Η ανάγκη
-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)
-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)
Βρέθηκα εκεί από ανάγκη. Δεν μπορούσα να το αποφύγω, ούτε να περιμένω να φύγει, θα το έκανα χειρότερο: έπρεπε να χρησιμοποιήσω μια δημόσια τουαλέτα για το χοντρό μου. Ας αφήσουμε τα ίου και τα αηδία στην άκρη. Το number two, όπως το ονομάζουν οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι, είναι από τις πιο ζωτικές μας ανάγκες. Γιατί, από τον κατάλογο αυτών των αναγκών, είναι από τις ελάχιστες, ίσως στις τρείς κορυφαίες, που αν δεν πραγματοποιηθεί, νιώθεις λες σε βασανίζουν με τον χειρότερο τρόπο.
Ήμουν στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης και έκοβα γύρες με την κοπέλα μου. Είναι ένα μέρος που πηγαίνω με μεγάλη χαρά. Όχι αναγκαστικά για να πάρω βιβλία, μιας και, αν έπαιρνα όλα όσα ήθελα, θα τρεφόμουν με παγάκια, αλλά για την όλη εμπειρία. Να δεις τους πάγκους, να αγγίξεις τα βιβλία, να νιώσεις την επιφάνεια και το εσωτερικό τους, να δεις τις λέξεις να σχηματίζουν φράσεις σε τόσα πολλά βιβλία που δεν έχεις ιδέα οτι υπάρχουν, τους ανθρώπους πίσω από τους πάγκους...λες και είσαι σε ένα όργιο, μόνο που κανείς δεν προσπαθεί να σου ακουμπήσει τον κώλο.
Ήταν την δεύτερη μέρα. Παρατηρούσα το περιβάλλον γύρω μου. Κόσμος παντού, εκδηλώσεις κάθε μια ώρα, ήταν ένα αληθινό φεστιβάλ. Η δικιά μου ήθελε να δει μια ομιλία ενός επιφανούς συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας ή κάτι τέτοιο. Εμένα ποσώς με ενδιέφερε, απλά ήταν ωραία αφορμή για να μπω στον χώρο για άλλη μια μέρα. Τα γούστα μας στην ανάγνωση ήταν διαφορετικά σε μεγάλο βαθμό, αλλά δεν με πείραζε. Μου άρεσε να είμαι μαζί της. Αυτό μου ήταν αρκετό.
<<Κώστα, Κώστα, έλα εδώ!>>
<<Χμ;>>
<<Δες, το βιβλίο που σου έλεγα!>>
Το μάτι της είχε πέσει πάνω σε ένα από τα λεγόμενα βιβλία αυτοβελτίωσης. Δεν θέλω να επεκταθώ παραπάνω. Την πλησίασα, της χαμογέλασα και, όσο εκείνη το ξεφύλλιζε, εγώ έριχνα μια ματιά στον πάγκο. Δεν είχε κάτι το αξιόλογο και έτσι την περίμενα να τελειώσει. Δεν το αγόρασε, εν τέλει, και συνεχίσαμε να κάνουμε την βόλτα μας.
Πλησίαζε η ώρα της παρουσίασης και έπρεπε να πήγαμε εκεί που θα γινόταν, για να πιάσουμε ένα καλό σημείο για να βλέπουμε. Το βρήκαμε και τότε ένιωσα κάτι περίεργο στο στομάχι μου. Δεν έδωσα σημασία. Ωστόσο, λίγα λεπτά μετά, το ένιωσα πάλι. Μετά, άρχισα να νιώθω μυστήρια, σαν πεταλούδες στο στομάχι που πεθαίνουν από τροφική δηλητηρίαση και κατάλαβα πως ή θα έδινα μάχη και θα βασανιζόμουνα ή θα το άφηνα να με νικήσει. Μιας και δεν με ενδιέφερε η ομιλία, αποφάσισα να ενδώσω. Της είπα οτι έπρεπε να πάω τουαλέτα και έφυγα. Περπατούσα σφιγμένος. Λες και βιαζόμουν να πάω κάπου που δεν ήθελα. Και ήταν αλήθεια, θα προτιμούσα χίλιες φορές να βγω έξω, να πάρω ταξί και να γυρίσω πάλι πίσω, αλλά δεν θα είχε νόημα.
Έφτασα τελικά στην τουαλέτα των ανδρών. Δεν είχε πολύ κόσμο, κάτι κλειστές πόρτες μόνο. Ένιωσα τυχερός, γιατί δεν ήθελα να με ακούσει ούτε να με καταλάβει κανένας. Έκανα να πάω στην τέρμα μέσα, όταν, καθώς περπατούσα, το δεξί μου μάτι παρατήρησε κάτι άθελα του, με την περιφερειακή μου όραση.
Σε ένα από τα ουρητήρια υπήρχε μια κουράδα. Εννοώ μια μεγάλη, φρέσκια κουράδα. Δεν έμεινα, βέβαια, εκεί, καθώς η ανάγκη μου ήταν μεγάλη και έτσι μπήκα μέσα σε μια τουαλέτα και αφέθηκα στην μαγεία της στιγμής. Όταν πάτησα το καζανάκι και βγήκα, ξανατσέκαρα το ίδιο ουρητήριο. Η κουράδα ήταν ακόμα εκεί. Άνετος πια, απέμεινα να την κοιτάζω. Θαύμασα το θάρρος του ανθρώπου που αψήφησε κάθε κοινή λογική και αιδώ. Αλλά τον καταλάβαινα. Μπορεί να ήταν δυσκοίλιος. Μπορεί να είχε να πάει μέρες. Μπορεί κάθε τουαλέτα να ήταν γεμάτη και έτσι, η οποιαδήποτε αναβολή να οδηγούσε στο να μην ξαλαφρώσει. Εκείνη την ώρα μπήκε μια καθαρίστρια και με είδε. Την είδα και εγώ, ξαναείδα την κουράδα και τότε γύρισα πάλι το κεφάλι μου σε αυτήν και άρχισα να το κουνάω πέρα- δώθε.
<<Δεν το έκανα εγώ!>> απολογήθηκα. <<Πριν λίγο ήρθα και...>>
Η καθαρίστρια δεν είπε τίποτα. Αλλά το βλέμμα της τα μαρτυρούσε όλα. Σκατοδουλειά, τι να πεις...
Έπλυνα τα χέρια μου και πήγα προς την κοπέλα μου. Στάθηκα δίπλα της. Ούτε που κατάλαβε πόση ώρα έλειπα. Είχε το βλέμμα της καρφωμένο ευθεία στην σκηνή, περιμένοντας. Πρέπει να φαινόμουν κάπως σκεπτικός, γιατί με ρώτησε αν είχε συμβεί κάτι.
<<Σκατούλες>>, απάντησα μέσα από τα δόντια μου και τα έσφιξα για να μην γελάσω.
<<Πως;>>
<<Τίποτα... Ακόμα δεν βγήκε;>>
<<Μπάαα>>
<<Λες να αργήσει;>>
<<Γιατί, βιάζεσαι;>>
<<Μπα μωρέ. Έτσι ρωτάω>>.
<<Μπα μωρέ. Έτσι ρωτάω>>.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου