Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Περασμένες ζωές (9)



Ο Λευτέρης που είναι; ρώτησε ο Δημήτρης.
Έξω, μιλάει με την δικιά του στο τηλέφωνο.
Σε ένα πάρτι ήρθαμε, ξινό θα μας το βγάλει!
Αφού είναι πάρα πολύ ερωτευμένοι ρε! είπε ο Ορέστης και γέλασαν. 
Έχει κόσμο πάντως, ε;
Γάμησε τα!
Ξέρει η Κωνσταντίνα τόσους πολλούς ανθρώπους;
Φίλοι, γνωστοί, γνωστοί γνωστών, είναι ανοιχτό πάρτι. Να πάω να την βρω λίγο, μήπως γλιτώσω τον χωρισμό; 
Πήγαινε. Θα περιμένω τους άλλους εδώ.
Σίγουρος; 
Ναι.
Ο Ορέστης έφυγε και ο Δημήτρης έμεινε μόνος του. O Βασίλης και ο Γιώργος είχαν βρει δύο κοπέλες και μιλούσαν μαζί τους. Ο Δημήτρης κοίταζε δεξιά αριστερά αμήχανα και έπινε το ποτό του. Δεν ήθελε να την χαλάσει στους άλλους και περίμενε μήπως ο Λευτέρης εμφανιζόταν. Πριν το καταλάβει, το ποτήρι του άδειασε και πήγε να το ξαναγεμίσει. Μόλις άφησε κάτω το τζιν, είδε το χέρι του Λευτέρη να πιάνει την βότκα.
Τι έγινε ρε; Που είσαι χαμένος; τον ρώτησε ο Δημήτρης.
Η Μαρία είναι αδιάθετη και όλα την πειράζουν. Θέλει παρέα.
Θα φύγεις;
Όχι ρε, πας καλά; Τόσο καιρό έχουμε να βρεθούμε. Που είναι οι άλλοι;
Ο Βασίλης και ο Γιώργος επί τω έργω. Ο Ορέστης εκτελεί τα συζυγικά του καθήκοντα.
Γνωρίζεις κανέναν εδώ μέσα, εκτός από την Κωνσταντίνα;
Εκτός από τις φίλες της, μπααα. Είμαι σε άγνωστη περιοχή.
Γιατί δεν πας να μιλήσεις σε καμία; Είδα μερικές μοναχούλες, που περιμένουν τους πρίγκιπες τους.
Έχω το άλογο για σέρβις, άραξε. Χαχαχα.
Ο Βασίλης και ο Γιώργος ήρθαν κοντά τους εκείνη την στιγμή.
Τι έγινε ρε; είπε ο Λευτέρης.
Μαλακίες. Ξεκίνησε τα δικά του και τις ξενέρωσε, είπε ο Βασίλης.
Εγώ φταίω ρε; Που τις είπα για τους ιαγουάρους στην Αριζόνα; Αυτές είναι ξινές! απάντησε ο Γιώργος.
Πάλι με το πουλί στο χέρι; είπε ο Δημήτρης.
Άραξε, η νύχτα είναι μεγάλη και οι δεσποσύνες μόνες! είπε ο Βασίλης και ύψωσε το ποτήρι του, για να τσουγκρίσουν. 
Ο Δημήτρης κάπνιζε μόνος του έξω. Το πάρτι είχε αρχίσει να παίρνει μπροστά. Τσέκαρε λίγο το κινητό του, αλλά γρήγορα βαρέθηκε. Θα έκανε το τσιγάρο του και θα πήγαινε μέσα. Είχε πιει μερικά ποτά, κάτι σφηνάκια και είχε κάνει καλό κεφάλι. Έτσι όπως κοίταζε δεξιά αριστερά, παρατήρησε μια κοπέλα να στέκεται μόνη της, να κρατάει ένα ποτήρι και να λικνίζεται. Ήταν πανέμορφη, έτσι τουλάχιστον του φάνηκε. Είχε πιει αρκετά για να μην έχει αναστολές και είχε πιει αρκετά για να νιώθει το βάρος της μοναξιάς. Χωρίς να το σκεφτεί, την πλησίασε. 
Συγγνώμη, έχεις αναπτήρα, γιατί ο δικός μου τελείωσε;
Συγγνώμη, δεν καπνίζω! του απάντησε με χαμόγελο. Τον μαγνήτισε εκείνο το χαμόγελο.
Α, επειδή είσαι έξω, γι' αυτό...είσαι μέσα, στο πάρτι ή είμαι περίεργος και σε ενοχλώ;
Εκείνη γέλασε.
Ναι, ναι. Βγήκα για να πάρω λίγο αέρα. Και εσύ στο πάρτι;
Ναι, ναι. Ξέρεις την Κωνσταντίνα; 
Μια φίλη μου την ξέρει, η Μαρίνα, ήταν συμφοιτήτριες. Δεν πηγαίνω γενικά σε πάρτι, αλλά με ζάλισαν λίγο να έρθω, χαχαχα. Σκέφτηκα πως δεν θα ήταν άσχημα να αλλάξω κάπως παραστάσεις. Εσύ;
Είμαι φίλος με το αγόρι της Κωνσταντίνας. Συχνάζω σε πάρτι και συνήθως γίνομαι ρεζίλι σε αυτά. Χαχαχα. Με λένε Δημήτρη. Εσένα;
Αλίκη, χάρηκα!
Έτειναν τα χέρια τους και τα έσφιξαν.
Πάντως, για την ώρα δεν έχεις γίνει ρεζίλι, χαχαχα.
Δώσε μου δύο ποτά ακόμη και θα με δεις να χορεύω πάνω σε κανένα τραπέζι ή να κυνηγάω κάποιον φίλο μου. Χαχαχαχα.
Κάνεις τέτοια;
Κανονικά όχι. Αλλά καμιά φορά έρχεται στην επιφάνεια ο άλλος μου εαυτός και τον μισώ όταν το κάνει. 
Ενδιαφέρον. Θα ήθελα να έχω και εγώ έναν τέτοιο εαυτό, αλλά είμαι ξενέρωτη.
Μπα, δεν το νομίζω!
Πως το ξέρεις, μόλις γνωριστήκαμε.
Ο Δημήτρης σκάλωσε. Η Αλίκη άρχισε να γελάει δυνατά.
Σε πειράζω καλέ! Είσαι και ντροπαλός!
Προσπαθώ να μην είμαι, χαχαχα.
Πως σου φαίνεται το πάρτι;
Ωραίο! Έχει κόσμο, ποτά, ωραία μουσική. Δεν έχω παράπονο. Εσένα;
Δεν είναι αυτό που συνηθίζω, όπως σου είπα, αλλά και εγώ δεν έχω παράπονο. Μέχρι στιγμής, περνάω μια χαρά.
Και τώρα που με γνώρισες, ακόμα καλύτερα! Όχι; Εντάξει, το παίρνω πίσω! Χαχαχα.
Μην το λες! Δύο αγόρια ήρθαν πριν να μιλήσουν σε μένα και μια φίλη μου και ήταν λίγο περίεργοι. Εσύ είσαι μια χαρά!
Δύο αγόρια ε; 
Ναι, γιατί;
Τίποτα, κάτι δικό μου. Βλέπω, το ποτήρι σου είναι άδειο. Το ίδιο και το δικό μου. Να τα γεμίσω και να έρθω πάλι έξω; Ή θέλεις να μπεις μέσα;
Δεν θα με πείραζε να καθίσω και άλλο έξω. 
Ωραία! Τι πίνεις;
Τζιν με τόνικ.
Επιστρέφω!
Ήθελε να πάει τρέχοντας μέσα, να πάρει νέα ποτά και να βγει τρέχοντας έξω. Φοβόταν πως, όταν θα έβγαινε ξανά, δεν θα την έβλεπε εκεί. Ή θα ήταν με φίλες της. Ή θα την είχε πλησιάσει κάποιος άλλος. Ενώ ήταν στο μπαρ, ο Ορέστης τον πλησίασε.
Που χάθηκες ρε;
Ε; Εγώ...Εεεεε...
Το χαμόγελο του Ορέστη έφτασε μέχρι τα αυτιά, γιατί είδε τα δύο ποτήρια.
Βρε! Βρε άτιμε! Βρε συ!
Ναι, ναι, ό,τι πεις! Χαχαχα.
Άντε, άντε, βουρ! Μην σε καθυστερώ! Ποια είναι;
Αλίκη την λένε. Φίλη φίλης της δικιάς σου. Την ξέρεις; 
Όχι, δεν έχω ιδέα. Άντε πάνε τώρα και τα λέμε μετά.
Ο Δημήτρης βγήκε με τα δύο ποτήρια στο χέρι και βρήκε την Αλίκη να είναι στην ίδια θέση και να παίζει με τα μαλλιά της. Η καρδιά του ηρέμησε και πήγε κοντά της. Της πρόσφερε το ποτό της και τσούγκρισαν. Η βραδιά είχε αποκτήσει, επιτέλους, ενδιαφέρον!
-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

όχι, εσύ

 όχι, εσύ σκούπισε τα μάτια σου. μην απορροφάς άλλο τους κραδασμούς γιατί κάποια στιγμή θα ανοίξεις στα δύο και δύσκολα να κολλήσεις πάλι. ό...