Κυριακή 23 Ιουλίου 2023




Δεν έχω ιδέα για πόσο καιρό, αλλά ήμουν εκεί, μπροστά από εκείνη την γέφυρα, σκεπτόμενος, εννοώ έπρεπε να αποφασίσω, τελικά, αν θα περάσω τελικά ή όχι. Οι σκέψεις, οι αμφιβολίες, οι ενοχές- όλα μου έπεσαν πολύ βαριά και απότομα, όπως και ο ίδιος μου ο εαυτός κάποτε. Ήταν δύσκολα τα πράγματα. Ποτέ δεν φαντάστηκα πως θα έπρεπε πράγματι να πάρω μια τέτοια απόφαση: να μείνω πίσω από την γέφυρα ή να την περπατήσω και να δω που θα με βγάλει. Και που στο διάολο ήταν η γέφυρα αυτή τόσο καιρό και δεν την έβλεπα; Γιατί εμφανίστηκε και γιατί με ταλαιπωρεί τόσο; 
Κάποια στιγμή έκανα ένα βήμα μπροστά και κοίταξα κάτω. Πάγωσα. Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Άρχισα να κλαίω. Μα, όσο και να το ήθελα, δεν μπορούσα να πάω πίσω. Έπρεπε να αποφασίσω.
Ο ήλιος και το φεγγάρι ανέβαιναν και έπεφταν. Και εγώ έστεκα εκεί, μετέωρος, λόγω του φόβου και της δειλίας μου. Κόσμος περνούσε και μου φώναζε πως δεν ήταν ανάγκη να την περάσω. Πως θα μπορούσα να την περάσω άλλη φορά. Πως υπερανέλυα την κατάσταση και πως μπορούσα να ακολουθήσω άλλον δρόμο. Μα φωνές μέσα μου ούρλιαζαν να προχωρήσω, γιατί δεν υπήρχε άλλη επιλογή.
Τελικά, έκανα ένα βήμα. Δεν τα υπολόγισα σωστά και έπεσα κάτω, μέσα σε έναν βούρκο, βούλιαζα, παντού σκοτάδι. Ούρλιαζα, αλλά κανένας δεν με άκουγε. Ζητούσα βοήθεια και είδα μερικά χέρια, αλλά δεν ήταν αρκετά δυνατά.
Ήμουν αποφασισμένος να τα παρατήσω. Να πάνε όλα στο διάολο, να βουλιάξω, να ησυχάσω. Τότε, όμως, μια φωνή μου ψιθύρισε να πάω πιο βαθιά. Υπάκουσα και, κάποτε, μέσα σε εκείνο το βαθύ σκοτάδι, είδα έναν νεροχύτη. Και δίπλα του, ένα μικρό γαλάζιο πουλί, να στέκεται με τα πόδια του πάνω σε ένα καλώδιο και να πίνει νερό. Και τότε κατάλαβα. Άπλωσα το χέρι μου, έπιασα το μικρό γαλάζιο πουλί, το πίεσα στο στήθος μου, για να μπει μέσα στην καρδιά μου και κατάφερα τελικά να αναδυθώ.
Τώρα βρίσκομαι πάνω στη γέφυρα. Προχωράω σιγά- σιγά, καμιά φορά παίρνει μέχρι και μήνες για να κάνω ένα τόσο δα βήμα. Όμως, επιτέλους, στέκομαι με τα δυο μου πόδια πάνω στη γέφυρα. Δεν ξέρω πόσο θα αντέξω. Ξέρω, όμως, πως, τουλάχιστον, κατάφερα να αρχίσω να περπατάω. Και πως για μια φορά στη ζωή μου νίκησα τον φόβο. Και ίσως, έτσι, τον θάνατο.
-Θεόδωρος Ορφανίδης(Ο.Γ.Θ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...