Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

πεφταστέρι



συνάντησε με στα αστέρια.

προσπαθώ ακόμα να βρω 

εκείνο το αστέρι που λένε

πως πέφτει και

εκπληρώνει ευχές.

να γραπωθώ πάνω του

και να ακολουθήσω την τροχιά του.

αλλά για την ώρα

ακόμα το ψάχνω, 

δεν έχω βρει

παρά θραύσματα του

που τα πιάνω και τα πετάω κάτω

και έτσι μου έχουν έρθει 

κάπως

τα καλά στη ζωή μου.

συνάντησε με στα αστέρια

εκεί πάνω 

επιτελώ το έργο μου.

είμαι ακόμα εκείνο το παιδί 

που ονειρεύεται-

αυτό είναι το έργο μου

και ζητώ συγγνώμη 

αν δεν είναι 

αρκετό.

μα κάποια μέρα

θα τα καταφέρω

να το θυμάσαι.

- Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025

τυφώνας

 θα αφήσω τον άνεμο
να περάσει από πάνω μου
από μέσα μου
και από έξω μου.
θα πάρω μια βαθιά ανάσα
και θα γίνω ένα 
με αυτό που είμαι
αυτό που θα μπορούσα να ήμουν
και όλες μου τις πιθανότητες.
είμαι εγώ και τίποτα άλλο
είμαι εγώ και τόσα πολλά μαζί.
στέκομαι γυμνός
στην μέση ενός πολυσύχναστου δρόμου
κλείνω τα μάτια 
και αφουγκράζομαι
εάν ο πόνος του ενός
μπορεί να γίνει πόνος πολλών
και εάν η ελπίδα τελικά
πεθαίνει τελευταία.
εάν όλα θα πάνε τελικά καλά
γιατί είναι ανάγκη να πάνε καλά
ή εάν απλά υπάρχουμε απλά για να 
αισθανθούμε λίγο από όλα
και στο τέλος
να φύγουμε όπως ήρθαμε.
- Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025

Περασμένες ζωές (13)





έρχεσαι συχνά εδώ..γοητευμένος, γοητευμένος...ναι, έχω εκδώσει μερικά βιβλία, αλλά τίποτα σημαντικό, μην φανταστείς, χαχα...πως και μια τόσο όμορφη δεσποσύνη είναι μόνη της; ...
Διασκέδαζε τον εαυτό του μέχρι η Αλίκη να φανεί. Καθόταν στο τραπέζι μόνος του και είχε ήδη παραγγείλει. Από το άγχος του, είχε πάει είκοσι λεπτά νωρίτερα. Χάζευε στο κινητό, κάπνιζε νευρικά, προσπαθούσε να καταλαγιάσει το είναι του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβγαινε ραντεβού, άλλωστε. Μα είχε πολύ, πάρα πολύ καιρό να βγει και ήταν κομμάτι ανήσυχος. Για λίγο του πέρασε εκείνη η σκέψη, πως όλα θα πήγαιναν στραβά, θα έμεναν αμίλητοι για καμιά ώρα και θα χώριζαν οι δρόμοι τους για πάντα. Γρήγορα, όμως, την απέβαλλε, να μην τον μολύνει, να μην τον χαλάσει. Όλα θα πήγαιναν όπως ήταν να πάνε και, από κει και πέρα, ό,τι ήθελε προκύψει.
Όταν την είδε από μακριά να περπατάει και να τον ψάχνει, κάτι σκίρτησε μέσα του. Ήταν ακόμα πιο όμορφη από ό,τι την θυμόταν. Σήκωσε το χέρι και χαμογέλασε. Η Αλίκη τον είδε και χαμογέλασε πίσω. Πριν προλάβει να σκεφτεί πως θα έπρεπε να την χαιρετήσει, εκείνη έσκυψε πάνω του και τον αγκάλιασε φευγαλέα, λες και ήταν γνωστοί από καιρό. Μετά, κάθισε απέναντι του και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Είχε πολύ κίνηση και έτρεχα να μην αργήσω. Δεν πιστεύω να σε έστησα. Βλέπω παρήγγειλες κιόλας.
Όχι, όχι, μην ανησυχείς! Πέρασε νωρίτερα το αστικό, δεν έχω πολύ ώρα εδώ. Απλά σκέφτηκα να μην κάθομαι έτσι.
Καλά έκανες. Τι πίνεις;
Τζιν με τόνικ. Θες να παραγγείλεις; Να πω για κατάλογο;
Μπα, μωρέ! Θα πάρω το ίδιο. Έχει λίγο ζέστη.
Ο Δημήτρης πήγε να σηκώσει το χέρι του, αλλά η Αλίκη τον πρόλαβε. Παρήγγειλε και τον κοίταξε. Του φαινόταν πως ήταν μονίμως χαμογελαστή και αυτό τον χαλάρωνε.
Βλέπω καπνίζεις, ε;
Ναι, είναι μια κακή μου συνήθεια. Ξεκίνησε μια στο τόσο, κάτι μεθυσμένα βράδια και τελικά έμεινε. Παλιά ήμουν φανατικός αντικαπνιστής, αλλά, δυστυχώς, το άρχισα. Εσύ καπνίζεις;
Όχι, δεν με τράβηξε ποτέ. 
Καλά κάνεις, μακριά από αυτό τον καρκίνο!
Το είπε σαν αστείο και είδε πως κατάφερε να κλέψει ένα μικρό γέλιο από την Αλίκη.
Χάρηκα πολύ που μου είπες να βγούμε. Έχει πολύ ωραία μέρα και δεν ήθελα να κλειστώ στο σπίτι.
Και πολύ καλά έκανες! Χαχαχα. Όντως, για Μάρτιο είναι πολύ ωραία. Αν έμενες σπίτι, τι θα έκανες;
Χμμμ... Θα έβλεπα καμία ταινία, λογικά. Ή μπορεί να την έβαζα και να με έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ, χαχαχα. Εσύ;
Εγώ, ε; Πιθανόν να διάβαζα τίποτα, να άκουγα μουσική και μετά, αν είχα καμία έμπνευση, να έγραφα.
Α, ήθελα να στο ρωτήσω, επειδή το είδα στο προφίλ σου, έχεις βγάλει βιβλίο;
Ναι, έχω εκδώσει τέσσερα μέχρι στιγμής. 
Πολύ ενδιαφέρον! Πολύ ωραίο! Μου αρέσει το διάβασμα, αν και θα ήθελα να έχω λίγο περισσότερο χρόνο. Κάτι έγινε μετά τις Πανελλήνιες, αλλά με την σχολή και την ύλη, δεν είχα και πολύ κουράγιο. Τι βιβλία έχεις γράψει;
Αριστουργήματα! Χαχαχα. Τα δύο είναι ποιητικά και...
Οι φόβοι του Δημήτρη δεν επιβεβαιώθηκαν. Η κουβέντα είχε ροή και τα πράγματα πήγαιναν καλά. Η Αλίκη σταμάτησε στο τρίτο τζιν, ο Δημήτρης πήρε και τέταρτο. Η Αλίκη πρότεινε να πληρώσουν και να πάνε βόλτα για περπάτημα, προς το λιμάνι. Ο Δημήτρης ενθουσιάστηκε με την πρόταση αυτή μέσα του, αλλά της είπε απλά πως ήταν πολύ καλή η ιδέα που έδωσε. Εκείνη πήγε στην τουαλέτα πριν φύγουν και ο Δημήτρης άδραξε την ευκαιρία και πλήρωσε για όλα. Όταν η Αλίκη επέστρεψε και του είπε να κάνουν νόημα στην σερβιτόρα, εκείνος την καθησύχασε πως ήταν εντάξει. Η Αλίκη του είπε πως δεν έπρεπε, μωρέ! και ο Δημήτρης χαμογέλασε.
Όταν έφτασαν στον Λιμάνι, περπάτησαν λίγο προς τα μέσα και αποφάσισαν να καθίσουν μπροστά από την θάλασσα. Δεν είχε πολύ κόσμο και ο Θερμαϊκός δεν βρωμούσε., για καλή τους τύχη. Κάθισαν και οι δύο οκλαδόν. Ο Δημήτρης αγνάντεψε το τοπίο που απλωνόταν μπροστά του και χαμογέλασε.
Γιατί χαμογελάς; τον ρώτησε η Αλίκη.
Έχω πολύ καιρό να έρθω εδώ και αναπόλησα. Χάρηκα που το πρότεινες.
Και εγώ. Δεν ξέρω πως μου ήρθε. Χαίρομαι που χάρηκες! Ευτυχώς δεν έχει κόσμο, σιχαίνομαι την βαβούρα!
Αυτό σκεφτόμουν και εγώ! Μου αρέσει αυτή η ηρεμία. Η Θεσσαλονίκη είναι ωραία, όταν δεν είναι γεμάτη κόσμο. Έχει μια άλλη ομορφιά.
Αυτό πιστεύω και εγώ. Γι' αυτό δεν μου αρέσουν τα μέρη που έχουν πολύ κόσμο.
Γι' αυτό ήσουν έξω στο πάρτι, τότε;
Μπορεί. Ήθελα να πάρω λίγο αέρα. Η φίλη μου ήταν απασχολημένη με ένα αγόρι και ψιλοβαριόμουν, χαχαχα. Ευτυχώς ήρθες εσύ και μιλήσαμε.
Για τσιγάρο βγήκα. Είχα πιει και λίγο και έτσι ήρθα και σου μίλησα.
Είσαι ντροπαλός, ε;
Αρκετά, χαχαχα. Αλλά χαίρομαι που δεν μπήκα απλά μέσα. Έτσι σε γνώρισα και τώρα, να 'μαστε! 
Και εγώ χαίρομαι που μου μίλησες. Και που μου ζήτησες να βγούμε! 
Η Αλίκη γύρισε και τον κοίταξε. Ο Δημήτρης γύρισε και την κοίταξε. Υπήρξε μια παύση. Και τότε, λες και εκείνη η παύση έδωσε μια εντολή, τα κεφάλια τους ήρθαν πιο κοντά και τα χείλη τους ενώθηκαν. Το φεγγάρι δεν ήταν γεμάτο, η πόλη ήταν έρημη, μα οι καρδιές τους, με εκείνη την κίνηση, γέμισαν. Γιατί το φιλί είναι γιατρικό της ψυχής. Και το τι σημαίνει, όταν προέρχεται από δύο καρδιές έτοιμες να το δώσουν, είτε το καταλαβαίνουν, είτε όχι, δεν μπορεί να αποτυπωθεί με λόγια. Γιατί, εκείνη τη στιγμή, σε κάποιο τρίτο πρόσωπο, ήταν απλά δύο άνθρωποι που φιλιόντουσαν. Μα, για τον Δημήτρη και την Αλίκη, ήταν η αρχή τους.

-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2025

Περασμένες ζωές (12)



Η δόνηση από το κινητό του δεν τον ξύπνησε, ούτε την πρώτη φορά, ούτε τις επόμενες έξι. Ούτε και τα μηνύματα, αυτή η τόσο στιγμιαία δόνηση τους. Ο Δημήτρης ήταν αρκετά κουρασμένος και, δεδομένου πως δούλευε απόγευμα την επόμενη μέρα, ήθελε να κοιμηθεί αρκετά, γι' αυτό και είχε το κινητό του στο αθόρυβο. Η Αλίκη, από την άλλη, ήταν ξύπνια, τον καλούσε, του έστελνε μηνύματα- καμία απάντηση. Ξεκίνησε στις δύο το βράδυ και, μέχρι να φτάσει σπίτι του, να χτυπήσει το θυροτηλέφωνό του και να τον ξυπνήσει, τελικά, έφτασε πέντε. 
Ο Δημήτρης πετάχτηκε όρθιος όταν άκουσε το θυροτηλέφωνο και μόνο τότε είδε τις ειδοποιήσεις. Έτρεξε στην πόρτα, πάτησε το κουμπί και η Αλίκη μπήκε στην πολυκατοικία. Όταν έφτασε στον όροφό του και άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ, ο Δημήτρης ανησύχησε με την όψη της. Φορούσε μια φούτερ ανάποδα, ένα κολάν και τα παπούτσια της. Έσπευσε κοντά της και την αγκάλιασε, ζητώντας συγγνώμη που δεν άκουσε το κινητό του. Η Αλίκη δεν του απάντησε. Μπήκαν στο σπίτι, έκλεισε την πόρτα και κάθισαν στον καναπέ. Ο Δημήτρης της κρατούσε τα χέρια σφιχτά, πάνω από τα γόνατά της.
Τι έγινε, αγάπη μου; Τι έπαθες;
Όμως, η Αλίκη κοίταζε απλά το κενό, το τραπέζι μπροστά της και δεν μιλούσε. Ο Δημήτρης ανησύχησε, δεν ήξερε τι να κάνει. Πρώτη φορά την έβλεπε έτσι, κολυμπούσε σε άγνωστα νερά. Γιατί εκείνη ήταν που θα τον παρηγορούσε, οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί. Προτίμησε να μείνει σιωπηλός, να της αφήσει χώρο και χρόνο και ηρεμήσει. Αργά ή γρήγορα θα του ανοιγόταν, δεν μπορούσε να τα κρατήσει μέσα της, αλλά, και να μπορούσε, δεν γινόταν απλά να κάνει πως δεν έτρεχε τίποτα. Τελικά, μετά από ώρα, η Αλίκη τον κοίταξε. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα. Και μια πολύ οικεία μυρωδιά εισήλθε στα ρουθούνια του Δημήτρη. 
Αλίκη...έχεις πιει;
Σα να σήκωσε έναν διακόπτη, η Αλίκη ξαναζωντάνεψε- προς το κακό. Τον έσπρωξε από τους ώμους και σηκώθηκε όρθια. Ο Δημήτρης τα έχασε. Γούρλωσε τα μάτια και έμεινε να την κοιτάζει. 
Ναι, έχω πιει, του είπε, με φωνή τρεμάμενη. Χικ, είμαι μεθυσμένη! Σε πειράζει; Δεν δικαιούμαι να πιώ και εγώ μια φορά; Όχι; Μόνο εσύ μπορείς; Και μετά να σε φροντίζει η κυρία; ΟΧΙ, ΚΥΡΙΕ, ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΕΤΣΙ! Ναι, ήπια. Και σε πήρα τηλέφωνο, γιατί σε είχα ανάγκη! Και εσύ...απλά κοιμόσουν; Τον ύπνο του δικαίου; Σα να μην τρέχει τίποτα; Τόσο αναίσθητος είσαι; Δε νοιάζεσαι καθόλου;
Το στόμα του Δημήτρη ήταν σαν κολλημένο. Το μυαλό του είχε σκοτεινιάσει. Αδυνατούσε να επεξεργαστεί ό,τι λάμβανε χώρα μπροστά του, ήταν λες και έβλεπε έναν τρομερό εφιάλτη. Μόνο που το σπρώξιμο της Αλίκης ήταν πέρα για πέρα αληθινό και τον πονούσε. Όχι σωματικά, αλλά ψυχικά. Πρώτη φορά έβλεπε αυτή την Αλίκη. Φοβόταν.
Τι έγινε; Γιατί δεν μιλάς; Ε; Μίλα, Δημήτρη μου, μίλα! Για όνομα του θεού, πες κάτι, οτιδήποτε, μια συλλαβή, μια λέξη! Μην με αφήνεις να μιλάω, έχει πολύ ησυχία, πες κάτι, το οτιδήποτε! 
Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της Αλίκης και μόνο τότε είδε πραγματικά τον Δημήτρη, μέσα από το θολό της βλέμμα. Συνειδητοποίησε τι έκανε, τι είπε και έβαλε τις παλάμες της μπροστά από το στόμα της για να μην ουρλιάξει. Έτρεξε μέσα, στην τουαλέτα και κλείδωσε την πόρτα.
Πήρε λίγη ώρα στον Δημήτρη μέχρι οι παλμοί του να σταθεροποιηθούν κάπως. Άκουσε τα αναφιλητά της Αλίκης και σηκώθηκε όρθιος. Πήγε στην τουαλέτα και χτύπησε την πόρτα.
Αλίκη μου; Μωρό μου; Μην κάθεσαι μέσα μόνη, σε παρακαλώ...Βγες έξω, πες μου τι έχει γίνει, μην με σκας...
Σιωπή. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πήγε στο σαλόνι πάλι. Γύρισε με την καπνοθήκη του, ένα τασάκι και κάθισε κάτω στο πάτωμα, δίπλα στην πόρτα της τουαλέτας, με την πλάτη στον τοίχο.
Εγώ θα είμαι εδώ, εντάξει; Να' εδώ δίπλα. Όταν νιώσεις εντάξει, ξέρεις που θα με βρεις.
Έστριψε ένα τσιγάρο, το άναψε και φύσηξε τον καπνό. Το έσβησε, άναψε και άλλο και μετά ένα ακόμη. Στο τέταρτο, άκουσε την πόρτα να ανοίγει δειλά-δειλά. Δεν σήκωσε το βλέμμα του. Η Αλίκη κάθισε δίπλα του και έβαλε το κεφάλι της πάνω στον δεξί του ώμο. Πήρε το τσιγάρο από τα χέρια του, τράβηξε μια τζούρα και έβηξε δυνατά.
Έλα, πάρ' το πίσω. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πως το καπνίζεις αυτό το πράγμα. Νιώθω πικρό το στόμα μου τώρα και θέλω να πιώ νερό. Αλλά φαντάζομαι πως είναι συνήθεια. Όλα συνηθίζονται, ε Δημήτρη; Αλήθεια, ο πόνος συνηθίζεται; Η θλίψη; Η ανησυχία; Ή δεν πρέπει να τα συνηθίσεις ποτέ, γιατί μετά η ζωή σου θα πάει από το κακό στο χειρότερο; Και τι γίνεται με την αγάπη; Είναι συνήθεια και αυτό, από ένα σημείο και μετά; Ο έρωτας; Όλα τα όμορφα συναισθήματα...
Γύρισε και τον κοίταξε. Κάθισε ανακούρκουδα απέναντί του και άρχισε να του χαϊδεύει τα μαλλιά. 
Αχ, Δημήτρη μου! Εσύ κουβαλάς τόση θλίψη μέσα σου, που δεν την αξίζεις! Είσαι τόσο γλυκός, τόσο συμπονετικός, τόσο...καλός! Και δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα. Είσαι τόσο σημαντικός για μένα! Σε συνάντησα την στιγμή που σε χρειαζόμουν περισσότερο, χωρίς να το γνωρίζω. Και ξέσπασα απλά πάνω, γιατί, βαθιά μέσα μου, ήμουν σίγουρη πως δεν θα αντιδράσεις...φυσιολογικά. Άλλος στην θέση σου θα με σφαλιάριζε και θα με πετούσε έξω με τις κλωτσιές. Αλλά εσύ...εσύ με υπέμεινες. Προσπάθησες να με καταλάβεις. Αν δεν θες να μου μιλήσεις τώρα, το καταλαβαίνω. Αν θες, μπορώ να φύγω. Θέλεις να φύγω;
Τώρα ο Δημήτρης ήταν εκείνος που δεν μιλούσε. Δάγκωνε τα χείλη του και, όταν η Αλίκη σταμάτησε να μιλάει, εκείνο που συσσωρευόταν μέσα του ξεχύθηκε σαν χείμαρρος από τα μάτια του και άρχισε να κλαίει, να λέει, Όχι, περίμενε, σε παρακαλώ, μην φύγεις, μη φύγεις.... Η Αλίκη έπεσε πάνω του και τον αγκάλιασε σφιχτά. Ο Δημήτρης την αγκάλιαζε ακόμα πιο σφιχτά και, με πολύ προσπάθεια, κατάφερε να ηρεμήσει. Σηκώθηκε όρθιος και έτριψε τα μάτια του.
Το ξέρω πως με αγαπάς, Αλίκη, τα ξέρω όλα όσα είπες. Και σε συγχωρώ, πως θα μπορούσα να μην σε συγχωρέσω; Αλλά δεν ήταν τα λόγια, ούτε οι πράξεις σου πριν, ήταν που δεν μου εξήγησες τι συμβαίνει. Γιατί τα τηλέφωνα, γιατί τα μηνύματα, γιατί το ξέσπασμα...Ξέρεις πως το κεφάλι μου υπεραναλύει τα πάντα, πόσο ανήσυχος είμαι... γιατί φοβήθηκα μήπως έφταιγα εγώ σε κάτι και δεν το ήξερα. Σε παρακαλώ, Αλίκη μου, να μην το ξανακάνεις αυτό. Ξέρεις πως είμαι πάντα δίπλα σου. Πως σε αγαπάω, πως είσαι από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους μου, η μούσα μου, σημαίνεις τόσα πολλά για μένα. Αλλά η καρδιά μου είναι τόσο κομματιασμένη και εσύ πρέπει να είσαι εκεί για να την γιατρεύεις, όχι να την κάνεις χειρότερα. Θα μου πεις τώρα τι έγινε;
Η Αλίκη έπεσε πάνω του, τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο στόμα. Έτσι, αγκαλιασμένοι, έβαλε το κεφάλι της πάνω από το αριστερό του στήθος.
Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα, αλήθεια! 
Μετά, τον κοίταξε στα μάτια.
Ο μπαμπάς...ο μπαμπάκας είναι στο νοσοκομείο, τον πήγαν στην Ξάνθη. Με πήρε η μαμά πριν, έπαθε...εγκεφαλικό, δεν...δεν ξέρουν γιατί, είναι σε κρίσιμη κατάσταση και εγώ...εγώ δεν μπορώ να το διαχειριστώ αυτό, δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω, δεν ξέρω...
Ήταν η σειρά του Δημήτρη να την αγκαλιάσει σφιχτά και να της χαϊδέψει τα μαλλιά. 
Όταν ξημερώσει, θα πάμε στην Ξάνθη, είπε.
Η Αλίκη ξεκόλλησε από πάνω του και τον κοίταξε με τα μάτια ορθάνοιχτα.
Δεν θα μπορέσεις να ηρεμήσεις και είμαι σίγουρος πως θέλεις να πας να τον δεις. Δεν μπορώ να σε αφήσω μόνη σου.
Είσαι σίγουρος;
Φυσικά! Θα πάρω τηλέφωνο το πρωί στην δουλειά, θα βρω μια δικαιολογία. Και θα πάμε σπίτι σου, θα πάρεις κάνα δυο πράγματα και θα πάμε να τους δούμε. Εντάξει;
Εγώ...θα πρέπει να πάρω στο ιατρείο, να τους πω, αλλά...νομίζω πως δεν θα έχω θέμα... Νομίζω πως θα είμαι εντάξει!
Ωραία! Ηρέμησες τώρα; Πάμε να ξαπλώσουμε, να ξεκουραστούμε λίγο. Και όταν ο ήλιος βγει, θα το δεις, όλα θα είναι μια χαρά! Μονάχα μην μου κλαις, Αλίκη μου, γιατί έχεις τόσο όμορφο χαμόγελο και είναι κρίμα! Έλα, πάμε μέσα τώρα, θα φτιάξουν όλα, θα το δεις! Έλα, πάμε μέσα...
- Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

πεφταστέρι

συνάντησε με στα αστέρια. προσπαθώ ακόμα να βρω  εκείνο το αστέρι που λένε πως πέφτει και εκπληρώνει ευχές. να γραπωθώ πάνω του και να ακολο...