Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2025

Περασμένες ζωές (12)



Η δόνηση από το κινητό του δεν τον ξύπνησε, ούτε την πρώτη φορά, ούτε τις επόμενες έξι. Ούτε και τα μηνύματα, αυτή η τόσο στιγμιαία δόνηση τους. Ο Δημήτρης ήταν αρκετά κουρασμένος και, δεδομένου πως δούλευε απόγευμα την επόμενη μέρα, ήθελε να κοιμηθεί αρκετά, γι' αυτό και είχε το κινητό του στο αθόρυβο. Η Αλίκη, από την άλλη, ήταν ξύπνια, τον καλούσε, του έστελνε μηνύματα- καμία απάντηση. Ξεκίνησε στις δύο το βράδυ και, μέχρι να φτάσει σπίτι του, να χτυπήσει το θυροτηλέφωνό του και να τον ξυπνήσει, τελικά, έφτασε πέντε. 
Ο Δημήτρης πετάχτηκε όρθιος όταν άκουσε το θυροτηλέφωνο και μόνο τότε είδε τις ειδοποιήσεις. Έτρεξε στην πόρτα, πάτησε το κουμπί και η Αλίκη μπήκε στην πολυκατοικία. Όταν έφτασε στον όροφό του και άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ, ο Δημήτρης ανησύχησε με την όψη της. Φορούσε μια φούτερ ανάποδα, ένα κολάν και τα παπούτσια της. Έσπευσε κοντά της και την αγκάλιασε, ζητώντας συγγνώμη που δεν άκουσε το κινητό του. Η Αλίκη δεν του απάντησε. Μπήκαν στο σπίτι, έκλεισε την πόρτα και κάθισαν στον καναπέ. Ο Δημήτρης της κρατούσε τα χέρια σφιχτά, πάνω από τα γόνατά της.
Τι έγινε, αγάπη μου; Τι έπαθες;
Όμως, η Αλίκη κοίταζε απλά το κενό, το τραπέζι μπροστά της και δεν μιλούσε. Ο Δημήτρης ανησύχησε, δεν ήξερε τι να κάνει. Πρώτη φορά την έβλεπε έτσι, κολυμπούσε σε άγνωστα νερά. Γιατί εκείνη ήταν που θα τον παρηγορούσε, οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί. Προτίμησε να μείνει σιωπηλός, να της αφήσει χώρο και χρόνο και ηρεμήσει. Αργά ή γρήγορα θα του ανοιγόταν, δεν μπορούσε να τα κρατήσει μέσα της, αλλά, και να μπορούσε, δεν γινόταν απλά να κάνει πως δεν έτρεχε τίποτα. Τελικά, μετά από ώρα, η Αλίκη τον κοίταξε. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα. Και μια πολύ οικεία μυρωδιά εισήλθε στα ρουθούνια του Δημήτρη. 
Αλίκη...έχεις πιει;
Σα να σήκωσε έναν διακόπτη, η Αλίκη ξαναζωντάνεψε- προς το κακό. Τον έσπρωξε από τους ώμους και σηκώθηκε όρθια. Ο Δημήτρης τα έχασε. Γούρλωσε τα μάτια και έμεινε να την κοιτάζει. 
Ναι, έχω πιει, του είπε, με φωνή τρεμάμενη. Χικ, είμαι μεθυσμένη! Σε πειράζει; Δεν δικαιούμαι να πιώ και εγώ μια φορά; Όχι; Μόνο εσύ μπορείς; Και μετά να σε φροντίζει η κυρία; ΟΧΙ, ΚΥΡΙΕ, ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΕΤΣΙ! Ναι, ήπια. Και σε πήρα τηλέφωνο, γιατί σε είχα ανάγκη! Και εσύ...απλά κοιμόσουν; Τον ύπνο του δικαίου; Σα να μην τρέχει τίποτα; Τόσο αναίσθητος είσαι; Δε νοιάζεσαι καθόλου;
Το στόμα του Δημήτρη ήταν σαν κολλημένο. Το μυαλό του είχε σκοτεινιάσει. Αδυνατούσε να επεξεργαστεί ό,τι λάμβανε χώρα μπροστά του, ήταν λες και έβλεπε έναν τρομερό εφιάλτη. Μόνο που το σπρώξιμο της Αλίκης ήταν πέρα για πέρα αληθινό και τον πονούσε. Όχι σωματικά, αλλά ψυχικά. Πρώτη φορά έβλεπε αυτή την Αλίκη. Φοβόταν.
Τι έγινε; Γιατί δεν μιλάς; Ε; Μίλα, Δημήτρη μου, μίλα! Για όνομα του θεού, πες κάτι, οτιδήποτε, μια συλλαβή, μια λέξη! Μην με αφήνεις να μιλάω, έχει πολύ ησυχία, πες κάτι, το οτιδήποτε! 
Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της Αλίκης και μόνο τότε είδε πραγματικά τον Δημήτρη, μέσα από το θολό της βλέμμα. Συνειδητοποίησε τι έκανε, τι είπε και έβαλε τις παλάμες της μπροστά από το στόμα της για να μην ουρλιάξει. Έτρεξε μέσα, στην τουαλέτα και κλείδωσε την πόρτα.
Πήρε λίγη ώρα στον Δημήτρη μέχρι οι παλμοί του να σταθεροποιηθούν κάπως. Άκουσε τα αναφιλητά της Αλίκης και σηκώθηκε όρθιος. Πήγε στην τουαλέτα και χτύπησε την πόρτα.
Αλίκη μου; Μωρό μου; Μην κάθεσαι μέσα μόνη, σε παρακαλώ...Βγες έξω, πες μου τι έχει γίνει, μην με σκας...
Σιωπή. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πήγε στο σαλόνι πάλι. Γύρισε με την καπνοθήκη του, ένα τασάκι και κάθισε κάτω στο πάτωμα, δίπλα στην πόρτα της τουαλέτας, με την πλάτη στον τοίχο.
Εγώ θα είμαι εδώ, εντάξει; Να' εδώ δίπλα. Όταν νιώσεις εντάξει, ξέρεις που θα με βρεις.
Έστριψε ένα τσιγάρο, το άναψε και φύσηξε τον καπνό. Το έσβησε, άναψε και άλλο και μετά ένα ακόμη. Στο τέταρτο, άκουσε την πόρτα να ανοίγει δειλά-δειλά. Δεν σήκωσε το βλέμμα του. Η Αλίκη κάθισε δίπλα του και έβαλε το κεφάλι της πάνω στον δεξί του ώμο. Πήρε το τσιγάρο από τα χέρια του, τράβηξε μια τζούρα και έβηξε δυνατά.
Έλα, πάρ' το πίσω. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πως το καπνίζεις αυτό το πράγμα. Νιώθω πικρό το στόμα μου τώρα και θέλω να πιώ νερό. Αλλά φαντάζομαι πως είναι συνήθεια. Όλα συνηθίζονται, ε Δημήτρη; Αλήθεια, ο πόνος συνηθίζεται; Η θλίψη; Η ανησυχία; Ή δεν πρέπει να τα συνηθίσεις ποτέ, γιατί μετά η ζωή σου θα πάει από το κακό στο χειρότερο; Και τι γίνεται με την αγάπη; Είναι συνήθεια και αυτό, από ένα σημείο και μετά; Ο έρωτας; Όλα τα όμορφα συναισθήματα...
Γύρισε και τον κοίταξε. Κάθισε ανακούρκουδα απέναντί του και άρχισε να του χαϊδεύει τα μαλλιά. 
Αχ, Δημήτρη μου! Εσύ κουβαλάς τόση θλίψη μέσα σου, που δεν την αξίζεις! Είσαι τόσο γλυκός, τόσο συμπονετικός, τόσο...καλός! Και δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα. Είσαι τόσο σημαντικός για μένα! Σε συνάντησα την στιγμή που σε χρειαζόμουν περισσότερο, χωρίς να το γνωρίζω. Και ξέσπασα απλά πάνω, γιατί, βαθιά μέσα μου, ήμουν σίγουρη πως δεν θα αντιδράσεις...φυσιολογικά. Άλλος στην θέση σου θα με σφαλιάριζε και θα με πετούσε έξω με τις κλωτσιές. Αλλά εσύ...εσύ με υπέμεινες. Προσπάθησες να με καταλάβεις. Αν δεν θες να μου μιλήσεις τώρα, το καταλαβαίνω. Αν θες, μπορώ να φύγω. Θέλεις να φύγω;
Τώρα ο Δημήτρης ήταν εκείνος που δεν μιλούσε. Δάγκωνε τα χείλη του και, όταν η Αλίκη σταμάτησε να μιλάει, εκείνο που συσσωρευόταν μέσα του ξεχύθηκε σαν χείμαρρος από τα μάτια του και άρχισε να κλαίει, να λέει, Όχι, περίμενε, σε παρακαλώ, μην φύγεις, μη φύγεις.... Η Αλίκη έπεσε πάνω του και τον αγκάλιασε σφιχτά. Ο Δημήτρης την αγκάλιαζε ακόμα πιο σφιχτά και, με πολύ προσπάθεια, κατάφερε να ηρεμήσει. Σηκώθηκε όρθιος και έτριψε τα μάτια του.
Το ξέρω πως με αγαπάς, Αλίκη, τα ξέρω όλα όσα είπες. Και σε συγχωρώ, πως θα μπορούσα να μην σε συγχωρέσω; Αλλά δεν ήταν τα λόγια, ούτε οι πράξεις σου πριν, ήταν που δεν μου εξήγησες τι συμβαίνει. Γιατί τα τηλέφωνα, γιατί τα μηνύματα, γιατί το ξέσπασμα...Ξέρεις πως το κεφάλι μου υπεραναλύει τα πάντα, πόσο ανήσυχος είμαι... γιατί φοβήθηκα μήπως έφταιγα εγώ σε κάτι και δεν το ήξερα. Σε παρακαλώ, Αλίκη μου, να μην το ξανακάνεις αυτό. Ξέρεις πως είμαι πάντα δίπλα σου. Πως σε αγαπάω, πως είσαι από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους μου, η μούσα μου, σημαίνεις τόσα πολλά για μένα. Αλλά η καρδιά μου είναι τόσο κομματιασμένη και εσύ πρέπει να είσαι εκεί για να την γιατρεύεις, όχι να την κάνεις χειρότερα. Θα μου πεις τώρα τι έγινε;
Η Αλίκη έπεσε πάνω του, τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο στόμα. Έτσι, αγκαλιασμένοι, έβαλε το κεφάλι της πάνω από το αριστερό του στήθος.
Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα, αλήθεια! 
Μετά, τον κοίταξε στα μάτια.
Ο μπαμπάς...ο μπαμπάκας είναι στο νοσοκομείο, τον πήγαν στην Ξάνθη. Με πήρε η μαμά πριν, έπαθε...εγκεφαλικό, δεν...δεν ξέρουν γιατί, είναι σε κρίσιμη κατάσταση και εγώ...εγώ δεν μπορώ να το διαχειριστώ αυτό, δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω, δεν ξέρω...
Ήταν η σειρά του Δημήτρη να την αγκαλιάσει σφιχτά και να της χαϊδέψει τα μαλλιά. 
Όταν ξημερώσει, θα πάμε στην Ξάνθη, είπε.
Η Αλίκη ξεκόλλησε από πάνω του και τον κοίταξε με τα μάτια ορθάνοιχτα.
Δεν θα μπορέσεις να ηρεμήσεις και είμαι σίγουρος πως θέλεις να πας να τον δεις. Δεν μπορώ να σε αφήσω μόνη σου.
Είσαι σίγουρος;
Φυσικά! Θα πάρω τηλέφωνο το πρωί στην δουλειά, θα βρω μια δικαιολογία. Και θα πάμε σπίτι σου, θα πάρεις κάνα δυο πράγματα και θα πάμε να τους δούμε. Εντάξει;
Εγώ...θα πρέπει να πάρω στο ιατρείο, να τους πω, αλλά...νομίζω πως δεν θα έχω θέμα... Νομίζω πως θα είμαι εντάξει!
Ωραία! Ηρέμησες τώρα; Πάμε να ξαπλώσουμε, να ξεκουραστούμε λίγο. Και όταν ο ήλιος βγει, θα το δεις, όλα θα είναι μια χαρά! Μονάχα μην μου κλαις, Αλίκη μου, γιατί έχεις τόσο όμορφο χαμόγελο και είναι κρίμα! Έλα, πάμε μέσα τώρα, θα φτιάξουν όλα, θα το δεις! Έλα, πάμε μέσα...
- Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

πεφταστέρι

συνάντησε με στα αστέρια. προσπαθώ ακόμα να βρω  εκείνο το αστέρι που λένε πως πέφτει και εκπληρώνει ευχές. να γραπωθώ πάνω του και να ακολο...