Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Περασμένες ζωές (5)

 

Το ξυπνητήρι χτύπησε και ένα δάχτυλο σύρθηκε στην οθόνη και το έκλεισε. Το δεύτερο ξυπνητήρι είχε την ίδια μοίρα. Και το τρίτο. Τελικά, ο Δημήτρης άνοιξε τα μάτια του χωρίς ξυπνητήρι πια και κοίταξε την ώρα: έντεκα. Δεν τον ένοιαξε. Μπορεί να ήταν στο έκτο εξάμηνο, να χρωστούσε δεκαπέντε μαθήματα, αλλά το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να σηκωθεί από το κρεβάτι του και να πάει στην σχολή. Για εκείνη την μέρα, είχε τέσσερα μαθήματα να παρακολουθήσει και όλα του έτους του. Έστειλε μήνυμα στον Θανάση για να του πει οτι θα φωτοτυπήσει τις σημειώσεις του, άφησε το κινητό κάτω, γύρισε πλευρό, έκλεισε πάλι τα μάτια του και αποκοιμήθηκε. Δεν έφταιγε το γεγονός οτι είχε βγει το προηγούμενο βράδυ και είχε γυρίσει αργά. Ήταν από εκείνες τις περιόδους που δεν είχε όρεξη για τίποτα σχεδόν. Το μόνο που τον γέμιζε ήταν το γράψιμο. Δεν πήγαινε πολύς καιρός που το είχε ξεκινήσει, ωστόσο ένιωθε πως ήταν το μόνο που του έδινε ζωή και θέληση να συνεχίζει- έναν σκοπό, θα έλεγε κανείς. Φυσικά, ενδιαφερόταν για την σχολή του και θα διάβαζε για την εξεταστική και όλα τα σχετικά, αλλά, πέρα από αυτό, βίωνε μια μεταβατική περίοδο. Αναλογιζόταν πάλι τις επιλογές του, τα λάθη του, τα σωστά του και προσπαθούσε να βγάλει ένα νόημα για όλα. Ένα κεφάλι μόνο διέθετε και αυτό ήταν λειψό, έτσι πίστευε. Αλλά δεν τα παρατούσε. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα έβρισκε την λύση και θα τα κατάφερνε,  όπως πάντα, αυτό πίστευε. 
Όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι, ήταν μεσημέρι. Έφαγε και χάζεψε στο laptop. Μίλησε με τους γονείς του, είπαν τα νέα τους, τους διαβεβαίωσε πως πήγε στα μαθήματα και είχε μόλις γυρίσει και πως όλα ήταν εντάξει. Όταν έκλεισε το κινητό, άρχισε να κλαίει. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και εκείνος καθόταν στην καρέκλα του και τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. Αναρωτιόταν τι πήγε λάθος, ποιος θεός ήταν υπαίτιος για όσα τραβούσε, αφού, σε γενικές γραμμές, ήταν μια χαρά τα πράγματα στη ζωή του, ήταν πιο τυχερός από πολλούς, αλλά γιατί ένιωθε αυτό το κενό, γιατί του είχαν φερθεί εκείνοι έτσι όταν ήταν μικρός, μακάρι να μπορούσε να γυρίσει στα παλιά, μακάρι να... μακάρι να...μακάρι να...
Ένα τηλεφώνημα διέκοψε τις σκέψεις του. Ήταν ο Ορέστης, ο φίλος του, τον πήρε έτσι, για να μιλήσουν, πηγαίνοντας προς την σχολή του. Ο Δημήτρης ήθελε να του ανοιχτεί, να του πει ό,τι τον προβλημάτιζε, ό,τι τον απασχολούσε, ο Ιάκωβος, άλλωστε, ήταν από τους καλύτερους φίλους του. Αλλά δεν το έκανε. Ήξερε πως θα του περάσει. Όλα περνάνε, άλλωστε, μέχρι να έρθουν τα επόμενα και, ακόμα και τότε, πάλι θα περάσουν. Του αρκούσε μόνο που είχε κάποιον άνθρωπο που ήταν βέβαιος πως θα ήταν δίπλα του όταν θα τον χρειαζόταν, έναν δικό του άνθρωπο. Γιατί είχε τους φίλους του. Είχε την οικογένεια του. Είχε την υγεία του, σε ένα βαθμό. Είχε, όντως, πολλά για να τον στηρίζουν. Όταν έκλεισαν, πήρε μια βαθιά ανάσα, σκούπισε τα μάτια του και σηκώθηκε όρθιος. Άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε έξω, στον δρόμο. Ο ήλιος ήταν πάνω. Για άλλη μια μέρα, ο ήλιος ήταν πάνω.
Το ξυπνητήρι χτύπησε και ένα δάχτυλο πάτησε αναβολή. Το ξυπνητήρι χτύπησε ξανά μετά από δέκα λεπτά, αλλά κανένα δάχτυλο δεν το έκλεισε. Η Αλίκη κοίταζε το κινητό φωτεινό να δονάει και δεν έκανε τίποτα. Ήταν η τρίτη μέρα που δεν είχε κλείσει μάτι. Δεν ήξερε καν γιατί άφηνε το ξυπνητήρι. Δεν είχε καμία απολύτως όρεξη για το οτιδήποτε. Μόνο για δάκρυα και εκείνα έμοιαζαν να έχουν στερέψει. Το Όχι πια έρωτες των Κόρε Ύδρο έπαιζε όλη μέρα και όλη νύχτα και το κεφάλι της Αλίκης κόντευε να σπάσει. Αδυναμία. Πόνος. Ντροπή. Αυτολύπηση. Όλα τα αρνητικά συναισθήματα την χτύπησαν μαζί. Και, πάνω από όλα, η οργή. Και φταίχτης ήταν ο Θεόφιλος
.Τις τελευταίες μέρες δεν είχαν συναντηθεί. Τα προγράμματά τους ήταν περίεργα και, όποτε του έλεγε να βρεθούν, ο Θεόφιλος της έλεγε πως δεν μπορούσε για τον έναν ή τον άλλο λόγο. Ωστόσο, η Αλίκη δεν σκεφτόταν κάτι κακό. Άλλωστε, θα έκλειναν δύο χρόνια μαζί και ήταν πολύ χαρούμενη. Είχε καταστρώσει το τέλειο σχέδιο για την επέτειό τους. Η αδερφή του, που συγκατοικούσε με τον Θεόφιλο, θα της άνοιγε την πόρτα τους και θα έφευγε από το σπίτι. Ο Θεόφιλος θα δούλευε εκείνη την μέρα και, όταν θα έμπαινε μέσα στο σπίτι, θα έβλεπε την Αλίκη με το πιο όμορφο φόρεμά της να τον περιμένει, υπό το φως των κεριών, με κρασί, φαγητό και τα σχετικά. Η Αλίκη το σχεδίαζε εβδομάδες και ήταν κατενθουσιασμένη. Η μοιραία μέρα έφτασε και όλα κύλησαν ρολόι. Η Ευθυμία, η αδερφή του Θεόφιλου, την καλωσόρισε, γέλασαν, τα είπαν και, τελικά, την άφησε μόνη για να κανονίσει τις τελευταίες λεπτομέρειες. Ανυπομονούσε να δει την φάτσα του, όταν θα την έβλεπε. Θαρρείς και πετούσε η Αλίκη, τόσο ανάλαφρες ήταν οι κινήσεις της. Πίστευε πως τα πράγματα δεν μπορούσαν να είναι καλύτερα.
Δώδεκα το βράδυ. Όπου να 'ναι, θα έρθει, ναι, θα έρθει, αχ ο γλυκός μου, πόσο τον αγαπάω! Μια το βράδυ. Θα άργησε. Θα είχαν κανέναν περίεργο πελάτη ή θα έπεσε πολύ δουλειά. Υπομονή, Αλίκη, τι να κάνουμε; Δύο το βράδυ. Η Αλίκη αρχίζει να νυστάζει και ξαπλώνει στον καναπέ. Δεν θα κοιμηθεί, όχι, απλά θα ξαπλώσει λίγο, μέχρι να έρθει. Άλλωστε είναι έκπληξη, ο Θεόφιλος δεν γνώριζε πως η Αλίκη θα ήταν σπίτι του, αλλά ούτε ένα μήνυμα, έστω κάτι, ένα χρόνια μας πολλά ειρωνικό;
Τρεις το βράδυ.
Τα κλειδιά στην πόρτα. Η Αλίκη σηκώθηκε, έσιαξε το φόρεμά της και χαμογέλασε. Αλλά τι ήταν εκείνη η φωνή που ακουγόταν; Γυναικεία; Μήπως είχε γυρίσει η Ευθυμία; Η πόρτα άνοιξε. Ο Θεόφιλος μπήκε και από πίσω του μια κοπέλα άγνωστη. Τα φώτα άνοιξαν και ο Θεόφιλος είδε την Αλίκη να στέκεται στην μέση του σαλονιού του, παγωμένη. Τα έχασε. Έδιωξε την κοπέλα κακήν-κακώς και προσπάθησε να μαζέψει τα ασυμμάζευτα. Τζίφος. Είχε την ουρά στα σκέλια. Μάλωσαν. Άσχημα. Με τα πολλά, η Αλίκη τον κατάφερε να της ξεστομίσει αυτό που η ίδια αρνιόταν να δεχθεί. Και με το συγκεκριμένο γεγονός για αρχή, η κάνουλα άνοιξε και ο Θεόφιλος της τα εξομολογήθηκε όλα, ό,τι είχε συμβεί τον τελευταίο χρόνο. Η Αλίκη ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. Αλλά κρατήθηκε στο ύψος της! Πήρε τα πράγματά της, τον κοίταξε για μια τελευταία φορά και έφυγε- ευγενική ακόμα και σε αυτή την περίσταση! Στον δρόμο πήρε την Ευθυμία και της εξήγησε τι είχε συμβεί. Η Ευθυμία τα έχασε. Δεν γνώριζε πως ο αδερφός της... Η Αλίκη την καθησύχασε πως εκείνη δεν έφταιγε σε τίποτα, πως χάρηκε που την είχε γνωρίσει και της ευχόταν τα καλύτερα. Μετά, το έκλεισε. Μέχρι να φτάσει σπίτι, μπλόκαρε τον Θεόφιλο από παντού. Εκεί, έβγαλε όλα τα ρούχα της και, γυμνή όπως ήταν, άνοιξε την βρύση του μπάνιο και στάθηκε από κάτω. Μόνο τότε, όταν το νερό την έβρεξε για τα καλά, τα δάκρυα βγήκαν. Για να χαθούν, μαζί με το νερό που έπεφτε πάνω της. Κάθισε κάτω, αγκάλιασε τα γόνατά της και σπάραξε. Και ήταν τόσο χαρούμενη! Θα ήταν μια τόσο όμορφη βραδιά! Μια τόσο όμορφη βραδιά!
-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

όχι, εσύ

 όχι, εσύ σκούπισε τα μάτια σου. μην απορροφάς άλλο τους κραδασμούς γιατί κάποια στιγμή θα ανοίξεις στα δύο και δύσκολα να κολλήσεις πάλι. ό...