Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2025

όχι, εσύ

 όχι, εσύ
σκούπισε τα μάτια σου.
μην απορροφάς άλλο
τους κραδασμούς
γιατί κάποια στιγμή
θα ανοίξεις στα δύο
και δύσκολα να κολλήσεις πάλι.
όχι, εσύ
σκούπισε τα μάτια σου.
η μέρα της κρίσης
δεν είναι ούτε αύριο, ούτε στον αιώνα τον άπαντα
είναι σήμερα, είναι κάθε στιγμή που περνάει.
τι το σκέφτεσαι τόσο πολύ
το μέλλον;
έχεις τον παρόν, να είσαι παρών
να είσαι 
εδώ και τώρα
γι' αυτό
σκούπισε τα μάτια σου.
η υπομονή δεν ανταμείβει πρόσκαιρα
η υπομονή θέλει ατσάλινα νεύρα
και πείσμα.
όχι, εσύ
σκούπισε τα μάτια σου.
όχι...εγώ;
εγώ τι;
νομίζεις πως εξαιρούμαι;
σε ποιον πιστεύεις πως
αναφέρομαι
πρώτα από όλα;
-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

 


Δημήτρη μου;
Έλα, αγάπη μου!
Βασικά, περίμενε...έρχομαι!
Η Αλίκη μπήκε στο δωμάτιο του Δημήτρη, ο οποίος της έκανε νόημα με το χέρι να περιμένει λίγο, γιατί κάτι έγραφε στο laptop του. Όταν τελείωσε, πήρε τα μάτια του από την οθόνη και την κοίταξε.
Συγγνώμη. Λοιπόν;
Ήθελα να σου πω... Η μαμά θα επισκεφθεί έναν γιατρό την Δευτέρα και θα έρθει με τον μπαμπά και την Σοφία στην Θεσσαλονίκη από την Παρασκευή. Θέλεις να φας μαζί μας το Σάββατο; Να τους γνωρίσεις, κιόλας;
Με το άκουσμα αυτής της πρότασης, Ο Δημήτρης ένιωσε λίγο άβολα. Βέβαια, έφτανε χρόνος από τότε που τα έφτιαξαν, ωστόσο...Θεωρούσε πως αυτές οι γνωριμίες γινόντουσαν κυρίως όταν το ζευγάρι το πήγαινε για γάμο ή κάτι τέτοιο. Όμως, για να μην την δυσαρεστήσει - και γιατί είχε το ενδιαφέρον της αυτού του είδους η συναναστροφή- είπε πως ναι, ευχαρίστως θα έτρωγε μαζί τους. Η Αλίκη τρελάθηκε από την χαρά της.
Μην αγχώνεσαι. Είμαι σίγουρη πως θα σε λατρέψουν!
Είμαι σίγουρος και εγώ! Η μαμά σου, τελικά...
Το ίδιο βράδυ βγήκε με τους φίλους του και το ανέφερε, κάπως διστακτικά.
Ω μωλέ τον Δημητλάκη! είπε ο Βασίλης, ακουμπώντας τον ώμο του και όλοι γέλασαν.
Μην γελάτε ρε! Καλά, δεν γαμιέται! Χαχαχα. Απλά...πρώτη φορά θα...δεν ξέρω, μου φαίνεται λίγο περίεργο.
Όλα καλά θα πάνε ρε, του είπε ο Ορέστης. Το πολύ-πολύ να σε πάρει την επόμενη μέρα ο πατέρας της και να σε απειλήσει με θάνατο αν δεν την χωρίσεις.
Τόσο χάλια είμαι ρε;
Χαχαχαχα. Φρόντισε μόνο να μην σε πιάσουν τα δικά σου. Πιες τίποτα πριν πας, να τσιλάρεις.
Αλλά μην το παρακάνεις, είπε ο Γιώργος. Γιατί αν αρχίσεις να λες τα αστεία σου και πόσο ωραίο κώλο έχει η Αλίκη και κατεβάσεις κάνα παντελόνι, πρώτη η Αλίκη θα πάθει καμία παράκρουση.
Δίκιο έχεις! είπε ο Δημήτρης. Αλλά έχει ωραίο κώλο η άτιμη!
Το Σάββατο έφτασε. Είχε ένα μπουκάλι ροζέ κρασί στο ψυγείο. Γέμισε ένα ποτήρι και το κατέβασε μονορούφι. Μετά, έπλυνε κάνα πεντάλεπτο τα δόντια του για να φύγει η μυρωδιά, πέρασε δέκα λεπτά μπροστά από την ντουλάπα του κίνησε για το σπίτι της Αλίκης, καπνίζοντας στην διαδρομή νευρικά τσιγάρα.
Το σπίτι ήταν γεμάτο με φωνές, όταν του άνοιξε την πόρτα η Αλίκη. Φορούσε τζιν παντελόνι, λευκό t-shirt και ένα σετ σκουλαρίκια που της είχε πάρει δώρο. Ο Δημήτρης κοντοστάθηκε και η κοιλιά του σφίχτηκε. Αφού βεβαιώθηκε πως δεν την έβλεπε κανείς, του έδωσε ένα πεταχτό φιλί και τον καλωσόρισε μέσα. 
Τι κρατάς εκεί; τον ρώτησε, ενώ έβγαζε τα παπούτσια του.
Σκέφτηκα να πάρω ένα κρασί, μην έρθω με άδεια χέρια. Μου είπες πως στον μπαμπά σου αρέσει το κρασί, γι' αυτό πήρα κρασί. Ένα κρασί για το σπίτι. Κρασοσπίτι. Χαχα.
Τι έπαθες;
Δεν έχω ιδέα! Αλλά το φιλί βοήθησε. 
Προσπαθώντας να χαμογελάσει, έκανε μια γκριμάτσα και η Αλίκη τον χάιδεψε στο αριστερό μπράτσο.
Μόλις μπήκαν στο σαλόνι, τον σύστησε σε όλη την οικογένεια, η μαμά μου η Ελένη, η αδερφή μου η Σοφία και ο μπαμπάς μου ο Θανάσης. Έσφιξε όλων τα χέρια, χαμογελώντας. Ο μπαμπάς της Αλίκης του το έσφιξε δυνατά και τον κοίταξε μέσα στα μάτια, ο Δημήτρης νόμιζε μέσα στην ψυχή του. Στραβοκατάπιε. 
Κάθισε, Δημήτρη, σαν το σπίτι σου! τον προσκάλεσε ο πατέρας- ο Δημήτρης υπάκουσε. Η Αλίκη μας έχει πει τόσα για σένα! είπε η μαμά. Ανυπομονούσαμε να σε γνωρίσουμε!
Το στόμα του Δημήτρη λες και ήταν κολλημένο, δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Μόνο χαμογελούσε. 
Τι ευγενικό παιδί, δίκιο είχε το Αλικάκι! Σαν το σπίτι σου, το φαγητό θα είναι έτοιμο σε λίγο!
Έμεινε μόνος με τον πατέρα της. Παρόλο που καθόταν, καταλάβαινε πως ήταν ψηλός και γεροδεμένος. Τα τόσα χρόνια στο χωράφι - η Αλίκη του είχε πει πως ο μπαμπάς της ήταν αγρότης από όταν θυμόταν τον εαυτό του- τον είχαν γαλουχήσει.
Λοιπόν, Δημήτρη! Πως είσαι;
Ξαφνιάστηκε. Μόλις τώρα παρατηρούσε την φωνή του, που, σε αντίθεση με την εμφάνισή του, ήταν απαλή και μεστή.
Καλά είμαι. Εσείς;
Και εγώ μια χαρά! Αλλά μίλα μου στον ενικό, δεν είμαι και τόσο μεγάλος!
Χαμογέλασαν.
Η Αλίκη μου είπε πως δουλεύεις σε βιβλιοπωλείο; 
Ναι, ναι!
Αυτό σπούδασες ή εκεί σε έφερε η ζωή;
Τέλειωσα Φιλολογία, εδώ, στο Α.Π.Θ., αλλά εκεί με έφερε η ζωή, χαχα.
Η Αλίκη μου είπε οτι γράφεις κιόλας. Μπράβο σου!
Ευχαριστώ πολύ!
Ξέρεις, στα νιάτα μου έγραφα και εγώ. Λίγο το Κόμμα, λίγο οι συναναστροφές, λίγο η εποχή, άνοιξα μερικά βιβλία και το είχα νεανική τρέλα. Έτσι έριξα και την μαμά της Αλίκης, της έγραψα ένα ποίημα.
Πολύ ρομαντικό! είπε ο Δημήτρης και χαμογέλασε.
Από ρομαντισμούς, άλλο τίποτα! Αλλά μετά έκανα οικογένεια, υποχρεώσεις, ξέρεις...τα άφησα πίσω μου. Αλλά δεν μετανιώνω, μεγάλωσα δύο υπέροχα κορίτσια και έχω μια γυναίκα που με αγαπάει και την αγαπάω, ακόμα και τόσα χρόνια μετά. 
Ξεκίνησε τις ιστορίες του; ακούστηκε η μαμά της Αλίκης, πλησιάζοντάς τους.
Έλεγα στον Δημήτρη πως σε έκανα να με ερωτευτείς! της είπε και του έκλεισε το μάτι γελώντας.
Απαπα, τι του λες του παιδιού, καλέ! Άντε, ελάτε να φάμε, τα κορίτσια έστρωσαν το τραπέζι.
Σηκώθηκαν και οι δύο σχεδόν ταυτόχρονα. Ο Δημήτρης έκανε χώρο να περάσει πρώτος ο πατέρας της Αλίκης και εκείνος το κατάλαβε. 
Στο τραπέζι, τα πράγματα κύλησαν όμορφα, με συζήτηση, φαγητό και ποτό. Μια ευδαιμονία πρωτόγνωρη εξουσίασε τον Δημήτρη και του επέτρεψε να είναι όπως ο ίδιος πίστευε πως έπρεπε να είναι, για να κάνει καλή εντύπωση. Του άρεσε εκείνο το κλίμα. Δεν χρειαζόταν να παριστάνει κάποιον άλλον. Στις κλεφτές ματιές που έριχνε στην Αλίκη, το καταλάβαινε από τα μάτια της πως όλα πήγαιναν καλά. Και αυτό ήταν το πιο σημαντικό. 
Οι γονείς μου σε λάτρεψαν! Και η αδερφή μου σε συμπάθησε, πράγμα περίεργο! Αχ, είμαι τόσο ευτυχισμένη, του είπε η Αλίκη το επόμενο βράδυ, όταν πήγε σπίτι του, ενώ ξάπλωναν στο κρεβάτι.
Αν τους έδωσα καλή πρώτη εντύπωση χαίρομαι! Δεν ήξερα πως θα πήγαινε όλο αυτό. Σε ευχαριστώ που με προσκάλεσες! είπε ο Δημήτρης και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
Η χαρά είναι δική μου. Ο μπαμπάς μου είπε να σε παντρευτώ να μην σε χάσω! Χαχαχα.
Έχουν χιούμορ οι δικοί σου. Και φαίνονται κουλ άνθρωποι. Περίεργος χαρακτηρισμός για γονείς, δεν μου ήρθε κάτι άλλο, χαχαχα. Με την αδερφή σου μοιάζετε περισσότερο από κοντά από ό,τι στις φωτογραφίες. Έχετε το ίδιο χαμόγελο, τα ίδια χαρακτηριστικά.
Και έχουμε τόσα χρόνια διαφορά, φαντάσου! 
Εσένα οι δικοί σου πότε θα έρθουν; Θα ήθελα να τους γνωρίσω κάποια στιγμή. 
Έχουν πεθάνει οι δικοί μου! είπε με τέρμα σοβαρό ύφος και αμέσως γέλασε. Συγγνώμη, μου βγήκε απότομα! Πολύ κακό αστείο...
Η Αλίκη άρχισε να τον σφαλιαρίζει στο μπράτσο.
Δεν-λέμε-τέτοια-ά-στεία! Χαζέ!
Φαντάζομαι όταν ξαναέρθουν μπορούμε να..ναι, γιατί όχι;
Ωραία!
Τότε, κλείστηκε για λίγο στον εαυτό του. 
Τι έπαθες, αγάπη μου; τον ρώτησε η Αλίκη. Σοβάρεψες απότομα.
Να...είναι που...οι δικοί σου είναι τόσο...και οι δικοί μου, δηλαδή, αλλά...μπορώ να σου εξομολογηθώ κάτι; 
Φυσικά! Ό,τι θέλεις!
Ο Δημήτρης τακτοποιήθηκε καλύτερα στην θέση του και καθάρισε τον λαιμό του.
Σας ζήλεψα σήμερα. Δε μου φάνηκε πως ήταν ένα...ας το πούμε θέατρο όλο αυτό. Μου φάνηκε πως έτσι είστε γενικά σαν οικογένεια. Και ήταν τόσο ωραίο! Όχι πως η δικιά μου είναι καμία οικογένεια αγροίκων και άξεστων, απλά...τους αγαπάω και είναι αίμα μου...καμιά φορά, όμως, θα ήθελα να είναι λίγο διαφορετικοί όταν είμαστε όλοι μαζί. Λίγο σαν τους δικούς σου. Είμαι κακός αν το πω αυτό; Έχουν κάνει τόσα για μένα, αλλά νιώθω πως...δεν ξέρω... είναι σα να λέω πως ντρέπομαι γι' αυτούς, αλλά δεν ισχύει! Είμαι τόσο ηλίθιος!
Ένιωσε τα μάτια του να υγραίνονται και δεν μπόρεσε να τα συγκρατήσει. Η Αλίκη έπεσε πάνω του και τον αγκάλιασε. 
Δημήτρη μου! Μη νιώθεις έτσι! Και εμένα οι γονείς μου δεν είναι οι τέλειοι άνθρωποι, έχουν τα ελαττώματα τους, όπως όλοι οι άνθρωποι. Και είμαι σίγουρη πως οι γονείς σου είναι υπέροχοι άνθρωποι, γιατί έφεραν στον κόσμο και μεγάλωσαν έναν υπέροχο άνθρωπο! Αν νιώθεις αμήχανα, δεν πειράζει! Θα τους γνωρίσω όταν είσαι έτοιμος.
Του σκούπισε τα μάτια και τον φίλησε στο μάγουλο. Όταν ηρέμησε, ο Δημήτρης την κοίταξε στα μάτια και της έπιασε τα χέρια.
Συγγνώμη. Δεν ξέρω τι με έπιασε. Μου είπαν οτι μπορεί να έρθουν την άλλη εβδομάδα. Θα τους πω οτι θα έρθεις να φας μαζί μας. Η μαμά θα πετάξει από την χαρά της. Ο μπαμπάς δεν θα το δείξει, είμαι σίγουρος, αλλά θα ενθουσιαστεί και αυτός με την μέλλουσα κυρία Φωτιάδη!
Μμμμ, δεν έχεις τόσα λεφτά για να μου πάρεις την βέρα που θέλω!
Ναι, αλλά έτσι ξέρω πως δεν είσαι μαζί μου για τα λεφτά.
Σίγουρα δεν είμαι μαζί σου για το χιούμορ σου!
Πήρες όλο το πακέτο, αγαπητή! Αποδέξου τις συνέπειες!
Ω, ήμουν τόσο αθώα, δεν ήξερα που έμπλεκα!
Έπεσε πάνω της και άρχισε να την γαργαλάει. Και όλα τα σύννεφα καθάρισαν από τον ουρανό και ο ήλιος βγήκε.

-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)


Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

άτιτλο

δεν μπορώ 
να κάνω
τίποτα παραπάνω
από τις δυνάμεις μου
σε μερικές περιπτώσεις.
μονάχα να επιμένω
και να ελπίζω
πως κάπως, με κάποιο τρόπο
τα πράγματα 
θα πάρουν τον δρόμο τους
και όλα 
θα πάνε
εντάξει.
- Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Περασμένες ζωές (9)



Ο Λευτέρης που είναι; ρώτησε ο Δημήτρης.
Έξω, μιλάει με την δικιά του στο τηλέφωνο.
Σε ένα πάρτι ήρθαμε, ξινό θα μας το βγάλει!
Αφού είναι πάρα πολύ ερωτευμένοι ρε! είπε ο Ορέστης και γέλασαν. 
Έχει κόσμο πάντως, ε;
Γάμησε τα!
Ξέρει η Κωνσταντίνα τόσους πολλούς ανθρώπους;
Φίλοι, γνωστοί, γνωστοί γνωστών, είναι ανοιχτό πάρτι. Να πάω να την βρω λίγο, μήπως γλιτώσω τον χωρισμό; 
Πήγαινε. Θα περιμένω τους άλλους εδώ.
Σίγουρος; 
Ναι.
Ο Ορέστης έφυγε και ο Δημήτρης έμεινε μόνος του. O Βασίλης και ο Γιώργος είχαν βρει δύο κοπέλες και μιλούσαν μαζί τους. Ο Δημήτρης κοίταζε δεξιά αριστερά αμήχανα και έπινε το ποτό του. Δεν ήθελε να την χαλάσει στους άλλους και περίμενε μήπως ο Λευτέρης εμφανιζόταν. Πριν το καταλάβει, το ποτήρι του άδειασε και πήγε να το ξαναγεμίσει. Μόλις άφησε κάτω το τζιν, είδε το χέρι του Λευτέρη να πιάνει την βότκα.
Τι έγινε ρε; Που είσαι χαμένος; τον ρώτησε ο Δημήτρης.
Η Μαρία είναι αδιάθετη και όλα την πειράζουν. Θέλει παρέα.
Θα φύγεις;
Όχι ρε, πας καλά; Τόσο καιρό έχουμε να βρεθούμε. Που είναι οι άλλοι;
Ο Βασίλης και ο Γιώργος επί τω έργω. Ο Ορέστης εκτελεί τα συζυγικά του καθήκοντα.
Γνωρίζεις κανέναν εδώ μέσα, εκτός από την Κωνσταντίνα;
Εκτός από τις φίλες της, μπααα. Είμαι σε άγνωστη περιοχή.
Γιατί δεν πας να μιλήσεις σε καμία; Είδα μερικές μοναχούλες, που περιμένουν τους πρίγκιπες τους.
Έχω το άλογο για σέρβις, άραξε. Χαχαχα.
Ο Βασίλης και ο Γιώργος ήρθαν κοντά τους εκείνη την στιγμή.
Τι έγινε ρε; είπε ο Λευτέρης.
Μαλακίες. Ξεκίνησε τα δικά του και τις ξενέρωσε, είπε ο Βασίλης.
Εγώ φταίω ρε; Που τις είπα για τους ιαγουάρους στην Αριζόνα; Αυτές είναι ξινές! απάντησε ο Γιώργος.
Πάλι με το πουλί στο χέρι; είπε ο Δημήτρης.
Άραξε, η νύχτα είναι μεγάλη και οι δεσποσύνες μόνες! είπε ο Βασίλης και ύψωσε το ποτήρι του, για να τσουγκρίσουν. 
Ο Δημήτρης κάπνιζε μόνος του έξω. Το πάρτι είχε αρχίσει να παίρνει μπροστά. Τσέκαρε λίγο το κινητό του, αλλά γρήγορα βαρέθηκε. Θα έκανε το τσιγάρο του και θα πήγαινε μέσα. Είχε πιει μερικά ποτά, κάτι σφηνάκια και είχε κάνει καλό κεφάλι. Έτσι όπως κοίταζε δεξιά αριστερά, παρατήρησε μια κοπέλα να στέκεται μόνη της, να κρατάει ένα ποτήρι και να λικνίζεται. Ήταν πανέμορφη, έτσι τουλάχιστον του φάνηκε. Είχε πιει αρκετά για να μην έχει αναστολές και είχε πιει αρκετά για να νιώθει το βάρος της μοναξιάς. Χωρίς να το σκεφτεί, την πλησίασε. 
Συγγνώμη, έχεις αναπτήρα, γιατί ο δικός μου τελείωσε;
Συγγνώμη, δεν καπνίζω! του απάντησε με χαμόγελο. Τον μαγνήτισε εκείνο το χαμόγελο.
Α, επειδή είσαι έξω, γι' αυτό...είσαι μέσα, στο πάρτι ή είμαι περίεργος και σε ενοχλώ;
Εκείνη γέλασε.
Ναι, ναι. Βγήκα για να πάρω λίγο αέρα. Και εσύ στο πάρτι;
Ναι, ναι. Ξέρεις την Κωνσταντίνα; 
Μια φίλη μου την ξέρει, η Μαρίνα, ήταν συμφοιτήτριες. Δεν πηγαίνω γενικά σε πάρτι, αλλά με ζάλισαν λίγο να έρθω, χαχαχα. Σκέφτηκα πως δεν θα ήταν άσχημα να αλλάξω κάπως παραστάσεις. Εσύ;
Είμαι φίλος με το αγόρι της Κωνσταντίνας. Συχνάζω σε πάρτι και συνήθως γίνομαι ρεζίλι σε αυτά. Χαχαχα. Με λένε Δημήτρη. Εσένα;
Αλίκη, χάρηκα!
Έτειναν τα χέρια τους και τα έσφιξαν.
Πάντως, για την ώρα δεν έχεις γίνει ρεζίλι, χαχαχα.
Δώσε μου δύο ποτά ακόμη και θα με δεις να χορεύω πάνω σε κανένα τραπέζι ή να κυνηγάω κάποιον φίλο μου. Χαχαχαχα.
Κάνεις τέτοια;
Κανονικά όχι. Αλλά καμιά φορά έρχεται στην επιφάνεια ο άλλος μου εαυτός και τον μισώ όταν το κάνει. 
Ενδιαφέρον. Θα ήθελα να έχω και εγώ έναν τέτοιο εαυτό, αλλά είμαι ξενέρωτη.
Μπα, δεν το νομίζω!
Πως το ξέρεις, μόλις γνωριστήκαμε.
Ο Δημήτρης σκάλωσε. Η Αλίκη άρχισε να γελάει δυνατά.
Σε πειράζω καλέ! Είσαι και ντροπαλός!
Προσπαθώ να μην είμαι, χαχαχα.
Πως σου φαίνεται το πάρτι;
Ωραίο! Έχει κόσμο, ποτά, ωραία μουσική. Δεν έχω παράπονο. Εσένα;
Δεν είναι αυτό που συνηθίζω, όπως σου είπα, αλλά και εγώ δεν έχω παράπονο. Μέχρι στιγμής, περνάω μια χαρά.
Και τώρα που με γνώρισες, ακόμα καλύτερα! Όχι; Εντάξει, το παίρνω πίσω! Χαχαχα.
Μην το λες! Δύο αγόρια ήρθαν πριν να μιλήσουν σε μένα και μια φίλη μου και ήταν λίγο περίεργοι. Εσύ είσαι μια χαρά!
Δύο αγόρια ε; 
Ναι, γιατί;
Τίποτα, κάτι δικό μου. Βλέπω, το ποτήρι σου είναι άδειο. Το ίδιο και το δικό μου. Να τα γεμίσω και να έρθω πάλι έξω; Ή θέλεις να μπεις μέσα;
Δεν θα με πείραζε να καθίσω και άλλο έξω. 
Ωραία! Τι πίνεις;
Τζιν με τόνικ.
Επιστρέφω!
Ήθελε να πάει τρέχοντας μέσα, να πάρει νέα ποτά και να βγει τρέχοντας έξω. Φοβόταν πως, όταν θα έβγαινε ξανά, δεν θα την έβλεπε εκεί. Ή θα ήταν με φίλες της. Ή θα την είχε πλησιάσει κάποιος άλλος. Ενώ ήταν στο μπαρ, ο Ορέστης τον πλησίασε.
Που χάθηκες ρε;
Ε; Εγώ...Εεεεε...
Το χαμόγελο του Ορέστη έφτασε μέχρι τα αυτιά, γιατί είδε τα δύο ποτήρια.
Βρε! Βρε άτιμε! Βρε συ!
Ναι, ναι, ό,τι πεις! Χαχαχα.
Άντε, άντε, βουρ! Μην σε καθυστερώ! Ποια είναι;
Αλίκη την λένε. Φίλη φίλης της δικιάς σου. Την ξέρεις; 
Όχι, δεν έχω ιδέα. Άντε πάνε τώρα και τα λέμε μετά.
Ο Δημήτρης βγήκε με τα δύο ποτήρια στο χέρι και βρήκε την Αλίκη να είναι στην ίδια θέση και να παίζει με τα μαλλιά της. Η καρδιά του ηρέμησε και πήγε κοντά της. Της πρόσφερε το ποτό της και τσούγκρισαν. Η βραδιά είχε αποκτήσει, επιτέλους, ενδιαφέρον!
-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025

πρόσωπο στο τζάμι

δεν ανήκω εδώ 
αλλά ούτε εκεί ανήκω.
αναζητώ ακόμα
το μέρος μου-
πόσα χρόνια μετράω πλέον;
χάνω πατήματα τη στιγμή
που νομίζω πως τα έχω
βρει.
λέω δεν πειράζει
λίγο ακόμα, λίγο ακόμα
αν και μέσα μου
με καίει-
πόσο λίγο είναι αυτό το λίγο, πια;
η ανάσα μου θάμπωσε
ένα τζάμι
και με τον δείκτη του δεξιού μου χεριού
σχημάτισα ένα χαμόγελο
και όταν έβαλα το κεφάλι μου μπροστά
με είδα να χαμογελάω
και πήρα λίγο θάρρος πάλι.
(ευτυχώς το θάμπωμα
έκρυβε κάπως τα μάτια μου).
κάποια μέρα, το ξέρω, κάποια μέρα
τα φτερά μου 
θα ανοίξουν διάπλατα
και τότε, από ψηλά
θα δω τον κόσμο 
ξανά
με μάτια πιο καθαρά.
- Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

Περασμένες ζωές (8)



Θέλεις να πάμε σε βραδιά τζαζ; ρώτησε τον Δημήτρη. Εκείνος άφησε το στυλό κάτω και την κοίταξε με περιέργεια.
Βραδιά τζαζ;
Ναι. Βλέπω εδώ οτι έχει σε ένα μαγαζί στο κέντρο. Τι λες;
Ο Δημήτρης έτριψε τα μάτια του και την κοίταξε.

Ενδιαφέρον. Είχα πάει πριν αρκετά χρόνια, με έναν φίλο μου. Δεν θυμάμαι το μαγαζί, βέβαια, στο κέντρο ήταν, όμως. Γιατί όχι; 
Τέλεια! 
Πότε είναι;
Την Πέμπτη.
Μεθαύριο;
Ναι.
Κάτσε να σκεφτώ...σχολάω βράδυ από την δουλειά, οπότε ναι, μπορούμε να πάμε απευθείας.
Θα έρθω να σε πάρω.
Θέλεις να με πάρεις και τώρα μήπως; 
Η Αλίκη του πέταξε ένα μαξιλάρι και γέλασε. Ο Δημήτρης σηκώθηκε από την καρέκλα, την πλησίασε, έπεσε στην αγκαλιά της και την φίλησε. 
Τι ωραίο που κάνουμε καινούργια πράγματα, αγάπη μου! είπε η Αλίκη.
Όχι ακριβώς. Ας πούμε, δεν σου αρέσει η rock εσένα. Όποτε σου λέω για live, το απορρίπτεις χωρίς δεύτερη σκέψη.
Εγώ φταίω; Κλειστός χώρος, ιδρώτας, ορθοστασία...δεν είναι για εμένα αυτά! Αλλά θα πάμε μαζί μια φορά, στο υπόσχομαι!
Τι να σε κάνω, μια σε έχω!
Αααα, δηλαδή χάρη μου κάνεις, ε;
Ε, μα! 
Φιλήθηκαν πάλι. Ο Δημήτρης ξάπλωσε ανάσκελα και ακούμπησε το κεφάλι του στα μπούτια της Αλίκης. Εκείνη άρχισε να του χαϊδεύει τα μαλλιά.
Αλίκη;
Ναι, αγάπη μου.
Τι πιστεύεις οτι γίνεται αφού πεθάνουμε;
Η Αλίκη συνοφρυώθηκε.
Ε; Πως σου ήρθε αυτό;
Κάτι έγραφα τώρα...και αφορά τον θάνατο... όχι δοκίμιο, είναι, ας πούμε, μια σκηνή που ο πρωταγωνιστής πάει στον τάφο ενός γνωστού του, ο οποίος τον τραμπούκιζε όταν ήταν μικρά παιδιά και του έκανε λίγο δύσκολη την ζωή...πάει εκεί, τέλος πάντων, πάνω από το μνήμα και αρχίζει να του λέει όλα όσα κρατούσε μέσα του και αναρωτιέται τι συμβαίνει τώρα που είναι νεκρός, που δεν υπάρχει πια. Δεν ξέρω αν θα το κρατήσω για κάπου, αλλά μου φάνηκε ενδιαφέρουσα ιδέα. Και μετά με έπιασαν απορίες.
Δύσκολα ερωτήματα μου βάζεις. Και βαριά!
Ο Δημήτρης σηκώθηκε και κάθισε δίπλα στην Αλίκη.
Εγώ, ας πούμε, πιστεύω πως, αφού πεθάνουμε, παύουμε να υπάρχουμε. Καπούτ, τίποτα! Έχω την ρομαντική σκέψη πως αυτά τα 21 γραμμάρια που λένε φεύγουν από το σώμα, η ψυχή μας δηλαδή, αλλά από κει και πέρα, ούτε παράδεισος, ούτε κόλαση, ούτε μετενσάρκωση σε ζαρκάδια και δελφίνια.
Λίγο πεσιμιστική αντίληψη, δε νομίζεις; τον ρώτησε. 
Μπορεί. Εκεί έχω καταλήξει, όμως. Κατανοώ την ανάγκη για να δώσουμε μια έννοια στο άγνωστο, σύμφωνα με τις δικές μας αντιλήψεις και τις ανθρώπινες αδυναμίες, πως αν κάνουμε καλό θα ανταμειφθούμε αιώνια και το αντίστροφο, αλλά δεν μπορώ να τα δεχθώ πια. Παλιά, ναι! Τα πίστευα με όλη μου την καρδιά. Αλλά πλέον όχι...
Η Αλίκη του έπιασε τα χέρια και άρχισε να τα χαϊδεύει.
Θυμάσαι που σου είπα πως έχει πεθάνει η γιαγιά μου, ε;
Ναι.
Ήμασταν πολύ δεμένες. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Όλοι την σεβόντουσαν και την συμπαθούσαν. Έζησε ήσυχη ζωή και δεν έκανε κακό σε κανέναν. Μια μέρα, στα ξαφνικά, έπαθε εγκεφαλικό και...δεν μπορώ να το δεχθώ πως αυτός ο άνθρωπος απλά έφυγε! Πως πάει, αυτό ήταν! Και για άλλους, δηλαδή. Αλλά με την γιαγιά το ένιωσα πρώτα και πιο έντονα! Δεν είναι πως απλά θέλω να το πιστεύω, αλλά πρέπει να το πιστεύω. Με καταλαβαίνεις; Γιατί αλλιώς...
Το χάιδεμα σταμάτησε. Οι ώμοι της Αλίκης άρχισαν να τραντάζονται. Ο Δημήτρης την αγκάλιασε και την φίλησε στο μέτωπο.
Σσσσ, ηρέμησε...Δεν ήθελα να στο θυμίσω. Δεν θέλω να σε βλέπω δυστυχισμένη. Αλίκη, κοίταξε με!
Η Αλίκη σήκωσε το κεφάλι της. Τα μάτια της ήταν υγρά.
Είσαι τόσο όμορφη! Μάτια μου όμορφα! Ακόμα και όταν κλαις, είσαι τόσο ωραία! Μην κλαις άλλο! Είμαι εγώ εδώ, εντάξει; Ήταν ηλίθιο αυτό που ρώτησα, με συγχωρείς...
Η Αλίκη σκούπισε τα μάτια της και του χαμογέλασε.
Δεν φταις εσύ. Εγώ πρέπει να σταματήσω να είμαι τόσο χαζή, τόσο αθώα. Μπορεί να έχεις δίκιο...
Μπορείς να πιστεύεις ό,τι θέλεις. Και εγώ το ίδιο θα κάνω. Γι' αυτό σε αγαπάω. Γιατί μπορούμε να λέμε τέτοια πράγματα, χωρίς φόβο, χωρίς ενοχές. Εσύ είσαι εσύ και εγώ είμαι εγώ. Και δεν μπορεί να μας το πάρει κανένας αυτό. Εντάξει; Γι' αυτό σκούπισε τα μάτια σου και χαμογέλα. Όλα είναι καλά! Σκέψου την βραδιά τζαζ. Θυμάσαι που μου είχες πει οτι θα ήθελες να είχες μάθει πιάνο και...
-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)


όχι, εσύ

 όχι, εσύ σκούπισε τα μάτια σου. μην απορροφάς άλλο τους κραδασμούς γιατί κάποια στιγμή θα ανοίξεις στα δύο και δύσκολα να κολλήσεις πάλι. ό...