Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

Να σε ματιάσουν

Η πρώτη φορά που ήρθα πραγματικά αντιμέτωπος με την φράση <<Να δείχνεις σεβασμό στους μεγαλύτερους σου>>, ήταν στο γυμνάσιο. Ο κ. Βασιλόπουλος, ο θεολόγος μας, με πλησίασε την ώρα του μαθήματος και, μπροστά σε όλη την τάξη, άρχισε να μου κάνει κήρυγμα, πως δεν έπρεπε να μιλάω την ώρα του μαθήματος, τον ενοχλούσα συνέχεια, προσπαθούσε να κάνει την δουλειά του και η δική μου δουλειά  ήταν να μαθαίνω από αυτόν , όμως το μόνο που έκανα από την αρχή της χρονιάς ήταν τον βίο αβίωτο και άλλα τέτοια. Η αλήθεια είναι πως ήμουν πολύ καλός μαθητής και  η εικόνα μου πάντα ήταν αξιοπρεπέστατη. Μονάχα με αυτόν είχα θέμα. Δεν ήταν τόσο οι κακοί του τρόποι και η παραξενιά του, μονάχα πως ήταν κακός στη δουλειά του. Έμπαινε, μίρλιαζε δέκα λεπτά για την κατάντια των νέων και μετά δόξαζε τον Ιησού Χριστό και τις παλιές, καλές εποχές. Και εγώ θέμα κανένα δεν είχα με τον Κύριο. Μόνο με την μέθοδο διδασκαλίας του κ. Βασιλόπουλου.
Δεν έβγαζα άχνα. Υπέμεινα καρτερικά την αερολογία του μέχρι να βαρεθεί, να φανταστεί πως συμφωνούσα μαζί του, να κουνήσει το κεφάλι του, να γυρίσει στην έδρα του και να συνεχίσει ο καθένας μας τη ζωή του. Λες και τα όσα ξεστόμιζε ήταν ο τρόπος να συνετίσει ένα νέο παιδί. Πραγματικά αναρωτιέμαι πως τέτοια άτομα αποφοιτούν από τις σχολές τους. Ελάχιστους πραγματικούς εκπαιδευτικούς γνώρισα στο πέρασμά μου από όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Το ποτήρι ξεχείλισε τη στιγμή που έπιασε στο στόμα του τους γονείς μου. Θα πρέπει να ξέρετε πως οι γονείς μου είναι -μπορεί να πέθαναν, μα η μνήμη δεν ξεχνάει- υπέροχοι άνθρωποι. Απλοί, τίμιοι άνθρωποι. Δεν έφταιγαν εκείνοι για την όποια συμπεριφορά μου .Δεν θα επέτρεπα σε κανέναν να σπιλώσει την υπόληψή τους, ούτε κατά διάνοια.Έτσι, σηκώθηκα, έβγαλα τη γλώσσα μου λίγο έξω και τη δάγκωσα με τα δόντια μου, έκανα μια γκριμάτσα, τον έφτυσα στα μούτρα και κάθισα πάλι κάτω. Τον σεβασμό δεν τον απαιτείς, τον κερδίζεις, αυτό μου έμαθε ο πατέρας μου. Ο κ. Βασιλόπουλος τον είχε χάσει ολάκερο, δεν το εκτιμούσα καν.
Τώρα που τα βλέπω λίγο πιο ώριμα,  θα μπορούσα να αποφύγω την συγκεκριμένη πράξη, απόρροια της εφηβείας με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Ωστόσο, μου είχε φανεί σαν η πιο κατάλληλη κίνηση. Ο κ. Βασιλόπουλος γούρλωσε τα μάτια και σκούπισε με τα μανίκια του τα σάλια μου. Αστείο σκηνικό, δεν θα διαφωνήσω. Ακόμη και τώρα χασκογελάω σαν το σκέφτομαι. Ένας ώριμος άνδρας να ξεφτυλίζεται από ένα παιδάκι και, μάλιστα, ενώπιον της τάξης του.
Τις αντιδράσεις των υπολοίπων δεν χρειάζεται να τις περιγράψω με λεπτομέρειες. Μερικοί γέλασαν, οι φίλοι μου ψιθύρισαν ένα θριαμβευτικό ''ωωωωω'', οι υπόλοιποι με θεώρησαν αμέσως ένα ρεμάλι, έναν κρετίνο. Δεν με ένοιαζε. Την πράξη μου δεν την μετάνιωσα στιγμή.
Το έβλεπα στα μάτια του κ. Βασιλόπουλου πως ήθελε να μου τσακίσει κάθε κόκκαλο του σώματός μου. Τον συγκράτησε η υποτιθέμενη παιδεία του και η πιθανότητα να απολυθεί. Το δέρμα κάτω από τα μάτια του άρχισε  να συσπάται. Έπρεπε να τον θαυμάζατε από μια γωνιά πόσο γελοίος ήταν!  <<Το μάθημα διακόπτεται! Λάμπρου ,μαζί μου, στο γραφείο του διευθυντή!>>, αναφώνησε και εγώ υπάκουσα στις εντολές του αγόγγυστα.
Ο διευθυντής μας, ο κ. Αντωνίου, ήταν ένας γλυκός άνθρωπος. Γνώριζε τη θέση του και επιτελούσε το καθήκον του με ανιδιοτέλεια. Είναι από τους ελάχιστους ανθρώπους που λόγιζα - και συνεχίζω μέχρι σήμερα- ως άνθρωπο. Είχαμε κουβεντιάσει μία- δύο φορές, γιατί ήταν παλιός συμμαθητής με τον πατέρα μου και πιστεύω του είχα κάνει καλή εντύπωση. Έτσι, το σούφρωμα των φρυδιών του σαν άκουσε τα καμώματά μου με πλήγωσε αρκετά. Το πήρε φαίνεται κάπως προσωπικά. Ζήτησε από τον κ. Βασιλόπουλο να επιστρέψει στο μάθημα του και να μας αφήσει για λίγο μόνους.
Όταν άδειασε το δωμάτιο από τις ανεπιθύμητες παρουσίες χαλάρωσα λιγάκι. Ωστόσο φοβόμουν το άγνωστο . Άραγε τι αποζητούσε; Να με συμβουλέψει; Να με μαλώσει; Να με βαρέσει; Να με προειδοποιήσει να μην το ξανακάνω και να είμαι πιο προσεκτικός; Τα γόνατά μου είχαν αρχίσει να τρέμουν. Πήγαν να με εγκαταλείψουν τη στιγμή που μου έκανε νόημα, βλοσυρός, να τον πλησιάσω. Με έκφραση κάπως αδιάφορη, γύρισε την πλάτη και βημάτισε προς το παράθυρο του γραφείου του. Το παράθυρο αυτό έβλεπε όλη την αυλή του σχολείου. Εκείνη την ώρα μια τάξη είχε γυμναστική.
<<Για σίμωσε ζερβά μου>>, είπε. Εγώ δεν κατάλαβα λέξη. Του άρεσε να μιλάει με αυτό τον τρόπο πολλές φορές. Πιστεύω το έκανε για να διασκεδάσει λίγο την πλήξη του.
<<Πως είπατε;>>, απάντησα.
<<Έλα  εδώ, ντε!>>.
Με τρεις δρασκελιές σίμωσα και εγώ ζερβά του.
<<Όποτε έχω ελεύθερο χρόνο στέκομαι εδώ  και σας κοιτάζω από ψηλά. Είναι και λίγο μεταφορικό, ποιητικό. Εγώ , ο ανώτερος της ιεραρχίας, εσείς οι υποτακτικοί μου. Ή κάτι τέτοιο. Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με αυτά. Όπως και να έχει, σας θαυμάζω. Έχετε όρεξη, τσαγανό, ενέργεια. Όσα έχουν εκλείψει από εμάς, τους μεγάλους,  εξαιτίας της ηλικίας και των υποχρεώσεων . Είναι και θέμα ιδιοσυγκρασίας βέβαια.. Μα ο χρόνος περνάει και εμείς πρέπει να σοβαρέψουμε, να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων κάθε φορά. Αυτό που έκανες ήταν το λιγότερο προσβλητικό, το δίχως άλλο, και αρκετά ηλίθιο. Το ξέρεις πως τώρα πρέπει να σε τιμωρήσω, έτσι;>>
Στραβοκατάπια. Η πενταήμερη αποβολή μου κουνούσε το χέρι της από μακριά. Ο κ. Αντωνίου είχε τα χέρια του σταυρωμένα. Έφερε το δεξί  στο μέτωπό του και γέλασε. Δυνατά. Εγώ τον παρατηρούσα παραξενεμένος. Τι να σκεφτόταν άραγε;
<<Μου θυμίζεις εμένα στα νιάτα μου ρε μπαγάσα! Σε καλό σου! Χαχαχαχα. Έτσι ατίθασος ήμουν, ρεμπελάκι με φώναζαν οι φίλοι μου. Μην ανησυχείς, δεν θα τιμωρηθείς. Άσε που ούτε εμένα μου γεμίζει το μάτι ο συγκεκριμένος καθηγητής. Δεν τον συμπαθώ και τόσο. Αλλά δεν μπορώ και να τον διώξω, έχει σύμβαση. Δε βαριέσαι, κάπως θα τα μπαλώσουμε. Θα τον καλμάρω, θα βρω τον τρόπο. Είσαι καλό παιδί, το ξέρω. Πάνε έξω και απόλαυσε τα επόμενα είκοσι λεπτά μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι για διάλειμμα. Απλώς σε θέλω πιο προσεκτικό, πιο συγκρατημένο από εδώ και πέρα, γιατί δεν θα μπορέσω να σε δικαιολογήσω ξανά και θα πρέπει να φας όντως αποβολή. Άντε, και την άλλη φορά που θα μπεις εδώ μέσα να είναι μόνο για ευχάριστο λόγο.>>.
Με χτύπησε στον ώμο και πήγε να καθίσει στην καρέκλα του. Κοντοστάθηκα στην πόρτα και, πριν φύγω, γύρισα τον κεφάλι μου και τον ευχαρίστησα.
<<Τίποτα αγόρι μου. Να μαθαίνετε, να μορφώνεστε και να πλάσετε χαρακτήρες σωστούς θέλω μόνο. Μην δίνετε σημασία σε τέτοιους καθηγητές, να τους υπομένετε καρτερικά. Θα συναντήσετε διάφορους τέτοιους , και όχι μόνο καθηγητές, σε όλη σας τη ζωή, και αυτές οι συμπεριφορές δεν είναι οι πρέπουσες. Αν όλοι πράτταμε έτσι, θα γινόταν ζούγκλα ο κόσμος. Τίποτε άλλο.>>.
Χαμογέλασα πλατιά και άρχισα να περπατάω στο διάδρομο. <<Οι μεγάλοι είναι απλά περίεργα παιδιά>>, μονολόγησα. Με έπιασε λιγούρα. Ευτυχώς τα χρήματα μου τα είχα πάνω μου. Αγόρασα μια τυρόπιτα και βγήκα  στην αυλή. Σήκωσα το κεφάλι μου προς το γραφείο του διευθυντή. Για μια στιγμή τον φαντάστηκα να είναι όρθιος και να με κοιτάει. Αλλά το παράθυρο ήταν άδειο. Συνέχισα να περπατάω και να τρώω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...