Όταν ήμουν 12 χρονών είχα την φαεινή ιδέα να σκάψω μια τρύπα στον κήπο του σπιτιού μου. Έτσι, αφού όλοι κοιμήθηκαν, πήγα στην αποθήκη, πήρα ένα φτυάρι και βγήκα έξω. Είχε δροσιά, αλλά όχι κρύο, γιατί ο Ιούλιος ήταν αρκετά ζεστός εκείνη την χρονιά. Το καλό ,επίσης , του να μένεις σε χωριό είναι ότι μαθαίνεις τις ώρες που ο κόσμος κινείται στους δρόμους . Γι’ αυτό περίμενα πρώτα να πάει 12. Η αυλή που είχαμε ήταν αρκετά μεγάλη και ο σκύλος μας αρκετά ήσυχος.
Έπιασα δουλειά αμέσως και δεν κατάλαβα ούτε πόσο μεγάλη έκανα την τρύπα, ούτε ότι ξημέρωσε. Το μόνο που αντιλήφθηκα ήταν η καρπαζιά του πατέρα μου όταν με είδε να χαλάω το χορτάρι -ακόμη τη νιώθω μερικές νύχτες. Με ρώτησε τι έκανα και του απάντησα πως δεν ήξερα, πως απλώς ήθελα να σκάψω εκείνη την τρύπα. Κούνησε το κεφάλι του απορημένος –πάντοτε παραξενευόμουν όταν το έκαναν αυτό οι μεγάλοι, λες και δεν ήταν ποτέ τους παιδιά.
Μεγάλωσα, όπως όλοι, και εγώ και μαντέψτε! Έγινα νεκροθάφτης. Ξέρω μακάβριο ,αλλά το συναίσθημα από εκείνη τη νύχτα έμεινε για χρόνια χαραγμένο στη μνήμη μου. Νύχτα μέρα, χωρίς να κουράζομαι άνοιγα τρύπες. Δόξα τω Θεό, ο κόσμος ψοφολογούσε σαν τις μύγες εκείνο τον καιρό , καθώς μια αρρώστια μάστιζε την Ευρώπη και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ήταν αυτό που την προκαλούσε. Ο ασθενής έχανε ξαφνικά τη γλώσσα και τα γεννητικά όργανα και κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί. Δεν ήξερες ποιον θα πετύχει, ούτε πότε , ο καθένας μας ήταν πιθανός νεκρός . Η αιτία ήταν πάντα η ακατάσχετη αιμορραγία. Και εγώ λυπόμουν, θλιβόμουν βαθιά για το κακό αυτό που βρήκε την ανθρωπότητα. Αλλά παράλληλα ενθουσιαζόμουν, γιατί οι κηδείες αυξάνονταν με ραγδαίους ρυθμούς.
Βράδυ. Είχα μόλις τελειώσει την βάρδιά μου και άλλαζα ρούχα. Πλέον δεν μου άρεσε να ανοίγω τρύπες από τις 12 και μέχρι τις 7, γιατί τότε ήταν η ώρα που ξεκουραζόμουν . Έμενα σε ένα μικρό καλύβι, στο μεγάλο νεκροταφείο της πόλης Κ… . Δεν με ένοιαζε ,άλλωστε, αφού όλοι οι άλλοι είχαν απομακρυνθεί από μένα. Με θεωρούσαν απάνθρωπο, άκαρδο, παράξενο. Μέχρι και η εκκλησία κόντεψε να με αφορίσει, γιατί κατέκρινε τη στάση μου, αλλά πάντα με κρατούσαν γιατί ήμουν ο καλύτερος σε αυτό που έκανα και επειδή, αν με έδιωχναν, τότε θα πήγαινα να ανοίξω λάκκους για την άλλη εκκλησία. Στην ουσία, ο κόσμος εκείνο τον καιρό υποστήριζε όποια θρησκεία του υποσχόταν καλύτερη μεταχείριση, συγχώρεση αμαρτιών, διαδικασία ταφής και τα σχετικά. Και ‘γώ τους είχα αποφέρει πολλά κέρδη. Έτσι, τους έγραφα κανονικά και έκανα αυτό που ήθελα.
Είχα μόλις κάνει μπάνιο. Μέσα στο καλύβι μου απολάμβανα τον πρώτης ποιότητος αέρα εισαγόμενο από την Αφρική .Είχα μόλις βάλει τις πυτζάμες μου, ένα ποτήρι κρασί κλεμμένο από το ιερό και είχα ανοίξει ένα βιβλίο με τα Άπαντα του Ντοστογιέφσκι. Καθώς διάβαζα απορροφημένος τις περιπέτειες των ηρώων του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα, ακούω να μου χτυπάν την πόρτα. Ήταν χτυπήματα με ρυθμό, που υποδήλωναν ότι δεν ήταν ο άνεμος ή οι κλασσικοί αργόσχολοι που μου χτυπούσαν την πόρτα σχεδόν κάθε βράδυ για να μου εξηγήσουν πόσο λάθος ήταν ο τρόπος ζωής μου ή η θρησκεία μου ή κάτι σχετικό με αυτά. Εγώ λάκκους ήθελα απλώς να ανοίγω και μάλιστα να με πληρώνουν γι ‘ αυτό. Τι καλύτερο; Σηκώνομαι , τεντώνομαι και προχωράω πέντε βήματα. Βάζω μια φωνή . <<Παρακαλώ , παρακαλώ, τι θα θέλατε εδώ;>>. Ήταν κάτι σαν συνθηματικό, για να καταλάβω αν όντως άξιζε τον κόπο να ανοίξω την πόρτα. Τότε, ο χτύπος από την έξω μεριά απέκτησε φωνή και μου απάντησε .<< Ανοίχτε μου ,ανοίχτε ,παρακαλώ .>>.
Ξεκλείδωσα και μπροστά μου εμφανίστηκε μια κυρία. <<Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;>>, την ρώτησα. <<Ναι, άσε με πρώτα να μπω μέσα, παρακαλώ.>>. Επειδή βαριόμουν αφόρητα και ήμουν αρκετά βέβαιος πως δεν θα μου προξενούσε κακό ,της επέτρεψα να σύρει τα πόδια της μέσα στο φτωχικό μου. Έβγαλε το μπουφάν της και το άφησε πάνω στο καλόγερο. Μετά, έβγαλε το σκουφάκι και τα μαύρα γυαλιά της. Είχε μακριά και πλούσια μαλλιά, καφέ απόχρωσης. Έφερνε πολύ σε γαλλίδα , ωστόσο δεν με ενδιέφερε να τη ρωτήσω αν προερχόταν από μια χώρα που από καιρό ο λαός της ήταν στα πρόθυρα εξαφάνισης λόγω της αρρώστιας. Την παρακάλεσα να καθίσει και της έφερα ένα ποτήρι νερό και κάτι ξεχασμένα μπαγιάτικα μπισκότα. Πρώτη φορά είχα επισκέπτη και η χαρά μου ήταν απερίγραπτη.
<<Δεν το περίμενα τόσο απλό και τόσο ωραίο>>, μου είπε και με παραξένεψε.
<<Μόνος μου το έφτιαξα, δεν είχε τίποτα μέσα>>, απάντησα περήφανος. Δεν θυμόμουν την τελευταία φορά που δέχθηκα κάποιο κοπλιμέντο. <<Ωστόσο, ποια είσαι και τι θες εδώ; Σε ξέρω από κάπου;>>.
<<Όχι, αλλά νιώθω πως είσαι ο μόνος στον οποίο μπορώ να μιλήσω, γιατί γνωρίζω πως δεν σε ενδιαφέρει τίποτα εξόν της τέχνης σου.>>
<<Εννοείς το σκάψιμο; Τέχνη το λες;>>.
<<Όταν κάνεις κάτι με πάθος, με μεράκι , με όρεξη, χωρίς να σε ενδιαφέρει τίποτε άλλο, εγώ το θεωρώ τέχνη. >>
<<Έχεις διαφορετική άποψη από τους υπόλοιπους ,μου αρέσει. Αλλά από ότι καταλαβαίνω δεν ήρθες να συζητήσουμε για ποίηση, αλλά για κάτι πιο ανθρώπινο. Μίλα!>>.
<<Μόνος μου το έφτιαξα, δεν είχε τίποτα μέσα>>, απάντησα περήφανος. Δεν θυμόμουν την τελευταία φορά που δέχθηκα κάποιο κοπλιμέντο. <<Ωστόσο, ποια είσαι και τι θες εδώ; Σε ξέρω από κάπου;>>.
<<Όχι, αλλά νιώθω πως είσαι ο μόνος στον οποίο μπορώ να μιλήσω, γιατί γνωρίζω πως δεν σε ενδιαφέρει τίποτα εξόν της τέχνης σου.>>
<<Εννοείς το σκάψιμο; Τέχνη το λες;>>.
<<Όταν κάνεις κάτι με πάθος, με μεράκι , με όρεξη, χωρίς να σε ενδιαφέρει τίποτε άλλο, εγώ το θεωρώ τέχνη. >>
<<Έχεις διαφορετική άποψη από τους υπόλοιπους ,μου αρέσει. Αλλά από ότι καταλαβαίνω δεν ήρθες να συζητήσουμε για ποίηση, αλλά για κάτι πιο ανθρώπινο. Μίλα!>>.
Σταύρωσε τα πόδια της, μια στάση που φανέρωνε ότι ήταν νευρική. Τι την ταλάνιζε, όμως, τόσο , ώστε να θεωρεί ότι μόνο εγώ ήμουν ικανός να το ακούσω δίχως να της προκαλέσω πρόβλημα; Εγώ ένας απλός νεκροθάφτης ήμουν, δίχως αξίες και ιδανικά. Έπειτα σηκώθηκε, τεντώθηκε και άρχισε να κάνει παράξενα πράγματα τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν έναν φυσιολογικό άνθρωπο στα πρόθυρα ξεσπάσματος λόγω νεύρων. Αλλά εγώ δε νευρίαζα, παρά μόνο σπάνια. Το μόνο σπαστικό ήταν ότι δεν ήξερα ποια είχα απέναντί μου, αλλά δεν με ενδιέφερε και πολύ, ούτως ή άλλως. Έτσι πέρασε κοντά στο μισάωρο με αυτή να κάνει ό, τι της κατέβαινε στο κεφάλι και εγώ λες και είχα πληρώσει κανέναν εισιτήριο, άραζα και έβλεπα, μέχρι τη στιγμή που ξανακάθισε και ήπιε λίγο νερό.
<<Ένας τελευταίος έλεγχος ήταν ,και όχι δεν ήμουν νευρική ή κάτι τέτοιο. Ξέρω πολύ καλά να διαχειρίζομαι τα συναισθήματά μου, δεν είμαι καμία δευτεράντζα. Μπορεί να σε αναστάτωσα, μπορεί και να ήθελες να μου ρίξεις μπουνιά, αλλά δεν το έκανες. Γι ‘ αυτό σε συγχαίρω. Οι άλλοι εκεί έξω είναι τόσο απορροφημένοι με το να προσπαθούν να αδράξουν την κάθε στιγμή γιατί πλέον φοβούνται διπλά τον θάνατο και τα έχουν πετάξει όλα στο βρόντο. Με τη συμπεριφορά τους τα κάνουν χειρότερα. Αλλά εσύ! Εσύ δεν πτοείσαι, εσύ ξέρεις καλύτερα από όλους γιατί δεν προσπαθείς υπερβολικά. Αποδέχεσαι αυτό που είσαι και το γουστάρεις.>>.
<<Ωραία όλα αυτά,>> τη διέκοψα, <<αλλά που κολλάνε; Δεν μπορώ να καταλάβω που το πας. Αν ήρθες επειδή με γουστάρεις ή κάτι σχετικό, καταρχήν ωραίο γούστο έχεις και κατά δεύτερον, δεν με ελκύεις, οπότε αντίο, μπάι-μπάι, τα λέμε.>>.
<<Χα, χα ,χα… είσαι αστείος. Δεν είμαι τόσο ρηχή, ούτε δειλή για να τα περιπλέξω τόσο τα πράγματα. Αν σε γούσταρα θα ήσουν ήδη δικός μου. Άλλο είναι το θέμα.>>.
Ξαφνικά, χωρίς να το περιμένω , άρχισε να ξεντύνεται και είδα κάτι που με συγκλόνισε. Το σώμα της ήταν σαν αυτό μιας πλαστικής κούκλας , από αυτές που μας έδιναν μικρά, οι οποίες πριν κάποια χρόνια απαγορεύτηκαν γιατί τάχα αποσπούσαν τα παιδιά από τα σημαντικά της ζωής πράγματα τούτης.
<<Ωραία όλα αυτά,>> τη διέκοψα, <<αλλά που κολλάνε; Δεν μπορώ να καταλάβω που το πας. Αν ήρθες επειδή με γουστάρεις ή κάτι σχετικό, καταρχήν ωραίο γούστο έχεις και κατά δεύτερον, δεν με ελκύεις, οπότε αντίο, μπάι-μπάι, τα λέμε.>>.
<<Χα, χα ,χα… είσαι αστείος. Δεν είμαι τόσο ρηχή, ούτε δειλή για να τα περιπλέξω τόσο τα πράγματα. Αν σε γούσταρα θα ήσουν ήδη δικός μου. Άλλο είναι το θέμα.>>.
Ξαφνικά, χωρίς να το περιμένω , άρχισε να ξεντύνεται και είδα κάτι που με συγκλόνισε. Το σώμα της ήταν σαν αυτό μιας πλαστικής κούκλας , από αυτές που μας έδιναν μικρά, οι οποίες πριν κάποια χρόνια απαγορεύτηκαν γιατί τάχα αποσπούσαν τα παιδιά από τα σημαντικά της ζωής πράγματα τούτης.
Την ρώτησα αν μπορούσα να αγγίξω. Έγνευσε καταφατικά και, εκεί που νόμισα πως θα χάιδευα πλαστικό, χάιδεψα ανθρώπινο δέρμα! Μα πουθενά στήθος, πουθενά αιδοίο, πουθενά κώλος! Τίποτα!
<<Άναυδος, ε; Ούτε εγώ το πίστευα. Και να φανταστείς δεν έτρεξε σταγόνα αίμα. Απλά ξύπνησα ένα πρωί και τσουπ! Μου ξέφυγε φυσικά μια στριγκλιά και πέρασα κοντά στις 2 ώρες μπροστά στον καθρέπτη μου. Φυσικά και δεν το ανέφερα σε κανέναν. Δεν είμαι τρελή! Ή θα με σκότωναν επί τόπου σαν μίασμα, ή θα με έκαναν έκθεμα ή θα με έσερναν εδώ και εκεί για εξετάσεις και τα σχετικά.>>.
<<Άναυδος, ε; Ούτε εγώ το πίστευα. Και να φανταστείς δεν έτρεξε σταγόνα αίμα. Απλά ξύπνησα ένα πρωί και τσουπ! Μου ξέφυγε φυσικά μια στριγκλιά και πέρασα κοντά στις 2 ώρες μπροστά στον καθρέπτη μου. Φυσικά και δεν το ανέφερα σε κανέναν. Δεν είμαι τρελή! Ή θα με σκότωναν επί τόπου σαν μίασμα, ή θα με έκαναν έκθεμα ή θα με έσερναν εδώ και εκεί για εξετάσεις και τα σχετικά.>>.
Αυτό το τελευταίο που είπε με ανακούφισε. Όσο και να τους πάω τους ανθρώπους, αν αυτή ήταν η αρχή για να βρεθούν οι αιτίες και ,παραπέρα , η θεραπεία αυτής της μάστιγας , αυτό σήμαινε ότι θα βαρούσα ξανά μύγες. Και’ γω την αγαπώ τη δουλίτσα που κάνω και θέλω οι άνθρωποι να πεθαίνουν. Και στην τελική, εφόσον κάποια στιγμή θα μας φάνε τα σκουλίκια, τι πειράζει να γίνει μια ώρα αρχύτερα; Δηλαδή τι άλλο θα κερδίσουμε; Αφού τη σπαταλάμε που τη σπαταλάμε. Τι να πει κανείς….. Ποτέ μου δεν μπόρεσα να εντρυφήσω τόσο βαθιά στη φιλοσοφία.
<<Και έτσι>>, συμπλήρωσε, << εδώ και 3 χρόνια το κρατάω κρυφό. Φαντάσου, 3 χρόνια! Δεν πάω τουαλέτα, δεν μυρίζω άσχημα σε εκείνες τι περιοχές, δεν έχω ανάγκη για έρωτα! Στην αρχή ήταν ωραία, δεν λέω. Ωστόσο άρχισα να κουράζομαι. Άρχισα να βαριέμαι. Βάλε προσθετικά, πρόσεχε μην σε ακουμπήσει κανείς εκεί, διώξε τους άντρες μακριά, λέγε ψέματα και πάντα το κεφάλι μου τόσο βαρύ από σκέψεις, από υποθέσεις. Και γύρω μου τόσος θάνατος…>>.
<<Τότε>>, τοποθετήθηκα , << γιατί ήρθες σε μένα; Γιατί δεν πήγες κατευθείαν σε ένα γιατρό ή σε ένα κέντρο, κάπου έστω που θα ήξεραν τι να κάνουν; Εγώ το πολύ- πολύ να σου διαβάσω κάτι και να σου ανοίξω καμία τρύπα, τίποτα παραπάνω.>>.
<<Τότε>>, τοποθετήθηκα , << γιατί ήρθες σε μένα; Γιατί δεν πήγες κατευθείαν σε ένα γιατρό ή σε ένα κέντρο, κάπου έστω που θα ήξεραν τι να κάνουν; Εγώ το πολύ- πολύ να σου διαβάσω κάτι και να σου ανοίξω καμία τρύπα, τίποτα παραπάνω.>>.
Με πλησίασε και με αγκάλιασε. Βαριανάσαινε. Με έσφιγγε. Αλλά δεν με πείραζε και πολύ.
<<Αυτό θέλω. Αυτό και μόνο αυτό. Διάβασέ μου κάτι και μετά σκότωσέ με. Γιατί την αυτοκτονία την προσπάθησα, αλλά δεν έχω κουράγιο να την ολοκληρώσω. Δεν θέλω να βασανιστώ, δεν θέλω να με κάνουν πειραματόζωο και ,αν τελικά είμαι απλώς ένα ελάττωμα να με πετάξουν στα σκουπίδια. Εγώ ονειρευόμουν μικρή, πριν καλά- καλά γεννηθείς εσύ. Ονειρευόμουν έναν κόσμο με μουσική, ποίηση, αγάπη, ευημερία, πρόοδο. Αλλά είμαστε τόσο ανόητοι που, ακόμη και να βρεθεί η θεραπεία μέσω εμού, πάλι στα ίδια σκατά με πριν θα πέσουμε. Να μου λείπει ρε, να μου λείπει! Ας βγει κάνας άλλος, λιγότερο απάνθρωπος από μένα και ας πετάξει μια μανόλια στον σκουπιδότοπό μας. Λες και δεν θα την καλύψουν τόνοι σκουπιδιών….>>
Μιλούσε πολύ σκληρά, θα έλεγε κανείς κυνικά. Εγώ ,ωστόσο, την καταλάβαινα. Ήταν μια ρεαλίστρια της σύγχρονης εποχής, της κάθε εποχής. Και ας μην επικροτούσα αυτή τη στάση γιατί ακόμη δεν είχα χάσει κάθε ελπίδα, δεν μπορούσα παρά να δείξω συμπόνια στο πρόσωπό της. Η καημένη, ήταν τόσο ταλαιπωρημένη και ας μην το έδειχνε. Δεν ήθελα να φανώ ψευτορομαντικός και να της αλλάξω γνώμη. Ας έκανε ότι ήθελε.
<<Τι θέλεις να σου διαβάσω; Η βιβλιοθήκη μου είναι γεμάτη. Χμμμμ… Τι θα έλεγες για λίγο Λειβαδίτη, για λίγο Μίσσιο;>>.
<<Έλληνες; Δεν είναι τόσο του γούστου μου!>>.
<<Α, δεν ξέρεις τι χάνεις! Περίμενε…. Σε πειράζει να βάλω και λίγη μουσική; >>.
<<Όπως θες! Θα περιμένω!>>.
<<Έλληνες; Δεν είναι τόσο του γούστου μου!>>.
<<Α, δεν ξέρεις τι χάνεις! Περίμενε…. Σε πειράζει να βάλω και λίγη μουσική; >>.
<<Όπως θες! Θα περιμένω!>>.
Περάσαμε 2 ημέρες διαβάζοντας, μιλώντας και ακούγοντας μουσική. Ήταν οι καλύτερες ημέρες της ζωής μου! Εντούτοις , ήταν η ώρα της να φύγει. Για πού, άγνωστό. Ίσως σε κάποια υπέροχη κόλαση, ίσως σε έναν παράδεισο χωρίς Θεό, ίσως στο άπειρο. Αυτά εγώ δεν τα γνωρίζω μήτε τα κατάλαβα ποτέ, μην τα ξαναλέμε . Ένας απλός σκαφτιάς είμαι ,που δεν πειράζω τον κόσμο.
Η τρύπα που έσκαψα εκείνη την ημέρα ήταν η πιο περίτεχνη από όσες κατάφερα ποτέ. Αν είχα αναπτύξει πλήρως τα πιο ευγενή μου συναισθήματα , θα έλεγα πως ήταν λόγω έρωτα. Επιτρέψτε μου , όμως, να το χαρακτηρίσω απλή τύχη. Γιατί όλα είναι θέμα τύχης , ακόμη και ο έρωτας πολλές φορές.
Η Ανατολή – το όνομά της το ξεφώνισε καθώς έπεφτε μέσα στην τρύπα- με ευχαρίστησε από τα βάθη της καρδιάς της. Δεν θυμάμαι αν ήταν η πρώτη φορά που έκλαψα για κάποιον, αλλά σίγουρα η τελευταία. Την σκέπασα ταχύτατα με το χώμα, πριν πάρει χαμπάρι κανείς τι έκανα και επέστρεψα στο καλύβι μου και στον μπάρμπα- Φίοντορ που είχα για λίγο παραμελήσει.
Πάνω στον καλόγερο, είχε ξεχάσει το σκουφάκι της. Το πήρα στα χέρια μου και στη συνέχεια, αφού το επεξεργάστηκα λίγο, το φόρεσα και άδραξα το βιβλίο μου. Τότε πουλάκια άρχισαν να κελαηδούν.
Σαράντα χρόνια μετά, έχουμε απομείνει κάτω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι στον πλανήτη Γη. Θεραπεία δεν βρέθηκε ποτέ και ,από ένα σημείο και έπειτα , μέχρι και οι πιο φιλόδοξοι τα παράτησαν. Τους νεκρούς δεν τους θάβουμε πια, άλλωστε δεν έχει σημασία. Εγώ εγκαταστάθηκα στο κέντρο της πόλη με μόνη συντροφιά το σκουφάκι της μοναδικής μου αληθινής φίλης. Δεν θα μπορούσα να αναζητήσω καλύτερη συντροφιά για τις τελευταίες μου στιγμές.
Άραγε θα προφτάσω να σκάψω στο ίδιο σημείο πριν οι δυνάμεις μου με εγκαταλείψουν;
Και τα πουλάκια ακόμη κελαηδούν….
Και η ζωή ευχάριστα συνεχίζεται….
Ω, τι ευτυχισμένη αυτοκτονία είχα ,Θεέ μου.
Ω, τι δυστυχισμένο θάνατο θα έχω!
Και η ζωή ευχάριστα συνεχίζεται….
Ω, τι ευτυχισμένη αυτοκτονία είχα ,Θεέ μου.
Ω, τι δυστυχισμένο θάνατο θα έχω!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου