Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019


Κάποτε σ’ ένα ταξίδι μου συνάντησα έναν γέρο, ρακένδυτο ζητιάνο
Θέλοντας να πληροφορηθώ κατά που έπεφτε η πόλη του Ντουράνγκο.
Εκείνος μου απάντησε πως αυτό εκεί το μέρος, με ένα στυγερό έγκλημα έχει ζωστεί
Και την παρακάτω αλλόκοτη ιστορία ξεκίνησε να μου εξιστορεί.

Ο Κάρλος και ο Εντουάρντο δύο μικρά παιδιά, σε αυτή την πόλη μεγαλώσαν
Ήτανε αχώριστοι, κάνανε όνειρα πολλά, που όμως με αίμα τα πληρώσαν.
Από μικροί συμφώνησαν να πάνε στα καράβια ν’αρχίσουνε από τα χαμηλά να γίνουνε λοστρόμοι
Και σαν περνάγανε τα χρόνια και κέρδιζαν σε πείρα να φτάσουν στ’ αψηλά να γενούν θαλασσοπόροι.

Και οι δύο ωραίοι γεμάτοι δύναμη και θάρρος, αλλά και θράσος που τους έριχνε σε κάθε φασαρία
Ο Κάρλος πάντα εύθυμος και συμπονετικός και θα’ παιρνε για νύφη του την όμορφη Μαρία
Ενώ ο Εντουάρντο απόμακρος σκιώδης πονηρός
και το ποτό τον έμπλεκε σε κάθε άσχημη ιστορία

Μια νύχτα ο Εντουάρντο μέθυσε απ’ το πολύ ουίσκι
κι έναν καυγά ξεκίνησε χωρίς κανένα λόγο
Κι όταν τελείωσε το ξύλο και έσταζε όλος αίμα
τον έδιωξαν με τις κλοτσιές του παν να πάρει δρόμο.

Πιωμένος και χτυπημένος γυρνούσε μές στους δρόμους
Και έτσι που το ποτό του είχε θολώσει τη σκέψη
όταν σ’ ένα στενό ξεχώρισε την όψη της Μαρίας
τη χτύπησε τη βίασε δεν την άφησε να βγάλει λέξη.

Όμως αυτή έμελλε να ‘ναι η τελευταία του πράξη
αφού όταν συνήλθε η Μαρία πήγε να βρεί τον Κάρλος
Κι όταν εκείνος έμαθε αυτό που είχε γίνει
τον αδερφό του έσφαξε δεν του άφησε ευκαιρία να αλλάξει

Μετά απ’ αυτό το θλιβερό συμβάν ο Κάρλος κίνησε για τα καράβια αφού τη μνήμη αυτή τη ζοφερή δεν άντεχε να κουβαλάει
Μα όσο και αν το προσπάθησε δεν μπόρεσε να της ξεφύγει αφού ο φόνος που διέπραξε ήταν κάθε βράδυ εκεί με κρύο ιδρώτα για να τον ξυπνάει.

Δούλεψε πιο σκληρά μήπως και το ξεχάσει, δοκίμασε γητειές και φάρμακα καθώς και μια άσπρη σκόνη που πήρε από ένα ναύτη
Μα αυτά δεν του δωκαν  παρηγοριά ούτε λησμονιά, και τότε ήρθε η είδηση πως ένα πρωί εβρέθη κρεμασμένος στο κατάρτι.

Όταν  ο γέρος ολοκλήρωσε, τα μάτια του έσταζαν δάκρυα κι αμέσως αντιλήφθηκα πως τρέχει κάτι
Έτσι φιλόστοργα τον ρώτησα να πει πόσα παιδιά είχε : ‘’Δύο γιούς είχα μα τώρα τα χέρια μου άδεια και η κόλαση γεμάτη’’.

-Ο.Μ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...