Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

Επτά ψυχές μείον δύο

Καθόμουν στην καρέκλα μου και έσπαγα το κεφάλι μου να σκαρφιστώ μια ωραία ιστορία να μοιραστώ. Πάλευα μεταξύ πρώτου έρωτα, απόγνωσης, θυμού, περίεργων ψυχοσυνθέσεων, λέξεων και φράσεων και τίποτα δεν μου έκανε. Αλλά η μνήμη μου, η ιδιαίτερη αυτή μνήμη που έχω- να αναδύει από το βυθό του υποσυνειδήτου γεγονότα που συνέβησαν κάποτε, κατά μια έννοια ελάσσονος σημασίας, τη στιγμή μάλιστα που έχω αποφασίσει να παρατήσω κάθε προσπάθεια ή έχω επικεντρωθεί κάπου αλλού-  η ανορθόδοξη μνήμη μου, λοιπόν, αποτέλεσε σπουδαίο αρωγό. Νικητής του ένδοξου αυτού εμφυλίου υπήρξε μια γάτα, στην οποία δεν προφτάσαμε ούτε όνομα να βγάλουμε.
Να τι έγινε πριν κάμποσα χρόνια, νομίζω ήμουν ακόμη στο δημοτικό.
Δίπλα από το πατρικό μου στο Δρέπανο έχουμε μια μεγάλη έκταση με ξερόχορτα και αγριόχορτα, στην οποία φωλιάζουν ποντίκια και φίδια και σαύρες- αρκετό καιρό μετά ο κ.Έμπειρος, ο γείτονας, έφερε ένα τρακτέρ και τακτοποίησε το ζήτημα, ξηλώνοντας τα για να επεκτείνει τον κήπο του, ωστόσο, άφησε λίγο από αυτό που υπήρχε, καθώς εκεί κατοικούν και οι γάτες της γειτονιάς, τις οποίες ταίζουμε προκειμένου να τρώνε τα επικίνδυνα ζωάκια. Συχνά- πυκνά τα γατιά αυτά- η μία εκ των οποίων υπάρχει από τότε που την θυμάμαι-ζευγαρώνουν και γεννοβολάνε τους διαδόχους τους.
Εκείνο το καλοκαίρι συνέβη κάτι περίεργο.
Ένα γατάκι εμφανίστηκε από το πουθενά και αυτό που παρατηρήσαμε με την οικογένεια μου ήταν πως καμία από τις άλλες δεν το καταδεχόταν. Συμπεράναμε πως μάλλον ανήκε σε άλλη οικογένεια που το είχε εγκαταλείψει. Το καημένο ούτε στην αυλή μας έμπαινε, ούτε κυκλοφορούσε με τις υπόλοιπες, ούτε καν ερχόταν στην πίσω πόρτα ενώ η μητέρα μαγειρεύει για να νιαουρίσει για τροφή. Ήταν μικροσκοπικό και γλυκούλη, πολύ όμορφο. Αν δεν με απατάει η μνήμη μου, ήταν χρώματος γκρι με μαύρες ρίγες.
Μας πλησίαζε δειλά- δειλά όταν βγαίναμε να πετάξουμε τα σκουπίδια- δίπλα στα ξερόχορτα είναι ο κάδος της γειτονιάς- ή νιαούριζε σιωπηλά από μακριά και μετά μας ακολουθούσε μέχρι την καγκελόπορτα.
Όσο περνούσαν οι μέρες, όμως, όλο και ξεθάρρευε. Έφτασε σε σημείο να μπαίνει και μέσα στην αυλή μας. Ακόμη και ο πατέρας μου άρχισε να το συμπαθεί. Το καημένο ένιωθε μοναξιά, αναζητούσε παρέα. Θλιμμένο βλέμμα, θλιμμένη η νύχτα....Για να έχει κάπου να μένει, να είναι κάπως προστατευμένο, του φτιάξαμε ένα ξύλινο σπιτάκι, μικρό αλλά βολικό, έξω από το σπίτι μας, κάπου να κοιμάται,  ένα μπολάκι με νερό μέσα και ό,τι τροφή υπήρχε στο σπίτι που να την τρώει του την δίναμε.
Έτσι πέρασε περίπου μισός μήνας. Το γατάκι αυτό γινόταν όλο και περισσότερο μέλος της οικογένειάς μας, όλοι είχαμε αρχίσει να το αγαπάμε και αυτό έκανε πιο εύκολη τη διαδικασία του να πείσουμε με τα αδέρφια μου τους γονείς μας να το υιοθετήσουμε. Η αρχή έγινε με γατοτροφές. Κάθε μέρα και μία - όμορφο, γλυκό γατάκι, τώρα έχεις τροφή κανονική. Στην αυλή του σπιτιού έμπαινε κανονικά, οπότε, αυτό που σκεφτήκαμε ήταν να το πάμε σε έναν κτηνίατρο να το ελέγξει, εμβόλια και όλα τα σχετικά, και μετά να  μεταφέρουμε το σπιτάκι του μέσα απο τα τείχη, για να είναι περισσότερο προφυλαγμένο.
Ήταν Σάββατο. Τέτοιες μέρες πάμε συνήθως στο άλλο μου χωριό, τα απογεύματα. Λίγο πριν φύγουμε, βγαίνω να ανοίξω μια κονσέρβα στο γατάκι. Άφαντο. Σκέφτομαι πως θα πήγε καμία βόλτα, είχε μεγαλώσει αρκετά. Την αφήνω κάτω, την ανοίγω  και φεύγουμε. Γυρνάμε βράδυ, δεν πηγαίνω να το τσεκάρω. Την άλλη μέρα βγαίνω το πρωί για να του αφήσω κατιτίς να φάει. Πάλι άφαντο, άθικτη η χθεσινή τροφή. Σκέφτομαι πως θα έφαγε τίποτα έξω. Μπαίνω στο σπίτι και καμία ώρα μετά πετάω τα σκουπίδια. Και τότε.....
Το γατάκι ήταν εκεί, κάτω από τον κάδο. Κοκαλωμένο, τομή στην κοιλιά, τα άντερα πεταγμένα έξω. Σαστίζω, είμαι έτοιμος να κλάψω. Τρέχω μέσα και το λέω στους δικούς μου. Ο πατέρας μου βγαίνει ήρεμος, να πάρει φτυάρι και να το πετάξει στα σκουπίδια. Στο ενδιάμεσο έχει βγει ο αδερφός μου, μικρό παιδάκι τότε, το βλέπει και πλαντάζει στο κλάμα. Ο πατέρας μου μού είπε πως το πιο πιθανό θα ήταν να του επιτέθηκε κανένας σκύλος ή κάτι να το πάτησε. Δεν ξέρω τι έγινε. Δεν είχα το σθένος να το αναλύσω παραπάνω.
......Μια μέρα παραπάνω. Ας ζούσες μέχρι την Δευτέρα. Θα σε είχαμε πάει στο γιατρό, το σπιτάκι σου θα θα το μεταφέραμε μέσα και όλα θα ήταν μια χαρά. Λίγες μέρες πριν μόνο να το είχαμε σκεφτεί και αυτό το ενδεχόμενο και μπορεί να ανάσαινες μέχρι σήμερα. Δέκα κονσέρβες έμειναν άθικτες για καιρό, τι τις θέλαμε τόσες πολλές;
Το κακόμοιρο. Το άμοιρο. Πέθανε μόνο του και απροστάτευτο. Και εμείς δεν το πήραμε χαμπάρι. Στράφι όλο το καλό που προσπαθήσαμε να του κάνουμε;
Πόσο άσχημο είναι να φεύγει κανείς έτσι; Τουλάχιστον κάποιος το έκλαψε, κάποιος το θυμάται.
Ας αναπαύεται η ψυχή του/
Αμήν!
.
.
.
Αρκετά πρόσφατο συμβάν, το προηγούμενο καλοκαίρι, πάλι στο χωριό, πάλι νεκρό γατί. Το έχει η μοίρα μου φαίνεται να έρχομαι αντιμέτωπος με γατιά που κείτονται στο έδαφος. Λες να φταίει που είμαι επτάψυχος και κάθε νεκρό γατί να σημαίνει και μια ζωή μείον, σαν βίντεο γκέιμ; Θα ήταν ενδιαφέρον!
Αύγουστος του 2018, καθόμασταν με τον Θεοφύλακτο στον κεντρικό δρόμο του χωριού- πίσω μας δέσποζε η Αγία Τριάδα- σε ένα παγκάκι, με μπύρες. Εγώ είχα πάρει τρεις και παγωμένες. Όλοι οι άλλοι έλειπαν, είχαμε απομείνει μονάχοι. Δροσερή βραδιά, ιδανική δροσιά.
Ήταν περασμένες δώδεκα. Μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων, όχι κάτι συγκεκριμένο, ούτε κάτι βαρύ. Ο Θεοφύλακτος είχε τελειώσει με τη σχολή του και  με το στρατό και ετοιμαζόταν να πάει τον Σεπτέμβριο για μεταπτυχιακό στο Βέλγιο. Είχε βρει ένα φθηνό και καλό, τόνωση του βιογραφικού, πολύ καλή εμπειρία, την άδραξε την ευκαιρία. Εγώ από την άλλη συνέχιζα την μίζερη ζωή μου, μεταβατική περίοδος. Έπινα, διάβαζα, έγραφα, φιλοδοξούσα,ανησυχούσα για το μέλλον μου, πήγαινα στην προπόνηση γιατί είχα γυρίσει  Κοζάνη - η ομάδα μου,  το δεύτερο μου σπίτι, η σανίδα σωτηρίας μου.
Ωστόσο δεν αγγίξαμε αυτά τα ζητήματα. Περισσότερο φλυαρούσαμε, άλλωστε οι ζωές μας δεν είχαν και πολλές μεταβολές, πάνω κάτω τα ίδια , είχε καιρό στο χωριό, δεν είχαμε και πολλά νέα. Ο δρόμος ήταν άδειος, ούτε κίνηση ανθρώπων υπήρχε, καθημερινή γαρ, καλοκαίρι, περασμένη η ώρα, πόσο κόσμο να έχει; Όμως ήταν ωραία, όταν είναι έτσι το χωριό σε γαληνεύει, σε ηρεμεί και λες μακάρι να ήταν έτσι για πάντα η ζωή, νηνεμία.
Μια γάτα εμφανίστηκε στη βρύση που βρισκόταν στα δεξιά μας, δίπλα από το μικρό εκκλησάκι και άρχισε να νιαουρίζει. Ήταν μεγαλούτσικη και φιλική. Εγώ έκανα πλακίτσα, την ρωτούσα αν ήθελε να πιει μπύρα και γελούσαμε με τον Θεοφύλακτο. Ήρθε κοντά μου και άρχισα να την χαϊδεύω με το μπουκάλι και μετά με το παπούτσι. Θα το έκανα με το χέρι, αλλά δεν ήξερα τι αρρώστιες πιθανόν κουβαλούσε.
Πέρασε λίγη ώρα μαζί μας και έπειτα την έκανε για να περάσει απέναντι. Και τότε, στα μισά του δρόμου, ένα αμάξι που ερχόταν με φόρα έχυσε τα φώτα του πάνω της, εκείνη κοκάλωσε, δεν προλάβαινε ο οδηγός να σταματήσει, ούτε να την αποφύγει και την πάτησε μπροστά μας. Διπλώθηκε στα δύο, λάστιχο δολοφόνος,  ο οδηγός γκάζωσε, η γάτα έμεινε στον κεντρικό. Τίναξε λίγο τα πίσω της πόδια, έτρεμε, και ξεψύχησε.
Μία μέρα πριν. Οδηγώ και φεύγω από το άλλο μου χωριό, όλη η οικογένεια στο αμάξι. Φεύγουμε, στρίβουμε δεξιά στο δρόμο προς το βενζινάδικο, για να βγούμε στον μεγάλο αυτοκινητόδρομο , να πάμε Δρέπανο. Φτάνω βενζινάδικο, σταματάω πριν μπω στον Μεγάλο Δρόμο, κοιτάω καθρέπτη, πίσω, δεν φαινόταν τίποτα, αντί να πάω από την δεξιά υπολωρίδα και να κάνω έναν τελευταίο έλεγχο, μπαίνω με τα μπούνια στην δεξιά και τότε ένα αμάξι φουριόζικο, παίζει να πήγαινε και με 150, εμφανίζεται και κόβει πολύ απότομα από πίσω μου και πατάει κόρνες. Πάω λίγο δεξιά, κατεβάζω παράθυρο, σταματάει δίπλα μου , <<ΚΑΛΑ ΕΙΣΑΙ ΧΑΖΟΣ;>>, και φεύγει. Κράξιμο σε μένα. Η μάνα μου νόμιζε πως δεν με άγγιξε αυτό το γεγονός- ακόμη να μάθει πως τα επεξεργάζομαι όλα εσωτερικώς;-  που παραλίγο να προκαλέσω ατύχημα, να πάθει κόσμος κακό, από μια βλακεία μου να πεθάνουν τόσοι εξαιτίας μου, να τραυματιστούν και φοβάμαι πως εγώ δεν θα είχα σωματικά τραύματα. Μπήκα σπίτι, στο μέσα μπάνιο, έκλεισα την πόρτα, έκατσα στα γόνατα και άρχισα να κλαίω.
Για μερικά δευτερόλεπτα δεν αντιδράσαμε. Άλλη μια φορά είχα δει ζωάκι να το πατάνε, στην Τσιμισκή, ένα περιστέρι. Ψέμματα, μια ακόμη φορά, στην Κοζάνη σε ένα στενό, ένα ποντικάκι πήγε και έβαλε το κεφάλι του κάτω από τη ρόδα ενός σταματημένου σε φανάρι αμαξιού. Η μόνη αυτοκτονία που έχω δει. Όμως δεν άντεχα να βλέπω το ξεψυχισμένο γατί εκεί, πόσω μάλλον να αρχίσουν να περνάνε περισσότερα αμάξια και να το κάνουν χαλκομανία.
Γι' αυτό, πήρα ένα μπουκάλι άδειο, το πλησίασα, και σιγά-σιγά έσπρωξα το ξεψυχισμένο κουφάρι στην άκρη, για να το μαζέψουν από τον δήμο μαζί με τα σκουπίδια το πρωί- ελπίζω. Μετά σηκώθηκε και ο Θεοφύλακτος, ήρθε η Αλεξάνδρα και κάναμε μια βόλτα στο χωριό.
Θα έγραφα τώρα κάτι κοινότυπο του στυλ, τελικά η ζωή είναι μικρή, μια αναπνοή υπόθεση και τα σχετικά. Αλλά η αλήθεια είναι πως αυτή τη στιγμή χέστηκα για τη ζωή, χέστηκα για τον θάνατο, χέστηκα για τα πάντα, χέστηκα και για εμένα τον ίδιο. Ναι ρε, και εγώ περνάω κρίσεις, πειράζει;  Αν είναι να είσαι ανεκδιήγητος, να μην καταλαβαίνεις τι πρέπει να κάνεις και να πρέπει να στο επισημαίνουν κάθε τρεις και λίγο, αν είσαι ηλίθιος και ξεροκέφαλος, κοινωνικά ανίκανος να ανταποκριθείς σε αυτά που πρέπει, ποιο το νόημα να ζείς;
Για να μαθαίνεις; Γιατί η ελπίδα δεν χάνεται ποτέ; Γιατί όσο ζεις δεν ξέρεις θα σου ξημερωθεί; Για όλα τα κλισέ- Πολλά ε;
Γαμώτο, δεν θέλω να πεθάνω ακόμη, όχι τώρα που χτίζω τον Παρθενώνα μου,έχω πολλά να δώσω ακόμη, η ημέρα μου μόλις ξεκίνησε!
Άντε να δούμε!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...