Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022




Μην βάλετε ποτέ πατάτες τηγανητές στον καταψύκτη, με σκοπό να τις ξεπαγώσετε κάποια στιγμή για να τις φάτε. Αλήθεια σας λέω, μην το σκεφτείτε καν σαν ιδέα, δεν θα έχετε καλά ξεμπερδέματα. Εκτός του οτι η γεύση θα είναι άθλια, μπορεί να έχετε διάφορες επιπλοκές με την υγεία σας, σωματικές και μη. Πάρτε για παράδειγμα τον φίλο μου τον Διονύση και τι του συνέβη πριν λίγο καιρό.

Είχα πάει στο σπίτι του για να αράξουμε, αφού σχόλασα από την δουλειά. Ήταν Πέμπτη και δεν είχαμε όρεξη να βγούμε έξω, αλλά θέλαμε να πιούμε καμιά μπύρα και να τα πούμε, γιατί είχαμε να βρεθούμε, κοντά στην βδομάδα. Η ώρα ήταν εννιά το βράδυ όταν έφτασα κάτω από την πολυκατοικία του και χτύπησα το θυροτηλέφωνο. Ανέβηκα πάνω και με περίμενε στην πόρτα, φορώντας μόνο το μποξεράκι του, το οποίο κατέβασε όταν με είδε, δείχνοντάς μου τον κώλο του που τον βάρεσε σφαλιάρα. Σκάλωσα και με έπιασε σπαστικό γέλιο. Ο Διονύσης με άκουσε και άρχισε να γελάει και αυτός.
<<Τι φάση ρε;>> του είπα, ενώ έβγαζα τα παπούτσια μου.
<<Δεν ξέρω. Με έπιασε η μαλακία μου. Κάτσε μέσα, ντύνομαι και έρχομαι. Έφερες μπύρες;>>
<<Ναι ρε. Αφήνω δύο έξω και τις άλλες τις βάζω στο ψυγείο>>.
<<Κομπλέ>>.
Όταν εμφανίστηκε πάλι ο Διονύσης, ντυμένος αυτή την φορά, είχα κιόλας ανοίξει τις πρώτες μπύρες. Τσουγκρίσαμε τα μπουκάλια και αρχίσαμε να μιλάμε. Κανένα μισάωρο μετά και αφού ανοίξαμε τις δεύτερες μπύρες, χωρίς να πει κουβέντα, σηκώθηκε και πήγε προς την κουζίνα. Συνοφρυώθηκα και τον ακολούθησα. Είχε ανοίξει τον καταψύκτη και ψαχούλευε κάτι μέσα.
<<Τι φάση;>> τον ρώτησα απορημένος
<<Α, ναι , σόρρυ. Χαχαχαχα. Με έπιασε μια λιγούρα>>.
<<Τι θα φτιάξεις;>>
<<Θα ζεστάνω πατάτες τηγανητές>>,είπε , βγάζοντας ένα τάπερ μέσα από τον καταψύκτη.
<<Ε; Εκεί τις έχεις;>>.
<<Ναι, γιατί;>>
<<Χάλια θα γίνουν έτσι ρε. Μην τις φας>>.
<<Μπαααα. Το έχω ξανακάνει. Μια χαρά είναι>>.
<<Άντε καλά. Εσύ ξέρεις>>.
Πήγα τις μπύρες στην κουζίνα, όσο το φαγητό του ζεσταινόταν. Για κάποιο λόγο δεν μιλούσαμε. Απλά πίναμε μικρές γουλιές μπύρας και κοιτάζαμε τον φούρνο. Κάπου στα πέντε λεπτά μετά, το κινητό του Διονύση δόνησε. Το σήκωσε, γούρλωσε τα μάτια και το άφησε πάλι κάτω.
<<Τι έγινε ρε;>> 
<<Η Ιωάννα...>>
<<Η Ιωάννα; Η Ιωάννα η...;>>
<<Γάμησε τα.  Δεν σου είπα; Πριν από τρείς βδομάδες περίπου με πήρε στο άκυρο, ένα βράδυ. Το σήκωσα. Ήταν μεθυσμένη. Τελικά μιλήσαμε για λίγο και το έκλεισα. Από τότε με έχει πάρει άλλες δύο φορές. Έχω την εντύπωση πως με παίρνει όταν μεθάει>>.
<<Έξι μήνες, ε;>>
<<Χμ;>>.
<<Έξι μήνες δεν έχει που χωρίσατε;>>
<<Κάπου τόσο. Και δεν ξέρω τι ακριβώς θέλει. Εκείνη με χώρισε. Και τώρα με παίρνει και δεν... Ό,τι να' ναι ρε. Δεν μπορώ να βρω ησυχία πουθενά. Εκεί που πάω λίγο να ηρεμήσω, τσουπ, κάτι συμβαίνει και μου γαμάει την ψυχολογία>>.
<<Ήσουν και εσύ λίγο άτυχος τελευταία. Μια αυτό, μια η δουλειά...>>
<<Κάποιος με καταράστηκε!>>
<<Ναι, τα μπιρμπιλωτά σου μάτια>>.
<<Χαχαχα. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς. Τουλάχιστον πήρα την αποζημίωση και βγήκα για λίγο ταμείο.  Αλλά έμεινα χωρίς κοπέλα και χωρίς δουλειά σχεδόν την ίδια στιγμή. Γιούπιιι, τέλεια, ναι!>>
<<Τουλάχιστον βρήκες δουλειά σχετικά γρήγορα και δεν ξέμεινες τελείως από φράγκα>>.
<<Ναι. Είμαι στο λογιστικό γραφείο του θείου μου τους τελευταίους τρείς μήνες. Τρομερή δουλειά. Με τον κάθε μαλάκα να μου πρήζει τον παπάρο κάθε ώρα, λες και έχω την όρεξή του. ΘΑ ΒΓΕΙ Ο ΦΠΑ ΣΟΥ ΚΥΡΙΕ, ΜΗΝ ΑΓΧΩΝΕΣΑΙ!>>
<<Έχεις όρεξη να φας, όμως, οπότε αναγκαστικά...>>.
<<Θα σου έλεγα τίποτα τώρα άλλα έχε χάρη. Αλλά δεν μπορώ ρε σύ... Δεν ξέρω... Νιώθω πως έχω αρχίσει να ρουτινιάζω σε μια ζωή που δεν μου αρέσει και αναγκάζομαι να συμβιβαστώ με αυτό. Ώρες- ώρες θέλω απλά να τα παρατήσω όλα και να σηκωθώ να φύγω>>
<<Όλοι μας είμαστε έτσι ρε συ. Τι να κάνουμε τώρα; Αυτά έχει η ζωή. Λες και εγώ, ας πούμε, τρέχω ανέμελος στα λιβάδια και τρίβω τις ρώγες μου>>.
<<Αυτή την ζωή ονειρευόσουν όμως μικρός;>>
<<Τώρα αυτό είναι μεγάλη κουβέντα. Γάμησε το. Νομίζω πως το φαί σου είναι έτοιμο>>.
Σηκώθηκε πάνω και άνοιξε τον φούρνο. Έβγαλε το ταψί και το κοίταξε. Το κοίταξα και εγώ και γέλασα.
<<Πήραν λίγο χρώμα, ε;>>
<<Δε γαμιέται... Φαί να' ναι και ό,τι να' ναι. Κάτσε να το βάλω σε ένα πιάτο και πάμε μέσα>>.
Λίγο μετά, ήμασταν στο σαλόνι. Είχαμε ανοίξει τις τρίτες μπύρες. Μιλούσαμε και γελούσαμε, σαν φυσιολογικοί άνθρωποι. Ο Διονύσης τσίμπησε λίγες πατάτες με το πιρούνι, τις φύσηξε και τις έφαγε. Το κατάλαβα αμέσως από το βλέμμα του πως δεν του άρεσε η γεύση. Ωστόσο, κατάπιε την μπουκιά και πήρε μια ακόμα...Και άλλη μία... Και άλλη μία... Και έτσι έφτασε μέχρι την τελευταία, αλλά δεν την έφαγε. Έπαιζε με το πιρούνι του στον αέρα.
<<Και τώρα το αεροπλανάκι κάνει βζουυυμ και πάει στο Διονύση το στοματάκι. Χαχαχαχα>>.
<<Ε; Τι λες ρε; Βλαμμένος είσαι;>> τον ρώτησα αδιάφορα, χωρίς να περιμένω απάντηση.
<<Μπορεί. Δεν ξέρω. Εσύ τι λες; Ε; Ε; Είμαι βλαμμένος, ε;>>.
Ο τόνος στη φωνή του άλλαξε απότομα. Συνοφρυώθηκα, όσο εκείνος συνέχιζε να μιλάει.
<< Είμαι! Που να μην ήμουν! Να μην ήμουν ΡΕ. Να μην ήμουν τίποτα... ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΑ!>> ,φώναξε και πέταξε το πιρούνι κάτω στο πάτωμα, μαζί με το πιάτο. Μαζεύτηκα στη θέση μου, όσο εκείνος συνέχιζε να μιλάει.
<<Είμαι βλαμμένος. Ένας βλαμμένος βλάκας χωρίς κοπέλα, με μια δουλειά που δεν του αρέσει, με όλα να πάνε σκατά, μια ζωή για τον πούτσο! Όλα να πάνε σκατά και το μόνο που ήθελα σήμερα ήταν να χαλαρώσω, να πιω μια μπύρα και να φάω κάτι της προκοπής. Αλλά ούτε αυτό το κατάφερα. ΑΥΤΟ ΤΟ ΓΑΜΩΦΑΙ ΔΕΝ ΤΡΩΓΕΤΑΙ. ΔΕΝ ΤΡΩΓΕΤΑΙ ΤΟ ΜΠΟΥΡΔΕΛΟ, ΓΑΜΩ ΤΟ ΞΕΣΤΑΥΡΙ ΜΟΥ!>>
<<Ηρέμησε Διονύση!>>
Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να χτυπάει τις γροθιές του στα μπούτια του.
<<Ναι... Να ηρεμήσω! Πως δεν το σκέφτηκα ρε; Να'σαι καλά! Πάντα με την λύση στο στόμα. Παλιομαλάκα! Να ηρεμήσω! Πως δεν το σκέφτηκα!>>.
Δεν μίλησα. Ήταν εκείνο το σημείο που, ενώ θέλεις να πεις τόσα πολλά, δεν ξέρεις τι πρέπει να πεις και αφήνεις τη σιωπή να δώσει τη λύση. Τον κοίταζα μονάχα και περίμενα όλο αυτό το ξέσπασμα να κάνει τον κύκλο του. 
<<Τι με κοιτάς τώρα έτσι ρε; Μίλα, γιατί δεν μιλάς; Ε;>>.
Σιωπή...
<<Τι να πεις και εσύ; Λες και έχεις να πεις τίποτα της προκοπής. Λες και πότε σου με βοηθάς όταν το χρειάζομαι...Παλιομαλάκα!>>
Συνέχιζα να τον κοιτάζω, κατεβάζοντας παράλληλα όλη την μπύρα μου. Όταν άδειασε το μπουκάλι, το άφησα στο τραπέζι και, χωρίς να πω τίποτα, σηκώθηκα όρθιος για να φύγω. 
<<Τι έγινε; Που πας; Φεύγεις; Άντε, στο καλό! Φύγε, τα λέμε! Φιλάκια!>>
Δεν είχα θυμώσει ακριβώς. Τον λυπήθηκα. Πρώτη φορά τον είδα έτσι και δεν ήξερα πραγματικά τι έπρεπε να κάνω. Δηλαδή, ήξερα, αλλά δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα. Γι' αυτό άφησα το σώμα μου να κουνηθεί μόνο του. Άδειασα τον εγκέφαλό μου και μπήκα στον αυτόματο πιλότο. Σήκωσα την τσάντα μου, τον κοίταξα και πήγα μέσα για να βάλω τα παπούτσια μου. Ο Διονύσης ήταν ακόμα στο σαλόνι. Δεν με ακολούθησε. Άνοιξα την πόρτα και την έκλεισα χωρίς να φύγω. Περίμενα. Μισό λεπτό μετά, με πήρε τηλέφωνο. Ήταν στην δόνηση. Δεν το σήκωσα. Με ξαναπήρε και, αφήνοντάς το να χτυπάει, άρπαξα ένα ζευγάρι παντόφλες που είχε εκεί και πήγα προς τα μέσα. 
Είχε καθίσει σε βαθύ κάθισμα και αγκάλιαζε τα γόνατά του πάνω από το σπασμένο πιάτο, κοιτάζοντάς το. Τον πλησίασα και ακούμπησα το δεξί μου χέρι πάνω στον δεξί του ώμο. Δεν γύρισε να με κοιτάξει. Του πέταξα τις παντόφλες κάτω.
<<Φόρα τες, μην πατήσεις τίποτα και κοπείς>>.
Έπιασε το χέρι μου και το έσφιξε. Σηκώθηκε όρθιος με αργές κινήσεις και με αγκάλιασε.
<<Συγγνώμη>>
<<Δεν πειράζει ρε Διονύση. Τουλάχιστον έχεις μπιρμπιλωτά μάτια>>.
<<Χαχαχα...>>

Γι'αυτό λέω, μην βάλετε ποτέ τηγανητές πατάτες στον καταψύκτη με σκοπό να τις φάτε μετά. Ποιος ξέρει τι πρόκειται να σας συμβεί...
-Θεόδωρος Ορφανίδης(Ο.Γ.Θ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...