Άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος τόσο δυνατά και απότομα, σα να τον κυνηγούσαν. Βρήκε την Αλίκη να κάθεται στον καναπέ, με το κινητό στο χέρι. Με τον θόρυβο που έκανε ο Δημήτρης, είχε σηκώσει το κεφάλι της προς το μέρος του, περίεργη να δει τι είχε συμβεί.
Τι έπαθες, αγάπη μου; τον ρώτησε, όταν στάθηκε μπροστά της.
Εκείνος δεν έβγαλε άχνα. Κάθισε δίπλα της, την έπιασε από τους ώμους και την φίλησε έντονα στο στόμα. Σα να είχαν να ιδωθούν μήνες ολόκληρους. Όταν απομάκρυνε τα χείλη του, τον κοίταζε πια γεμάτη απορία- και λίγο θαυμασμό. Ο Δημήτρης διατηρούσε την σιωπή του. Τώρα της κρατούσε τα χέρια και χαμογελούσε.
Με τρομάζεις...Τι έγινε; τον ρώτησε ξανά.
Τότε ένα τεράστιο χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του.
Αλίκη, ξέρεις πόσο σε αγαπάω, έτσι;
Φυσικά!
Ξέρεις πόσο ερωτευμένος είμαι μαζί σου, έτσι;
Φυσικά! Τι συμβαίνει, Δημήτρη;
Ναι, αλλά ξέρεις τι έρωτα νιώθω; συνέχισε εκείνος, λες και μονολογούσε. Σαν ένα μικρό παιδί που ερωτεύεται το χιόνι, όταν το βλέπει πρώτη φορά να πέφτει και να στρώνει κάτω στο έδαφος. Είναι αγνός έρωτας, Αλίκη, που σου δημιουργεί συνεχώς συναισθήματα! Μετράμε πάνω από πέντε χρόνια και μόνο εσύ θα μπορούσες να το προκαλέσεις αυτό!
Τα μάγουλα της είχαν κοκκινίσει από τα τιμητικά λόγια.
Αν το συνεχίσεις, θα πιστέψω πως μου κάνεις πρόταση γάμου!
Δώσε μου μισό λεπτό...ίσως ένα...περίμενε!
Σηκώθηκε αμέσως όρθιος και πήγε στο δωμάτιό τους. Όταν γύρισε, κρατούσε ένα ανοιχτό τετράδιο και τα χέρια του έτρεμαν. Κάθισε δίπλα της και το κοίταζε, ανοιγοκλείνοντας τα χείλη του.
Ναι, ναι τώρα είναι εντάξει! της είπε, σηκώνοντας το κεφάλι του προς την Αλίκη.
Τι είναι εντάξει;
Το ποίημα! Το ποίημα!
Ποιο ποίημα;
Αυτό που μου ήρθε στο μυαλό τώρα που γυρνούσα από την δουλειά!
Α στο καλό σου! Με κοψοχόλιασες! Και τι ποίημα είναι αυτό; Γιατί, όπως έκανες πριν, κόντεψα να βάλω τα κλάματα. Και δεν είμαι ωραία όταν κλαίω...
Μα είσαι πάντα ωραία, όπως και να είσαι! Ακόμα και αν έρθει κάποιος μάγος και σε μεταμορφώσει σε βράχο, θα είσαι ο πιο ωραίος βράχος που έχει υπάρξει ποτέ!
Αν είναι να με εγκωμιάζεις έτσι, περιμένω να ακούσω το δημιούργημά σου.
Ακόμα δεν είναι ολοκληρωμένο... Δηλαδή, νομίζω είναι εντάξει... Θα σου πω αυτό που σκέφτηκα.
Σε ακούω!
Ο Δημήτρης καθάρισε την φωνή του. Την κοίταξε στα μάτια και μετά κοίταξε το χαρτί:
δεν έχω πολλά λεφτά, αγάπη μου
ούτε πολλά υλικά αγαθά για να σου προσφέρω.
ακόμα προσπαθώ να τα καταφέρω
για να σου παρέχω όσα αξίζεις και παραπάνω.
για την ώρα, έχω μόνο μια καρδιά
και αυτή στην δίνω ολόκληρη.
γι' αυτό
μην μου την κάνεις ποτέ χίλια κομμάτια
παρακαλώ.
γιατί αν το κάνεις αυτό
τότε θα πληγωθώ
και μετά τι θα έχω
για να σου προσφέρω
εκτός από μερικά λαβωμένα
''σ' αγαπώ'';
Κρατώντας το τετράδιο στα χέρια του, περίμενε την αντίδρασή της.
Λοιπόν; την ρώτησε, ήρεμος πια.
Το έγραψες...για εμένα; κατάφερε τελικά να πει.
Ναι. Φυσικά για εσένα! Θέλω να το δουλέψω και άλλο και νομίζω πως με μερικά ακόμη θα είναι έτοιμο το βιβλ-.
Η Αλίκη έπεσε πάνω του και τον αγκάλιασε, πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρότασή του.
Είναι υπέροχο! Αλήθεια, υπέροχο! Είμαι τόσο τυχερή!
Χάρη σε εσένα είναι. Με αγαπάς, Αλίκη;
Με όλη μου την καρδιά. Εσύ, Δημήτρη;
Με ό,τι έχει απομείνει από αυτήν. Και με ό,τι κατάφερες να φτιάξεις από τα κομμάτια της.
-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)