Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Περασμένες ζωές (6)



Το νερό σταμάτησε να τρέχει και ο Δημήτρης σηκώθηκε από τον καναπέ και άνοιξε την πόρτα του μπάνιου. Η Αλίκη σκούπιζε τα μαλλιά της με μια πετσέτα και εκείνος της χαμογελούσε.
Έχω αργήσει; τον ρώτησε και του χαμογέλασε πίσω.
Όχι, όχι, μην αγχώνεσαι. 
Θα βαφτώ, θα κάνω τα μαλλιά και είμαι έτοιμη.
Άρα να υπολογίσω κάνα δίωρο ακόμα;
Μμμμ, αστείε! Εσύ είσαι έτοιμος;
Ρούχα θέλω να αλλάξω μόνο. Οπότε, θα σε περιμένω.
Ήταν στο σπίτι του Δημήτρη. Θα έβγαιναν διπλό ραντεβού με τον Ορέστη και την κοπέλα του. Ο Δημήτρης είχε πει στους φίλους του για την Αλίκη, αλλά δεν την είχε γνωρίσει κανένας τους. Θα έκανε την αρχή με τον Ορέστη και μετά σιγά-σιγά με τους υπόλοιπους, που είχαν μια κάποια αγωνία. Ο Δημήτρης είχε άγχος. Μπορεί να ήταν μαζί ένα εξάμηνο, αλλά ποτέ του δεν είχε κοπέλα για να κάνει κάτι παρόμοιο. Πως έπρεπε να συμπεριφερθεί μπροστά στον φίλο του; Ήταν λίγο προβληματισμένος. Όταν, όμως, είδε την Αλίκη, κάθε περιττή σκέψη αμέσως απομακρύνθηκε από το κεφάλι του. Την πλησίασε, την αγκάλιασε και έμεινε εκεί, πρόσωπο με πρόσωπο.
Ωραίο αυτό που κάνεις, Δημήτρη μου, αλλά έτσι όντως θα αργήσουμε, παραπονέθηκε η Αλίκη χαριτωμένα.
Δεν πειράζει, ο Ορέστης πάντα αργεί.
Ναι, αλλά θα είναι και η κοπέλα του. Και εγώ δεν θέλω να δώσω άσχημη εντύπωση για πρώτη φορά.
Πίστεψε με, θα δώσεις την καλύτερη εντύπωση. Για να σε δω!
Μόλις βγήκα από το μπάνιο. Υπομονή!
Δεν χορταίνω να σε βλέπω!
Πονηρέ!
Την φίλησε και την άφησε να συνεχίσει την προετοιμασία της. Μένοντας πάλι μόνος, πήγε στην μικρή βιβλιοθήκη του και, αφού χάζεψε λίγο τα ίδια και τα ίδια βιβλία, πήρε στα χέρια του ένα. Ήταν το Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα, του Λειβαδίτη. Η αγαπημένη του ποιητική συλλογή. Σε πόσους την είχε προτείνει άραγε στην δουλειά; Πόσοι την διάβασαν και πόσοι πραγματικά την ένιωσαν, όπως εκείνος; Αγαπούσε την ποίηση του Λειβαδίτη και την θεωρούσε πολύ σημαντική, τόσο για τον ίδιο όσο και για την ανθρωπότητα. Ξεφύλλισε λίγο το βιβλίο και έπεσε πάνω στον εξής στίχο: "Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ. Καὶ μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε γιὰ λίγο''. Έμεινε εκεί, με το βιβλίο ανοιχτό στα χέρια του. Το έκλεισε και το άφησε πάλι στην θέση του. Πήγε στο μπάνιο. Η Αλίκη είχε στεγνώσει τα μαλλιά της και τα ίσιωνε με την μασιά. Ένα αίσθημα γαλήνης τον κυρίεψε, λες και βίωνε ένα υπέροχο όνειρο, από το οποίο δεν ήθελε να ξυπνήσει. Ήταν έτοιμος να της πει πόσο ερωτευμένος ήταν μαζί της. Πόσο σημαντική ήταν γι' αυτόν. Παρόλο που γνωρίζονταν μόνο τόσο λίγο καιρό, ένιωθε και βίωνε πρωτόγνωρα πράγματα. Αλλά το μετάνιωσε. Είναι πολύ νωρίς, σκέφτηκε, πάρα πολύ νωρίς, δεν το έχεις ξαναζήσει αυτό και είσαι ενθουσιασμένος, μην την τρομάξεις, όπως τις άλλες, πριν καν γίνει το οτιδήποτε, τις έδιωχνες, όλα θέλουν τον χρόνο τους, όλα θέλουν τον χρόνο τους. Η Αλίκη τον έπιασε με την περιφερειακή της όραση, αλλά δεν γύρισε το κεφάλι.
Έγινε κάτι;
Όχι, όχι. Μην αγχώνεσαι. 
Ωραία!
Εκείνος ο στίχος, όμως! Πήγε πάλι στην βιβλιοθήκη, έβγαλε το βιβλίο και τον διάβασε, ξανά και ξανά, και μερικούς ακόμα... Μέσα το μπάνιο, ετοιμαζόταν η Αλίκη, η κοπέλα του, ο άνθρωπός του. Ήταν ερωτευμένος μαζί της, μάλλον την αγαπούσε και ήλπιζε πως και εκείνη θα ένιωθε το ίδιο πράγμα. Ωστόσο, δεν του είχε πει κάτι ακόμα τουλάχιστον. Και δεν ήθελε να την χάσει, ανοίγοντάς την καρδιά του τόσο βαθιά, τόσο νωρίς. 
Πάμε; του είπε μετά από μισή ώρα, μην αργ-.Καλέ, ακόμα δεν είσαι έτοιμος;
Ο Δημήτρης κοίταξε κάτω και συνειδητοποίησε πως είχε ξεχαστεί τελείως. Έπρεπε να βιαστεί!
Το μαγαζί που είχαν κλείσει τραπέζι είχε την ονομασία L'albero και ήταν στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Έφτασαν πρώτοι, πέντε λεπτά πριν την κράτηση και κάθισαν. Λίγο μετά έφτασε και ο Ορέστης με την κοπέλα του και ο Δημήτρης τους σύστησε την Αλίκη. Ο Ορέστης του έκλεισε κρυφά το μάτι και χαμογέλασε. Είδαν το μενού, παρήγγειλαν, έπιασαν την κουβέντα και τις πρώτες γνωριμίες, από που είσαι, με τι ασχολείσαι και τα σχετικά. Κάποια στιγμή, ο Δημήτρης βγήκε για τσιγάρο και ο Ορέστης τον συντρόφευσε, για να τα πούνε, Ας αφήσουμε και τις γυναίκες λίγο μόνες, είπε και όλοι στην παρέα γέλασαν.
Από κοντά είναι πιο ωραία! είπε στον Δημήτρη, με το που στάθηκαν έξω. Τι χάρη σου χρωστάει; Χαχαχα.
Τι περίμενες ρε; Ο Δον Ζουάν της Θεσσαλονίκης; Χαχαχα.
Φαίνεται πολύ εντάξει! Χαίρομαι ρε μαλάκα! Άντε, επιτέλους!
Ο Δημήτρης κοκκίνισε και κοίταξε το έδαφος.
Τι έγινε; Μας έπιασαν οι ντροπές; του είπε και τον έπιασε από τους ώμους, σφίγγοντάς τον δυνατά. Ο Δημήτρης ρούφηξε το τσιγάρο και κράτησε για λίγο τον καπνό μέσα. Όταν τον φύσηξε, ένα θερμό συναίσθημα διαπέρασε το σώμα του. Ένιωθε...όμορφα. Του άρεσε να νιώθει όμορφα! Και ήξερε πως έπρεπε να κρατήσει εκείνες τις στιγμές για πάντα μέσα στην καρδιά του και να μην τις αφήσει να χαθούν ποτέ, ακόμα και αν όλα πήγαιναν στράφι.
Είναι όαση στην μέση της ερήμου μου, είπε στον Ορέστη και γέλασε.
Αν αρχίσεις τις μαλακίες σου, θα σηκωθώ να φύγω!
Και που θα βρεις καλύτερα; Χαχαχαχα. Άραξε. Πάμε μέσα;
Κιόλας; Άτιμε, δεν κρατιέσαι, ε;
Πάψε, σαχλέ!
Ο Ορέστης μπήκε πρώτος. Ο Δημήτρης έριξε το τσιγάρο κάτω, το πάτησε με το παπούτσι και κοίταξε φευγαλέα το φεγγάρι. Είχε πανσέληνο. Χαμογέλασε και μπήκε μέσα.

- Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

όχι, εσύ

 όχι, εσύ σκούπισε τα μάτια σου. μην απορροφάς άλλο τους κραδασμούς γιατί κάποια στιγμή θα ανοίξεις στα δύο και δύσκολα να κολλήσεις πάλι. ό...