρουν τον δρόμο τους.
Όταν έφτασε στο διαμέρισμά του, έβγαλε τα ρούχα και μπήκε για μπάνιο. Έφαγε του σκασμού, γιατί είχε ξεχάσει να πάρει φαγητό στην δουλειά. Μετά διάβασε, προσπάθησε να γράψει, όλα μάταια, το κεφάλι του ήταν καζάνι, παραιτήθηκε και έπεσε ξερός για ύπνο. Σήμερα τίποτα, για να δούμε αύριο... σκέφτηκε.

Η πόρτα στο ιατρείο έκλεισε για τελευταία φορά από πελάτη για εκείνη την μέρα. Η Αλίκη και η Ρεβέκκα κάθισαν εξουθενωμένες στις καρέκλες και έτριβαν τα μάτια τους.
Ένα ακόμα σκυλάκι τα κατάφερε χάρη σε εμάς, ε Αλίκη;
Αυτό δεν ήταν σκυλάκι, Ρεβέκκα, αυτό ήταν αρκούδα!
Τα αγαπάω τα Αγίου Βερνάρδου! Άντε, πάμε να αλλάξουμε να φύγουμε. Α, για να μην το ξεχάσω, μίλησα με την Ελευθερία πριν. Είναι πολύ ευχαριστημένη μαζί σου!
Χαίρομαι! είπε η Αλίκη και χαμογέλασε.
Πως το βλέπεις; Έχεις πέντε μήνες εδώ. Θέλεις να μείνεις μαζί μας και άλλο;
Έτσι σκέφτομαι! Πιστεύω πως έχω πολλά ακόμα να μάθω εδώ μέσα! Αλλά κοιτάζω ένα βήμα την φορά.
Ό,τι και να επιλέξεις, είμαι σίγουρη πως θα πετύχεις!
Αποχαιρετήθηκαν και η κάθε μια πήρε τον δικό της δρόμο. Η Αλίκη ένιωθε κουρασμένη και παράλληλα την διακατείχε ένα συναίσθημα πληρότητας. Μετάνιωσε μόνο που δεν πήρε ομπρέλα. Είχε δει τον καιρό, αλλά πίστευε πως θα έκανε συννεφιά και τίποτα παραπάνω. Περπατούσε προσεκτικά, για να μην βραχεί, κάτω από οτιδήποτε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν σκέπαστρο. Περίμενε στο φανάρι για να περάσει απέναντι. Ένα αμάξι πέρασε με ταχύτητα και κόντεψε να την κάνει μούσκεμα. Πήρε βαθιά ανάσα και συγκρατήθηκε. Δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου, σκέφτηκε, πάει και το μπάνιο για σήμερα, χαχαχα.
Όταν μπήκε στο διαμέρισμά της, έβγαλε όλα τα ρούχα και τα πέταξε μέσα στο καλάθι με τα άπλυτα. Έκανε μπάνιο και ετοίμασε κάτι να φάει. Μετά, χάζεψε λίγο στο κινητό και είδε μια ταινία. Έπεσε για ύπνο, νιώθοντας γεμάτη. Δεν έκανε κάποιον απολογισμό της μέρας ή κάτι σχετικό. Θεωρούσε πως όλα είχαν πάρει μια σειρά, όπως έπρεπε, και αυτό της ήταν αρκετό.

-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

αδιέξοδα

έχεις χαθεί και σε ψάχνω
σε στενά που δεν βγάζουν πουθενά
μα, αυτά τα αδιέξοδα μου φαίνονται πως
έχουν μια διέξοδο, τελικά.
κάποτε διάβασα το Συμπόσιο του Πλάτωνα
και μου φάνηκε πολύ όμορφη εκείνη η θεώρηση
που το ένα πλάσμα χωρίστηκε σε δύο πανομοιότυπα 
και από κει και πέρα
ψάχνουν μοιραία να βρουν το άλλο τους μισό-
πολύ κουτσουρεμένη περίληψη
αλλά δεν με πειράζει, δεν είμαι καλός σε αυτά.
ίσως το άλλο μας μισό να είναι μύθος
για να έχουμε να ελπίζουμε σε κάτι
και να κοιμόμαστε κάπως καλύτερα τα βράδια.
το έχω συνηθίσει πια
αν και με πειράζει ακόμα
γιατί έχεις αργήσει πολύ και δεν είναι παρήγορο
να επισκέπτεσαι συνέχεια άλλους
και όχι το δικό μου σπίτι.
δεν έχεις ιδέα πόση σκόνη έχει μαζέψει
και πόσες αλλαγές χρειάζεται
αλλά η πόρτα είναι ακόμα ανοιχτή
και σε περιμένει.
γιατί έχεις χαθεί και σε ψάχνω.
και θα ήταν όμορφο να έρθεις
έστω λίγες στιγμές
πριν πεθάνω.
-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

πριν τρελαθώ τελείως...

...θα ήθελα να καταφέρω να γράψω
κάνα δυο καλά ποιήματα
και μερικές όμορφες ιστορίες.
δεν ζητάω πολλά, νομίζω.
μόνο που δεν ξέρω 
αν θα τα καταφέρω ποτέ
και αν αυτό θα γίνει
έγκαιρα.
γιατί
ίσως έχω τρελαθεί ήδη και βιώνω
μια ψευδαίσθηση
για χιόνια στο καμπαναριό
για ατελείωτα, καταπράσινα λιβάδια
για σειρήνες στην θάλασσα
και μια ζωή τόσο απλή
τόσο επαρκής
και τόσο υπέροχη.
αλλά δεν θα υποκύψω 
στις δεύτερες σκέψεις μου.
όχι ακόμα, τουλάχιστον.
- Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Περασμένες ζωές (6)



Το νερό σταμάτησε να τρέχει και ο Δημήτρης σηκώθηκε από τον καναπέ και άνοιξε την πόρτα του μπάνιου. Η Αλίκη σκούπιζε τα μαλλιά της με μια πετσέτα και εκείνος της χαμογελούσε.
Έχω αργήσει; τον ρώτησε και του χαμογέλασε πίσω.
Όχι, όχι, μην αγχώνεσαι. 
Θα βαφτώ, θα κάνω τα μαλλιά και είμαι έτοιμη.
Άρα να υπολογίσω κάνα δίωρο ακόμα;
Μμμμ, αστείε! Εσύ είσαι έτοιμος;
Ρούχα θέλω να αλλάξω μόνο. Οπότε, θα σε περιμένω.
Ήταν στο σπίτι του Δημήτρη. Θα έβγαιναν διπλό ραντεβού με τον Ορέστη και την κοπέλα του. Ο Δημήτρης είχε πει στους φίλους του για την Αλίκη, αλλά δεν την είχε γνωρίσει κανένας τους. Θα έκανε την αρχή με τον Ορέστη και μετά σιγά-σιγά με τους υπόλοιπους, που είχαν μια κάποια αγωνία. Ο Δημήτρης είχε άγχος. Μπορεί να ήταν μαζί ένα εξάμηνο, αλλά ποτέ του δεν είχε κοπέλα για να κάνει κάτι παρόμοιο. Πως έπρεπε να συμπεριφερθεί μπροστά στον φίλο του; Ήταν λίγο προβληματισμένος. Όταν, όμως, είδε την Αλίκη, κάθε περιττή σκέψη αμέσως απομακρύνθηκε από το κεφάλι του. Την πλησίασε, την αγκάλιασε και έμεινε εκεί, πρόσωπο με πρόσωπο.
Ωραίο αυτό που κάνεις, Δημήτρη μου, αλλά έτσι όντως θα αργήσουμε, παραπονέθηκε η Αλίκη χαριτωμένα.
Δεν πειράζει, ο Ορέστης πάντα αργεί.
Ναι, αλλά θα είναι και η κοπέλα του. Και εγώ δεν θέλω να δώσω άσχημη εντύπωση για πρώτη φορά.
Πίστεψε με, θα δώσεις την καλύτερη εντύπωση. Για να σε δω!
Μόλις βγήκα από το μπάνιο. Υπομονή!
Δεν χορταίνω να σε βλέπω!
Πονηρέ!
Την φίλησε και την άφησε να συνεχίσει την προετοιμασία της. Μένοντας πάλι μόνος, πήγε στην μικρή βιβλιοθήκη του και, αφού χάζεψε λίγο τα ίδια και τα ίδια βιβλία, πήρε στα χέρια του ένα. Ήταν το Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα, του Λειβαδίτη. Η αγαπημένη του ποιητική συλλογή. Σε πόσους την είχε προτείνει άραγε στην δουλειά; Πόσοι την διάβασαν και πόσοι πραγματικά την ένιωσαν, όπως εκείνος; Αγαπούσε την ποίηση του Λειβαδίτη και την θεωρούσε πολύ σημαντική, τόσο για τον ίδιο όσο και για την ανθρωπότητα. Ξεφύλλισε λίγο το βιβλίο και έπεσε πάνω στον εξής στίχο: "Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ. Καὶ μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε γιὰ λίγο''. Έμεινε εκεί, με το βιβλίο ανοιχτό στα χέρια του. Το έκλεισε και το άφησε πάλι στην θέση του. Πήγε στο μπάνιο. Η Αλίκη είχε στεγνώσει τα μαλλιά της και τα ίσιωνε με την μασιά. Ένα αίσθημα γαλήνης τον κυρίεψε, λες και βίωνε ένα υπέροχο όνειρο, από το οποίο δεν ήθελε να ξυπνήσει. Ήταν έτοιμος να της πει πόσο ερωτευμένος ήταν μαζί της. Πόσο σημαντική ήταν γι' αυτόν. Παρόλο που γνωρίζονταν μόνο τόσο λίγο καιρό, ένιωθε και βίωνε πρωτόγνωρα πράγματα. Αλλά το μετάνιωσε. Είναι πολύ νωρίς, σκέφτηκε, πάρα πολύ νωρίς, δεν το έχεις ξαναζήσει αυτό και είσαι ενθουσιασμένος, μην την τρομάξεις, όπως τις άλλες, πριν καν γίνει το οτιδήποτε, τις έδιωχνες, όλα θέλουν τον χρόνο τους, όλα θέλουν τον χρόνο τους. Η Αλίκη τον έπιασε με την περιφερειακή της όραση, αλλά δεν γύρισε το κεφάλι.
Έγινε κάτι;
Όχι, όχι. Μην αγχώνεσαι. 
Ωραία!
Εκείνος ο στίχος, όμως! Πήγε πάλι στην βιβλιοθήκη, έβγαλε το βιβλίο και τον διάβασε, ξανά και ξανά, και μερικούς ακόμα... Μέσα το μπάνιο, ετοιμαζόταν η Αλίκη, η κοπέλα του, ο άνθρωπός του. Ήταν ερωτευμένος μαζί της, μάλλον την αγαπούσε και ήλπιζε πως και εκείνη θα ένιωθε το ίδιο πράγμα. Ωστόσο, δεν του είχε πει κάτι ακόμα τουλάχιστον. Και δεν ήθελε να την χάσει, ανοίγοντάς την καρδιά του τόσο βαθιά, τόσο νωρίς. 
Πάμε; του είπε μετά από μισή ώρα, μην αργ-.Καλέ, ακόμα δεν είσαι έτοιμος;
Ο Δημήτρης κοίταξε κάτω και συνειδητοποίησε πως είχε ξεχαστεί τελείως. Έπρεπε να βιαστεί!
Το μαγαζί που είχαν κλείσει τραπέζι είχε την ονομασία L'albero και ήταν στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Έφτασαν πρώτοι, πέντε λεπτά πριν την κράτηση και κάθισαν. Λίγο μετά έφτασε και ο Ορέστης με την κοπέλα του και ο Δημήτρης τους σύστησε την Αλίκη. Ο Ορέστης του έκλεισε κρυφά το μάτι και χαμογέλασε. Είδαν το μενού, παρήγγειλαν, έπιασαν την κουβέντα και τις πρώτες γνωριμίες, από που είσαι, με τι ασχολείσαι και τα σχετικά. Κάποια στιγμή, ο Δημήτρης βγήκε για τσιγάρο και ο Ορέστης τον συντρόφευσε, για να τα πούνε, Ας αφήσουμε και τις γυναίκες λίγο μόνες, είπε και όλοι στην παρέα γέλασαν.
Από κοντά είναι πιο ωραία! είπε στον Δημήτρη, με το που στάθηκαν έξω. Τι χάρη σου χρωστάει; Χαχαχα.
Τι περίμενες ρε; Ο Δον Ζουάν της Θεσσαλονίκης; Χαχαχα.
Φαίνεται πολύ εντάξει! Χαίρομαι ρε μαλάκα! Άντε, επιτέλους!
Ο Δημήτρης κοκκίνισε και κοίταξε το έδαφος.
Τι έγινε; Μας έπιασαν οι ντροπές; του είπε και τον έπιασε από τους ώμους, σφίγγοντάς τον δυνατά. Ο Δημήτρης ρούφηξε το τσιγάρο και κράτησε για λίγο τον καπνό μέσα. Όταν τον φύσηξε, ένα θερμό συναίσθημα διαπέρασε το σώμα του. Ένιωθε...όμορφα. Του άρεσε να νιώθει όμορφα! Και ήξερε πως έπρεπε να κρατήσει εκείνες τις στιγμές για πάντα μέσα στην καρδιά του και να μην τις αφήσει να χαθούν ποτέ, ακόμα και αν όλα πήγαιναν στράφι.
Είναι όαση στην μέση της ερήμου μου, είπε στον Ορέστη και γέλασε.
Αν αρχίσεις τις μαλακίες σου, θα σηκωθώ να φύγω!
Και που θα βρεις καλύτερα; Χαχαχαχα. Άραξε. Πάμε μέσα;
Κιόλας; Άτιμε, δεν κρατιέσαι, ε;
Πάψε, σαχλέ!
Ο Ορέστης μπήκε πρώτος. Ο Δημήτρης έριξε το τσιγάρο κάτω, το πάτησε με το παπούτσι και κοίταξε φευγαλέα το φεγγάρι. Είχε πανσέληνο. Χαμογέλασε και μπήκε μέσα.

- Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)


 

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Περασμένες ζωές (5)

 

Το ξυπνητήρι χτύπησε και ένα δάχτυλο σύρθηκε στην οθόνη και το έκλεισε. Το δεύτερο ξυπνητήρι είχε την ίδια μοίρα. Και το τρίτο. Τελικά, ο Δημήτρης άνοιξε τα μάτια του χωρίς ξυπνητήρι πια και κοίταξε την ώρα: έντεκα. Δεν τον ένοιαξε. Μπορεί να ήταν στο έκτο εξάμηνο, να χρωστούσε δεκαπέντε μαθήματα, αλλά το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να σηκωθεί από το κρεβάτι του και να πάει στην σχολή. Για εκείνη την μέρα, είχε τέσσερα μαθήματα να παρακολουθήσει και όλα του έτους του. Έστειλε μήνυμα στον Θανάση για να του πει οτι θα φωτοτυπήσει τις σημειώσεις του, άφησε το κινητό κάτω, γύρισε πλευρό, έκλεισε πάλι τα μάτια του και αποκοιμήθηκε. Δεν έφταιγε το γεγονός οτι είχε βγει το προηγούμενο βράδυ και είχε γυρίσει αργά. Ήταν από εκείνες τις περιόδους που δεν είχε όρεξη για τίποτα σχεδόν. Το μόνο που τον γέμιζε ήταν το γράψιμο. Δεν πήγαινε πολύς καιρός που το είχε ξεκινήσει, ωστόσο ένιωθε πως ήταν το μόνο που του έδινε ζωή και θέληση να συνεχίζει- έναν σκοπό, θα έλεγε κανείς. Φυσικά, ενδιαφερόταν για την σχολή του και θα διάβαζε για την εξεταστική και όλα τα σχετικά, αλλά, πέρα από αυτό, βίωνε μια μεταβατική περίοδο. Αναλογιζόταν πάλι τις επιλογές του, τα λάθη του, τα σωστά του και προσπαθούσε να βγάλει ένα νόημα για όλα. Ένα κεφάλι μόνο διέθετε και αυτό ήταν λειψό, έτσι πίστευε. Αλλά δεν τα παρατούσε. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα έβρισκε την λύση και θα τα κατάφερνε,  όπως πάντα, αυτό πίστευε. 
Όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι, ήταν μεσημέρι. Έφαγε και χάζεψε στο laptop. Μίλησε με τους γονείς του, είπαν τα νέα τους, τους διαβεβαίωσε πως πήγε στα μαθήματα και είχε μόλις γυρίσει και πως όλα ήταν εντάξει. Όταν έκλεισε το κινητό, άρχισε να κλαίει. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και εκείνος καθόταν στην καρέκλα του και τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. Αναρωτιόταν τι πήγε λάθος, ποιος θεός ήταν υπαίτιος για όσα τραβούσε, αφού, σε γενικές γραμμές, ήταν μια χαρά τα πράγματα στη ζωή του, ήταν πιο τυχερός από πολλούς, αλλά γιατί ένιωθε αυτό το κενό, γιατί του είχαν φερθεί εκείνοι έτσι όταν ήταν μικρός, μακάρι να μπορούσε να γυρίσει στα παλιά, μακάρι να... μακάρι να...μακάρι να...
Ένα τηλεφώνημα διέκοψε τις σκέψεις του. Ήταν ο Ορέστης, ο φίλος του, τον πήρε έτσι, για να μιλήσουν, πηγαίνοντας προς την σχολή του. Ο Δημήτρης ήθελε να του ανοιχτεί, να του πει ό,τι τον προβλημάτιζε, ό,τι τον απασχολούσε, ο Ιάκωβος, άλλωστε, ήταν από τους καλύτερους φίλους του. Αλλά δεν το έκανε. Ήξερε πως θα του περάσει. Όλα περνάνε, άλλωστε, μέχρι να έρθουν τα επόμενα και, ακόμα και τότε, πάλι θα περάσουν. Του αρκούσε μόνο που είχε κάποιον άνθρωπο που ήταν βέβαιος πως θα ήταν δίπλα του όταν θα τον χρειαζόταν, έναν δικό του άνθρωπο. Γιατί είχε τους φίλους του. Είχε την οικογένεια του. Είχε την υγεία του, σε ένα βαθμό. Είχε, όντως, πολλά για να τον στηρίζουν. Όταν έκλεισαν, πήρε μια βαθιά ανάσα, σκούπισε τα μάτια του και σηκώθηκε όρθιος. Άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε έξω, στον δρόμο. Ο ήλιος ήταν πάνω. Για άλλη μια μέρα, ο ήλιος ήταν πάνω.
Το ξυπνητήρι χτύπησε και ένα δάχτυλο πάτησε αναβολή. Το ξυπνητήρι χτύπησε ξανά μετά από δέκα λεπτά, αλλά κανένα δάχτυλο δεν το έκλεισε. Η Αλίκη κοίταζε το κινητό φωτεινό να δονάει και δεν έκανε τίποτα. Ήταν η τρίτη μέρα που δεν είχε κλείσει μάτι. Δεν ήξερε καν γιατί άφηνε το ξυπνητήρι. Δεν είχε καμία απολύτως όρεξη για το οτιδήποτε. Μόνο για δάκρυα και εκείνα έμοιαζαν να έχουν στερέψει. Το Όχι πια έρωτες των Κόρε Ύδρο έπαιζε όλη μέρα και όλη νύχτα και το κεφάλι της Αλίκης κόντευε να σπάσει. Αδυναμία. Πόνος. Ντροπή. Αυτολύπηση. Όλα τα αρνητικά συναισθήματα την χτύπησαν μαζί. Και, πάνω από όλα, η οργή. Και φταίχτης ήταν ο Θεόφιλος
.Τις τελευταίες μέρες δεν είχαν συναντηθεί. Τα προγράμματά τους ήταν περίεργα και, όποτε του έλεγε να βρεθούν, ο Θεόφιλος της έλεγε πως δεν μπορούσε για τον έναν ή τον άλλο λόγο. Ωστόσο, η Αλίκη δεν σκεφτόταν κάτι κακό. Άλλωστε, θα έκλειναν δύο χρόνια μαζί και ήταν πολύ χαρούμενη. Είχε καταστρώσει το τέλειο σχέδιο για την επέτειό τους. Η αδερφή του, που συγκατοικούσε με τον Θεόφιλο, θα της άνοιγε την πόρτα τους και θα έφευγε από το σπίτι. Ο Θεόφιλος θα δούλευε εκείνη την μέρα και, όταν θα έμπαινε μέσα στο σπίτι, θα έβλεπε την Αλίκη με το πιο όμορφο φόρεμά της να τον περιμένει, υπό το φως των κεριών, με κρασί, φαγητό και τα σχετικά. Η Αλίκη το σχεδίαζε εβδομάδες και ήταν κατενθουσιασμένη. Η μοιραία μέρα έφτασε και όλα κύλησαν ρολόι. Η Ευθυμία, η αδερφή του Θεόφιλου, την καλωσόρισε, γέλασαν, τα είπαν και, τελικά, την άφησε μόνη για να κανονίσει τις τελευταίες λεπτομέρειες. Ανυπομονούσε να δει την φάτσα του, όταν θα την έβλεπε. Θαρρείς και πετούσε η Αλίκη, τόσο ανάλαφρες ήταν οι κινήσεις της. Πίστευε πως τα πράγματα δεν μπορούσαν να είναι καλύτερα.
Δώδεκα το βράδυ. Όπου να 'ναι, θα έρθει, ναι, θα έρθει, αχ ο γλυκός μου, πόσο τον αγαπάω! Μια το βράδυ. Θα άργησε. Θα είχαν κανέναν περίεργο πελάτη ή θα έπεσε πολύ δουλειά. Υπομονή, Αλίκη, τι να κάνουμε; Δύο το βράδυ. Η Αλίκη αρχίζει να νυστάζει και ξαπλώνει στον καναπέ. Δεν θα κοιμηθεί, όχι, απλά θα ξαπλώσει λίγο, μέχρι να έρθει. Άλλωστε είναι έκπληξη, ο Θεόφιλος δεν γνώριζε πως η Αλίκη θα ήταν σπίτι του, αλλά ούτε ένα μήνυμα, έστω κάτι, ένα χρόνια μας πολλά ειρωνικό;
Τρεις το βράδυ.
Τα κλειδιά στην πόρτα. Η Αλίκη σηκώθηκε, έσιαξε το φόρεμά της και χαμογέλασε. Αλλά τι ήταν εκείνη η φωνή που ακουγόταν; Γυναικεία; Μήπως είχε γυρίσει η Ευθυμία; Η πόρτα άνοιξε. Ο Θεόφιλος μπήκε και από πίσω του μια κοπέλα άγνωστη. Τα φώτα άνοιξαν και ο Θεόφιλος είδε την Αλίκη να στέκεται στην μέση του σαλονιού του, παγωμένη. Τα έχασε. Έδιωξε την κοπέλα κακήν-κακώς και προσπάθησε να μαζέψει τα ασυμμάζευτα. Τζίφος. Είχε την ουρά στα σκέλια. Μάλωσαν. Άσχημα. Με τα πολλά, η Αλίκη τον κατάφερε να της ξεστομίσει αυτό που η ίδια αρνιόταν να δεχθεί. Και με το συγκεκριμένο γεγονός για αρχή, η κάνουλα άνοιξε και ο Θεόφιλος της τα εξομολογήθηκε όλα, ό,τι είχε συμβεί τον τελευταίο χρόνο. Η Αλίκη ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. Αλλά κρατήθηκε στο ύψος της! Πήρε τα πράγματά της, τον κοίταξε για μια τελευταία φορά και έφυγε- ευγενική ακόμα και σε αυτή την περίσταση! Στον δρόμο πήρε την Ευθυμία και της εξήγησε τι είχε συμβεί. Η Ευθυμία τα έχασε. Δεν γνώριζε πως ο αδερφός της... Η Αλίκη την καθησύχασε πως εκείνη δεν έφταιγε σε τίποτα, πως χάρηκε που την είχε γνωρίσει και της ευχόταν τα καλύτερα. Μετά, το έκλεισε. Μέχρι να φτάσει σπίτι, μπλόκαρε τον Θεόφιλο από παντού. Εκεί, έβγαλε όλα τα ρούχα της και, γυμνή όπως ήταν, άνοιξε την βρύση του μπάνιο και στάθηκε από κάτω. Μόνο τότε, όταν το νερό την έβρεξε για τα καλά, τα δάκρυα βγήκαν. Για να χαθούν, μαζί με το νερό που έπεφτε πάνω της. Κάθισε κάτω, αγκάλιασε τα γόνατά της και σπάραξε. Και ήταν τόσο χαρούμενη! Θα ήταν μια τόσο όμορφη βραδιά! Μια τόσο όμορφη βραδιά!
-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2024

Περασμένες ζωές (4)

 




Το σεντόνι ήταν κάτω στο πάτωμα. Το κλιματιστικό φυσούσε στους δεκαοχτώ βαθμούς σταθερά. Έξω, ο ήλιος κόντευε να δύσει και ο ουρανός είχε πάρει ένα όμορφο, πορτοκαλί χρώμα.  Η Αλίκη ήταν μέσα στην αγκαλιά του Δημήτρη και κοιμόταν. Οι ανάσες τους ήταν ήρεμες, βαθιές.  Όλο το σκηνικό έμοιαζε με πίνακα ζωγραφικής.
Ο Δημήτρης την κοίταζε και χαμογελούσε. Σκεφτόταν. Είχε περάσει πάνω από ένας χρόνος από τότε που είχαν πάρει την απόφαση να λέγονται και επίσημα ζευγάρι και ο ίδιος δεν μπορούσε να το πιστέψει. Έπρεπε να φτάσει σχεδόν τριάντα για να το νιώσει αυτό: την ζεστασιά σε όλο του το σώμα, το αίσθημα του να κοιμάσαι και να ξυπνάς με κάποιον που μπορείς να αποκαλείς άνθρωπό σου, το γεγονός οτι μπορούσε να κάνει και να πει πράγματα τα οποία μέχρι πριν φοβόταν- και πολλά ακόμη. Και, μάλιστα, με μια κοπέλα όπως η Αλίκη. Πάντα πίστευε στον έρωτα, αλλά είχε αρχίσει και να πιστεύει πως δεν ήταν προορισμένος να τον ζήσει, τουλάχιστον σε αυτή την ζωή. Ναι, ήταν ερωτευμένοι. Η Αλίκη το ξεστόμισε πρώτη, εκείνο το ''Είμαι ερωτευμένη μαζί σου'' και ο Δημήτρης κόντεψε να βάλει τα κλάματα. 
Εκεί που τα σκεφτόταν όλα αυτά, ξαφνικά, ένα ρίγος διαπέρασε όλο του το σώμα. Το βλέμμα του έγινε κενό και τα χείλη του άρχισαν να τρέμουν. Ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει όλο και πιο δυνατά και τον αέρα στο δωμάτιο να λιγοστεύει. Προτού να το καταλάβει, πετάχτηκε από το κρεβάτι και ξεκίνησε να περπατάει πάνω-κάτω στο δωμάτιο, προσπαθώντας να πάρει κανονικές ανάσες. Η Αλίκη ξύπνησε από τον θόρυβο του κορμιού του. Είδε την κατάστασή του και ανησύχησε. 
Δημήτρη, τι έγινε;
Εκείνος την κοίταξε. Έβαλε τα χέρια πάνω στο κεφάλι του και κάθισε κάτω στο πάτωμα, πάνω από το σεντόνι. Η Αλίκη κατέβηκε από το κρεβάτι και πήγε δίπλα του. Κράτησε τα χέρια του μέσα στα δικά της.
Τι συνέβη; Είδες κακό όνειρο; Γιατί αναστατώθηκες;
Ο Δημήτρης κατάφερε να ηρεμήσει μετά από λίγο και την κοίταξε.
Δεν ξέρω τι με έπιασε. Συγγνώμη...
Αν κάτι σε ανησυχεί, πες το μου. Ξέρεις πως είμαι εδώ για σένα, ό,τι και να συμβεί!
Απλά...σκέφτηκα κάτι πολύ χαζό, αυτό...αυτό είναι όλο...
Σαν τι;
Έστρεψε το βλέμμα του κάτω στο πάτωμα. Απέφυγε να την κοιτάξει στα μάτια. Αυτό έκανε πάντα, με όλους, όταν ετοιμαζόταν να πει το οτιδήποτε άβολο για τον ίδιο, οτιδήποτε του ήταν δύσκολο να το ξεστομίσει.
Να... πρόφερε, με τα χείλη του να τρέμουν. Τώρα που κοιμόσουν...σε κοίταζα, σε ένιωθα πάνω μου και ένιωσα...γαλήνη. Απόλυτη γαλήνη. Σα να ευθυγραμμίστηκαν οι πλανήτες και να μου έφεραν ένα υπέροχο πλάσμα κοντά μου. Αλλά μετά...δεν το έχω συνηθίσει, Αλίκη! Τρέμω πως είναι ένα φαντασμαγορικό όνειρο, από το οποίο θα ξυπνήσω από στιγμή σε στιγμή. Πως δεν μπορεί κάτι τόσο καλό να κρατήσει για πάντα. Και δεν φταις εσύ! Το ηλίθιο μυαλό μου φταίει, που συνέχεια πλάθει σενάρια. Που δεν μπορεί να ηρεμήσει, γιατί δεν έχω ζήσει ποτέ κάτι παρόμοιο, εκτός από την φαντασία μου!  Αλλά είσαι εδώ τώρα και αυτό μού είναι αρκετό! Το οτι είσαι ακόμα εδώ...και είσαι εσύ! Η Αλίκη μου! Σ' αγαπώ, Αλίκη μου!
Σταμάτησε να μιλάει, αλλά ακόμα κοίταζε κάτω. Ήταν σίγουρος πως την τρόμαξε. Δεν είχε πει ή κάνει κάτι κακό, αλλά η ανησυχία τον κατέτρωγε. Όμως, όταν ένιωσε το χέρι της στο δεξί του μάγουλο, σήκωσε το κεφάλι του. Τα μάτια της Αλίκης ήταν κόκκινα και υγρά. Του χαμογελούσε.
Είναι...είναι η πρώτη φορά που είπες πως με αγαπάς!  Και το είπες τόσο φυσικά! Αλήθεια με αγαπάς, Δημήτρη; 
Κάθε μέρα όλο και περισσότερο! Εσύ, Αλίκη; 
Φυσικά, χαζέ! Αχ, είναι η πρώτη φορά που μου το λες! Είμαι τόσο ευτυχισμένη!
Μα...δεν στο έχω ξαναπεί;
Πως! Αλλά όχι...πως να το πω...όχι με δίκη σου πρωτοβουλία! Είναι σα να με συμπληρώνεις, όποτε στο λέω. Αλήθεια, θυμάσαι πότε ήταν η πρώτη φορά που το είπαμε ο ένας στον άλλον; 
Ναι, στο σπίτι σου. Ήταν τα γενέθλιά σου. Πριν δύο μήνες. Μου έκανες το τραπέζι. Κλείναμε έναν χρόνο. Σου πήρα δώρο και το κράτησα κρυφό, μέχρι να φάμε. Στο έδωσα και το κοίταξες με περιέργεια. Ένα κουτί λευκό, με έναν φιόγκο. Το άνοιξες και κόντεψε να σου πέσει από τα χέρια. Ήταν...θυμάσαι τι ήταν, Αλικάκι;
Ναι. Ήταν...
Στηρίχτηκε στα γόνατά της, έγειρε πάνω στον Δημήτρη και του το ψιθύρισε στο αυτί. Μετά, κοιτάχτηκαν και φιλήθηκαν. Τι δώρο ήταν αυτό; Δεν χρειάζεται να μάθουμε. Είναι το μικρό τους μυστικό. 
-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)


Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

Περασμένες ζωές (3)

 


Πολύ κόσμο έχει ρε!
Εγώ είπα να πιούμε άλλη μια μπύρα και μετά... Τέλος πάντων, προχώρα τώρα!
Κάνοντας χώρο ανάμεσα από μερικούς ανθρώπους, έφτασαν στο μπαρ, έδωσαν τα χαρτάκια από την είσοδο και παρήγγειλαν. Ο Δημήτρης πήρε μια βότκα πορτοκάλι και ο φίλος του, ο Βασίλης, ένα τζιν με τόνικ. Μετά, προχώρησαν λίγο πιο πέρα, πίσω από το μπούγιο, όπου ήταν κάπως άνετα. Στάθηκαν δίπλα σε μια κολώνα. Είχε βραδιά ντίσκο στο 8Ball. Ο Βασίλης κουνιόταν ρυθμικά, με το ποτήρι στο χέρι και το ίδιο έκανε και ο Δημήτρης. Τους άρεσε εκείνη η μουσική, εκείνη η ατμόσφαιρα.
Κάμπος, ε Μήτσο; είπε ο Δημήτρης, σκύβοντας στο αυτί του Βασίλη, για να τον ακούσει.
Γάμησε τα! Αυτό δεν γίνεται συνήθως; είπε ο Δημήτρης, σκύβοντας επίσης, για να ακουστεί.
Γιατί ρε; Την προηγούμενη Τετάρτη είχε περισσότερες γυναίκες!
Και τι κάναμε; Τίποτα!
Μην είσαι απαισιόδοξος, ρε! Μπορεί να βρεθεί καμία σήμερα να ζευγαρώσετε!
Έτσι πως πάει, θα ζευγαρώσω μαζί σου στο τέλος!
Δεν θα σε χαλούσε!
Γέλασαν. Κάποια στιγμή, τα ποτήρια άδειασαν και ο Δημήτρης πήγε να πάρει την επόμενη γύρα. Δίπλα από το μπαρ, μια κοπέλα λικνιζόταν μόνη της. Στα μάτια του Δημήτρη ήταν πολύ ωραία. Θα πάω να της μιλήσω, κάτσε, όχι ακόμα, θα πάρω τα ποτά και μετά, ναι, δεν χάλασε ο κόσμος, σκέφτηκε. Όταν πήρε τα γεμάτα ποτήρια και γύρισε προς το μέρος της, την είδε να μιλάει στο αυτί ενός τυπά. Ο Δημήτρης δάγκωσε το κάτω χείλος, μειδίασε και πήγε πάλι στον Βασίλη.
Άντε ρε! Τι έκανες τόση ώρα; 
Φασωνόμουν! Είχε κόσμο ρε!
Άστα αυτά! Τσέκαρε εκεί, εκείνες τις δύο...πως σου φαίνονται;
Που;
Τρεις η ώρα...διακριτικά...
Ο Δημήτρης κοίταξε εκεί που έδειχνε ο Βασίλης και έμεινε ανέκφραστος για να μην προδοθεί.
Ωραίες είναι!
Πάμε να μιλήσουμε;
Και τι να πούμε; 
Την προπαίδεια! Είσαι βλάκας; Να ανοίξουμε κουβέντα.
Λες;
Τι έχουμε να χάσουμε;
Περίμενε να πιώ κάνα δυο γουλιές ακόμα...
Την ίδια ώρα, σε ένα άλλο σημείο της πόλης, τρεις φίλες πίνουν κρασί στο σπίτι της μιας και γελάνε.
Και για πες, μωρή Αλίκη, πως πάει με τον Θεόφιλο; λέει η μια φίλη, η Ελένη.
Αχ! Είναι τόσο καλός! 
Πως είπες οτι σε φωνάζει;
Αλικάκι! Και όταν είμαστε μαζί, μου χαϊδεύει τα μάγουλα και χαμογελάει, λέγοντάς το. Λέει πως έχω το πιο απαλό δέρμα που έχει αγγίξει.
Μόνο τα μάγουλα έχει αγγίξει;
ΕΙΡΗΝΗ!ΝΤΡΟΠΗ! φώναξε η Αλίκη και τα μάγουλά της κοκκίνισαν.
Πάντως φαίνεται καλύτερος από τον προηγούμενο. Εκείνος ήταν μαλάκας! Άκου εκεί να σταματήσει να σου μιλάει χωρίς λόγο! λέει η τρίτη φίλη, η Μαρία.
Η Αλίκη χαμογελάει. Έχει περάσει πια ο καιρός από τότε και είναι ξανά χαρούμενη. Το έβαλε στόχο: δεν θα αφήσει τα αρνητικά συναισθήματα να την ρίξουν.
Έτσι είναι! Ο Θεόφιλος μου είναι πολύ καλός! 
Είσαι ερωτευμένη μαζί του; ρωτάει η Ειρήνη. Η Αλίκη το σκέφτεται λίγο.
Είναι πολύ νωρίς ακόμη για κάτι τέτοιο. Περνάμε όμορφα και αυτό μετράει για την ώρα. Δεν θέλω να φάω πάλι τα μούτρα μου.
Και πολύ καλά κάνεις, φιλενάδα! Στο Αλικάκι μας!
Τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους και συνεχίζουν να μιλάνε.
Ο Δημήτρης έφυγε από το 8Ball μεθυσμένος, έχοντας καταφέρει να μιλήσει σε μια κοπέλα για μερικά λεπτά, μέχρι εκείνη να του αποκαλύψει πως είναι λεσβία, νιώθοντας εκείνο το κενό του να κοιμηθεί για άλλη μια φορά μόνος. Η Αλίκη έκανε κεφάλι από το κρασί και μίλησε καμιά ώρα στο τηλέφωνο με τον Θεόφιλο, πέφτοντας για ύπνο γεμάτη. Και αυτή η αντίθεση, αυτή η παράλληλη διακύμανση στον ψυχισμό τους, εκείνο το βράδυ ήταν ένα ακόμα βήμα για να συναντηθούν, τελικά.


-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

όχι, εσύ

 όχι, εσύ σκούπισε τα μάτια σου. μην απορροφάς άλλο τους κραδασμούς γιατί κάποια στιγμή θα ανοίξεις στα δύο και δύσκολα να κολλήσεις πάλι. ό...