Δευτέρα 23 Μαΐου 2022




Με πήρε ο ύπνος στον καναπέ τις προάλλες, σχεδόν γυμνό, έχοντας πιει καμιά 10αριά μπύρες και κουρασμένο από την δουλειά, έχοντας στο μυαλό μου πως θα ξαπλώσω για λίγο μόνο και μετά θα πάω στο κρεβάτι μου. Μάλλον μου ήρθε αυτή η τρομερή ιδέα επειδή ήμουν αρκετά μεθυσμένος. Ο ύπνος πρέπει να με πήρε σχεδόν αμέσως και ήταν από τις λίγες φορές που θυμάμαι το όνειρο που είδα. 

Το υποσυνείδητό μου πήρε εμένα, όπως ήμουν, 28 χρονών ώριμο και έρημο ενήλικα και με μετέφερε στο χωριό μου, στην αυλή του σπιτιού μου. Τα περισσότερα ήταν εκεί όπως τα θυμόμουν, η τεράστια καρυδιά, το σπίτι του παππού και της γιαγιάς μου, το parking για το τρακτέρ, η αποθήκη- λες και είχα πάει για επίσκεψη το 2005, αν και έλειπαν κάνα δυο πράγματα ή είχαν αντικατασταθεί από άλλα. Ας πούμε, όταν ξεκίνησα να περπατάω προς το δρόμο, ο μικρός κήπος με το γρασίδι μπροστά από το σπίτι δεν υπήρχε, στην θέση του ήταν μια βάρκα με δύο κουπιά, πάνω στο χώμα και αυτό δεν μου φάνηκε καθόλου περίεργο. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος και πουλιά κελαηδούσαν, αλλά, όταν τα κοίταζα πάνω στα καλώδια της ΔΕΗ, μου έμοιαζαν πολύ ακίνητα, σαν παγωμένα. Ήμουν μόνος, αλλά όχι για πολύ, γιατί άκουσα κάτι νιαουρίσματα στα δεξιά μου, γύρισα και ένας γάτος καβαλούσε μια γάτα, δαγκώνοντάς την από τον αυχένα- ήταν και αυτοί παγωμένοι- και μετά άκουσα ανθρώπινες φωνές και έκανα μεταβολή και ήταν όλοι τους εκεί, ακόμα και οι πεθαμένοι. Ήταν λες και στο όνειρο, ο χρόνος είχε παγώσει όταν ήμουν δέκα χρονών. Ο παππούς μου κάπνιζε και δεν είχε βγάλει ακόμα καρκίνο, οι ρυτίδες της γιαγιάς μου δεν είχαν γίνει πιο έντονες, τα ξαδέρφια και οι φίλοι μου ήταν ακόμα παιδιά. Ωστόσο, κανένας τους δεν μιλούσε. Δηλαδή, άκουγα φωνές και γέλια και τα σχετικά, αλλά κανενός τα χείλη δεν κινούνταν, μόνο τα σώματα τους. 
Ένιωσα κάτι στα πόδια μου και, σκύβοντας το κεφάλι, είδα μια μπάλα ποδοσφαίρου στα δεξιά μου. Την σήκωσα με το δεξί μου πόδι, άρχισα να κάνω ζαράκια και ένιωθα πως όλοι με κοιτούσαν, όταν, όμως, σήκωσα το κεφάλι μου, είχαν εξαφανιστεί. Η μπάλα τότε έφυγε από τα πόδια μου και άρχισε να τσουλάει προς το δρόμο. Πήγα να την πάρω αλλά, όποτε την έφτανα, σα να φυσούσε δυνατός αέρας και την παρέσερνε πιο πέρα, μέχρι που την πήγε στο δίπλα σπίτι. Η μπάλα τσούλησε μέχρι την αυλή  και πήγε βαθιά μέσα.
Το σπίτι αυτό ήταν μια απλή μονοκατοικία, οι τοίχοι χρώματος άσπρου, παράθυρα, πόρτα, σκεπή με κεραμίδια μαύρα, τέτοια πράγματα, που απ' έξω μου φαινόταν πως ήταν πιο μικρό από ό,τι θα ήταν μέσα. Έξω-έξω, προστατευόταν από ένα πέτρινο τoιχάκι, κοντά στο μισό μέτρο ύψος, το οποίο στην κορυφή του είχε μαύρα, μυτερά κάγκελα, Στην μέση, υπήρχε μια πόρτα  και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς ακριβώς είχε τσουλήσει η μπάλα εκεί μέσα. Ωστόσο, πλησίασα την πόρτα και την άνοιξα. Όταν την έκλεισα, άκουσα πάλι φωνές και τις ακολούθησα.
Ήταν από την αυλή, που βρισκόταν στη δεξιά πλευρά του σπιτιού, αριστερά όπως την έβλεπα εγώ. Περπάτησα μερικά βήματα και στάθηκα στη μέση. Μια πολύ μεγάλη έκταση, σαν γήπεδο ποδοσφαίρου, με εναλλαγές χώματος και γρασιδιού σε γραμμές οριζόντιες και, στο βάθος, διέκρινα κάτι που πρέπει να ήταν αποθήκη και parking. Στη μέση εμού και της αποθήκης-parking , κάθονταν δύο άνθρωποι. Τους αναγνώρισα από τις πλάτες, ήταν ένας θείος και μια θεία μου, νεκροί πλέον εδώ και χρόνια. Τους πλησίασα με αργά βήματα και, όταν έφτασα από πάνω τους, είδα πως κρατούσαν μια κότα, έτοιμοι να την σφάξουν. Ποτέ δεν μου άρεσε αυτό, να βλέπω δηλαδή κότα να σφάζεται, και είχα δει αρκετές όταν ήμουν μικρός. Κυρίως με αηδίαζε όταν της αδειάζαν τα εντόσθια από σκατά και άλλα συναφή. Αλλά για τους μεγαλύτερους, ήταν απλά μέρος της πραγματικότητας τους. 
Ή δεν με είχαν καταλάβει ή απλά δεν μου έδιναν σημασία. Η θεία μου κρατούσε δυνατά την κότα στο έδαφος, όσο ο θείος μου την αποκεφάλιζε. Και όταν η κότα πήγε να το σκάσει, με το κεφάλι κομμένο, έχοντας ακόμα τις τελευταίες της αισθήσεις, ο θείος μου την κράτησε ακόμα πιο γερά. Όταν η κότα σταμάτησε να κουνιέται και ήταν σίγουροι πως πέθανε, η θεία μου σηκώθηκε όρθια και πήγε μέσα στο κοτέτσι, το οποίο μόλις τότε παρατήρησα πως υπήρχε μέσα στην αυλή. Δύο λεπτά μετά, βγήκε με μια άλλη κότα στο δεξί της χέρι και το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε ξανά και ξανά και κατέληξα να γίνω μάρτυρας μιας ολόκληρης γενοκτονίας κοτετσιού, δεκάδες άψυχα κουφάρια κοτών να κείτονται λίγο πιο δίπλα μου, σχηματίζοντας ένα βουναλάκι. Ο θείος και η θεία μου ήταν γεμάτοι αίμα τώρα, από την κορφή ως τα νύχια.
Μόνο όταν η θεία μου βγήκε από το κοτέτσι με το τελευταίο κοτόπουλο στα χέρια της, κατάλαβε πως ήμουν εκεί και ήρθε και με αγκάλιασε, γεμίζοντας με αίματα, ενώ το ράμφος της κότας άρχισε να με τσιμπάει στο δεξί μου χέρι.
<<Τι κάνεις παλικάρι μου;>>, είπε και τα χείλη της κουνήθηκαν.
<<Καλά θεία, εσείς;>>.
<<Τα ίδια, όπως τα ξέρεις. Συνηθίσαμε τον πόλεμο. Εσύ, πως και από εδώ;>>.
<<Προσπαθώ να του ξεφύγω. Έπεσε η μπάλα στην αυλή και ήρθα να την πάρω>>.
<<Που είναι;>>.
<<Δεν ξέρω. Θα την ψάξω λίγο>>.
<<Ψάξε όσο θες>>, είπε και ξανακάθισε στη θέση της. Ο θείος μου ακόνιζε το μαχαίρι του.
Άρχισα να ψάχνω την μπάλα μου και την βρήκα αμέσως. Ήταν λίγο πιο μπροστά. Όταν, όμως, έσκυψα για να την πάρω στα χέρια μου, η μπάλα εξαφανίστηκε.  Έκανα μεταβολή για να γυρίσω πίσω και είδα όλους όσους είχα δει προηγουμένως στο σπίτι μας, να έχουν πιαστεί σε κύκλο και να χορεύουν γύρω από τον σωρό με τα κοτόπουλα και μου ήρθε η παρόρμηση να πιαστώ και εγώ μαζί τους. Ωστόσο, μόλις τους έφτασα, πισωπάτησα, ανακατεύτηκα και, πριν κάνω εμετό, ήρθε η θεία μου, μού έκλεισε το στόμα και μου έδωσε το μαχαίρι που κρατούσε ο θείος μου. 
<<Σειρά σου τώρα. Μην κάνεις το κοτόπουλο να περιμένει, μην παρατείνεις την αγωνία του. ΟΛΑ ΤΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΑ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ, ΚΑΝΕΝΑ ΔΕΝ ΘΑ ΓΛΥΤΩΣΕΙ>>.
Υπάκουσα και πήρα το μαχαίρι. Πήγα και κάθισα στη θέση της, ενώ ο θείος μου κρατούσε τώρα το κοτόπουλο και με κοίταζε στα μάτια, σα να μου έλεγε, δεν υπάρχει άλλη επιλογή.
Σήκωσα το μαχαίρι ψηλά και το χέρι μου πάγωσε. Ήταν το βλέμμα της κότας που με έκανε να παγώσω, δεν μπορούσα, δεν γινόταν να σφάξω την καημένη την κότα, δεν της άξιζε,  δεν έπρεπε, δεν ήταν σωστό και τότε η θεία μου όρμησε, άρπαξε το μαχαίρι από το χέρι μου και φώναξε <<ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ, ΜΗΝ ΔΕΙΛΙΑΖΕΙΣ, ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΌΤΗΤΑ, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΛΛΗ ΟΔΟΣ>> και , λίγο πριν την αποκεφαλίσει, η κότα έκοψε με τα νύχια της το κεφάλι της, κόβοντας μαζί και το χέρι του θείου μου  άρχισε να τρέχει σαν μανιακή πάνω κάτω, στο γρασίδι και το χώμα, μέχρι που ξεψύχησε και εγώ έπεσα στο γόνατα και-

Πετάχτηκα όρθιος και ανακατεύτηκα. Όχι από το όνειρο, αλλά από τις μπύρες. Τσέκαρα το κινητό μου και δεν είχαν περάσει ούτε δέκα λεπτά από τη στιγμή που ξάπλωσα. Σηκώθηκα με αργές κινήσεις. Ενώ πήγαινα προς το δωμάτιο μου, άλλαξα γνώμη και σταμάτησα πρώτα στην κουζίνα. Άνοιξα τον καταψύκτη και έβγαλα δύο μπούτια κοτόπουλου να ξεπαγώσουν.
-Ο.Γ.Θ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...