Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Περασμένες ζωές (7)



Στεκόταν στην μέση του βιβλιοπωλείου και περίμενε. Έξω έβρεχε δυνατά και δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Δεν τον πείραζε. Ένιωθε κουρασμένος και ήταν ιδανική συνθήκη. Πληρωνόταν και δεν έκανε, ουσιαστικά,  τίποτα, κορόιδευε τον καπιταλισμό, τα αφεντικά- τέτοιες χαζομάρες σκεφτόταν για να διασκεδάσει την πλήξη του. Κοίταξε το ρολόι του, έκανε έναν κύκλο μέσα στο μαγαζί και στάθηκε πρώτα στην ποίηση. Εκεί βρισκόντουσαν οι δύο ποιητικές συλλογές που είχε εκδώσει, πριν πιάσει δουλειά στο βιβλιοπωλείο- ''Παρένθεση'' και ''Είναι όμορφα εδώ, τελικά'' οι τίτλοι τους. Αν δεν δούλευε εκεί, δεν θα ήταν τώρα στα ράφια, μιας και δεν ήταν ευπώλητα και δεν ήταν κάποιος γνωστός. Τον χαροποιούσε το γεγονός πως τουλάχιστον υπήρχαν εκεί τα βιβλία αυτά, για όποιον τυχόν ενδιαφερόταν. Μετά, στάθηκε στην Ελληνική Πεζογραφία και εντόπισε το μυθιστόρημα που είχε εκδώσει, περίπου μισό χρόνο αφού έπιασε δουλειά στο βιβλιοπωλείο- ''Η επανάσταση της μοναξιάς'' ήταν ο τίτλος του. Και αυτό υπήρχε στα ράφια, για τον ίδιο λόγο που υπήρχαν και οι ποιητικές συλλογές του. Και σε σχέση με άλλους, νέους και άσημους συγγραφείς, πήγαιναν καλούτσικα. Που και που θα κέντριζαν το ενδιαφέρον κάποιου πελάτη και θα τα αγόραζε. Σπάνια έλεγε πως ήταν δικά του, θα θέλατε να τα υπογράψω, ναι, ναι, εγώ τα έγραψα, ευχαριστώ πολύ! Δεν ήταν καλός με την διαφήμιση και ντρεπόταν αρκετά να προωθήσει τον εαυτό του, άλλωστε τις περισσότερες φορές δεν έπιανε κιόλας. Γνώριζε πως κάτι καλό υπήρχε εκεί μέσα, κάτι που άξιζε να διαβαστεί, αλλά πως τα θέματα που έπιανε ήταν λίγο περίεργα, λίγο απαισιόδοξα, λίγο ιδιαίτερα και γνώριζε πως ακόμα είχε δρόμο για να γράψει κάτι, κατά μια έννοια, σπουδαίο, αν τυχόν τα κατάφερνε ποτέ.
Τι λέει ρε Μήτσο; Πες κάνα νέο... ακούστηκε μια φωνή στα αριστερά του. Ήταν ο Δημοσθένης, συνάδελφός του, μεγαλύτερης ηλικίας, που βολόδερνε επίσης.
Τι να πει; Βαρεμάρα. Να σταματήσει τουλάχιστον η βροχή μέχρι να φύγουμε, απάντησε ο Δημήτρης, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του.
Αυτό ξανά πες το. Μην φάω και καμιά βούτα με το μηχανάκι στον δρόμο.
Αύριο ρεπό ε;
Ναι.
Τι θα κάνεις;
Θα ξεκουραστώ. Αν και έχω κάτι δουλειές. Πρέπει να πάω να δω και για το ρεύμα, γιατί...
Συνέχισαν λίγο ακόμα την κουβέντα. Το τηλέφωνο χτύπησε και ο Δημήτρης πήγε να το σηκώσει. Μια δυσαρεστημένη πελάτισσα, για μια παραγγελία που καθυστέρησε μια μέρα παραπάνω από την υποσχόμενη και την περίμενε. Ο Δημήτρης την άκουσε, συμφώνησε μαζί της, την κατανόησε απόλυτα, μα, δυστυχώς δεν μπορούσε να κάνει κάτι εκείνη την στιγμή και θα μιλούσε με τον αρμόδιο συνάδελφο το επόμενο πρωί. Πόσο ήθελε να την σιχτιρίσει, να βγάλει πάνω της όλο το άχτι του! Να την κάνει να πληρώσει για όλους τους πελάτες που παραπονιόντουσαν για το παραμικρό και που νόμιζαν πως ήταν οι άρχοντες του σύμπαντος και δεν μπορούσαν να δείξουν μια υποτυπώδη κατανόηση, λες και ο Δημήτρης και οι υπόλοιποι συνάδελφοί του θέλαν να ακούνε την γκρίνια τους, λες και έφταιγαν εκείνοι για τα πάντα, οι απλοί εργαζόμενοι που έκαναν απλά την δουλειά τους όσο καλύτερα μπορούσαν υπό τις συνθήκες που εργάζονταν. Η κλήση τελείωσε, ο Δημήτρης άφησε το τηλέφωνο κάτω και μίλησε με την Αναστασία, την ταμία. Μετά αποσύρθηκε πάλι στον εαυτό του. Κάποια μέρα θα τα καταφέρω...αν επιμείνω, μια μέρα θα τα καταφέρω και θα ξεφύγω από όλα αυτά ή θα ενδώσω τελικά και όλα θα πάρουν τον δρόμο τους.
Όταν έφτασε στο διαμέρισμά του, έβγαλε τα ρούχα και μπήκε για μπάνιο. Έφαγε του σκασμού, γιατί είχε ξεχάσει να πάρει φαγητό στην δουλειά. Μετά διάβασε, προσπάθησε να γράψει, όλα μάταια, το κεφάλι του ήταν καζάνι, παραιτήθηκε και έπεσε ξερός για ύπνο. Σήμερα τίποτα, για να δούμε αύριο... σκέφτηκε.

Η πόρτα στο ιατρείο έκλεισε για τελευταία φορά από πελάτη για εκείνη την μέρα. Η Αλίκη και η Ρεβέκκα κάθισαν εξουθενωμένες στις καρέκλες και έτριβαν τα μάτια τους.
Ένα ακόμα σκυλάκι τα κατάφερε χάρη σε εμάς, ε Αλίκη;
Αυτό δεν ήταν σκυλάκι, Ρεβέκκα, αυτό ήταν αρκούδα!
Τα αγαπάω τα Αγίου Βερνάρδου! Άντε, πάμε να αλλάξουμε να φύγουμε. Α, για να μην το ξεχάσω, μίλησα με την Ελευθερία πριν. Είναι πολύ ευχαριστημένη μαζί σου!
Χαίρομαι! είπε η Αλίκη και χαμογέλασε.
Πως το βλέπεις; Έχεις πέντε μήνες εδώ. Θέλεις να μείνεις μαζί μας και άλλο;
Έτσι σκέφτομαι! Πιστεύω πως έχω πολλά ακόμα να μάθω εδώ μέσα! Αλλά κοιτάζω ένα βήμα την φορά.
Ό,τι και να επιλέξεις, είμαι σίγουρη πως θα πετύχεις!
Αποχαιρετήθηκαν και η κάθε μια πήρε τον δικό της δρόμο. Η Αλίκη ένιωθε κουρασμένη και παράλληλα την διακατείχε ένα συναίσθημα πληρότητας. Μετάνιωσε μόνο που δεν πήρε ομπρέλα. Είχε δει τον καιρό, αλλά πίστευε πως θα έκανε συννεφιά και τίποτα παραπάνω. Περπατούσε προσεκτικά, για να μην βραχεί, κάτω από οτιδήποτε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν σκέπαστρο. Περίμενε στο φανάρι για να περάσει απέναντι. Ένα αμάξι πέρασε με ταχύτητα και κόντεψε να την κάνει μούσκεμα. Πήρε βαθιά ανάσα και συγκρατήθηκε. Δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου, σκέφτηκε, πάει και το μπάνιο για σήμερα, χαχαχα.
Όταν μπήκε στο διαμέρισμά της, έβγαλε όλα τα ρούχα και τα πέταξε μέσα στο καλάθι με τα άπλυτα. Έκανε μπάνιο και ετοίμασε κάτι να φάει. Μετά, χάζεψε λίγο στο κινητό και είδε μια ταινία. Έπεσε για ύπνο, νιώθοντας γεμάτη. Δεν έκανε κάποιον απολογισμό της μέρας ή κάτι σχετικό. Θεωρούσε πως όλα είχαν πάρει μια σειρά, όπως έπρεπε, και αυτό της ήταν αρκετό.

-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

όχι, εσύ

 όχι, εσύ σκούπισε τα μάτια σου. μην απορροφάς άλλο τους κραδασμούς γιατί κάποια στιγμή θα ανοίξεις στα δύο και δύσκολα να κολλήσεις πάλι. ό...