Η Αλίκη και ο Δημήτρης. Ο Δημήτρης Φωτιάδης και η Αλίκη Παπαδοπούλου. Ζευγάρι για πάνω από πέντε χρόνια και κάθε φορά που έχουν επέτειο, πηγαίνουν στο ίδιο μέρος, που έδωσαν το πρώτο τους φιλί. Με αυτό τον τρόπο, θέλουν να μην ξεχάσουν από που ξεκίνησε το κοινό ταξίδι τους και όσα έχουν περάσει, τα όμορφα, αλλά και τα άσχημα. Νιώθουν αυτό που λέμε, ο ένας για την άλλη και το αντίστροφο. Κάποια στιγμή, αφού τα χρόνια πέρασαν και ωρίμασε παραπάνω η σχέση τους, πήραν την απόφαση να συγκατοικήσουν, πρώτα για λόγους συναισθηματικούς και μετά οικονομικούς. Μένουν στην Θεσσαλονίκη, για κάποιους την πιο ερωτική πόλη της Ελλάδας. Αλλά γι' αυτούς τους δύο, η έκφραση αυτή δεν σήμαινε απολύτως τίποτα: η Αλίκη είχε πληγωθεί από τύπους με τους οποίους έμπλεξε και ο Δημήτρης, μέχρι να γνωρίσει την Αλίκη, δεν ήξερε τι θα πει να ζεις τον έρωτα με όλες του τις εκφάνσεις. Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τις ζωές τους σαν δύο παράλληλες γραμμές, οι οποίες κατάφεραν να συναντηθούν τελικά. Γιατί οι προσωπικότητες, οι καθημερινότητες, τα πάντα τους, δεν μπορούσαν ούτε κατά φαντασία να προϊδεάσουν πως αυτοί οι δύο άνθρωποι θα κατέληγαν, τελικά, μαζί.
Η Αλίκη ήταν ανέκαθεν εξωστρεφές άτομο. Θες η παιδική ηλικία, η αγάπη των γονιών της, οι παρέες της, η ήρεμη και φυσιολογική ζωής της; Ένα αποτέλεσμα όλων αυτών την καθόρισε. Ήταν ευγενική, κοινωνική, ανήσυχο πνεύμα, άριστη μαθήτρια και, αργότερα, άριστη φοιτήτρια, μέλος θεατρικής ομάδας του Α.Π.Θ.- γενικά, δεν έχανε ευκαιρία για νέες εμπειρίες, άρπαζε την ζωή με κάθε τρόπο. Λόγω της ανατροφής και των συναναστροφών της, ήταν κάπως αγαθούλα. Μέχρι να συναντήσει τον Δημήτρη, είχε κάνει τρεις σχέσεις στην ζωή της. Η μία ήταν εφηβική, έληξε μετά από μερικά φιλιά και δύο-τρία ραντεβού. Οι άλλες δύο είχαν πόνο. Η Αλίκη, αρκετά όμορφη κοπέλα -μαύρα μαλλιά μακριά, αστραφτερό χαμόγελο, γαλάζια μάτια, σώμα σαν αγάλματος, κινήσεις του σώματος χαριτωμένες- ήταν αντικείμενο πόθου αρκετών. Μόνο δύο την κατάφεραν τελικά, πριν τον Δημήτρη. Και, όταν θεώρησαν πως πέρασαν καλά και ήταν εντάξει, ή που την άφησαν στα κρύα του λουτρού ή που την απάτησαν μια και δύο και τρεις φορές, μέχρι εκείνη να το μάθει. Το θέμα είναι πως η καρδιά της Αλίκης είχε γίνει κομμάτια και είχε αρχίσει να την φθείρει ο κόσμος. Ωστόσο, βαθιά μέσα της, κρατούσε ακόμα ένα μικρό κομμάτι με ελπίδα πως εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι σωστοί. Γιατί, παρ' όλο που την άντεχε την μοναξιά, αναζητούσε την συντροφιά.
Ο Δημήτρης ήταν εξωστρεφής όταν ήταν μικρός. Αλλά όταν πήγε στο Γυμνάσιο, άλλαξαν πολλά. Οι γονείς του άρχισαν να έχουν κάποια οικονομικά προβλήματα και να μαλώνουν και αυτό έβγαζε πιο βαθιά πράγματα στην επιφάνεια. Οι συμμαθητές του άρχισαν να τον πειράζουν, κάποιοι σε άσχημο βαθμό. Δεν είχε τα ενδιαφέροντα που είχαν τα άλλα παιδιά της ηλικίας του και δυσκολευόταν να βρει παρέες. Έγινε κλειστός άνθρωπος. Δεν έβγαινε πολύ συχνά από το σπίτι και έβρισκε διαφυγή στα βιβλία και σε άλλες μορφές τέχνης. Είχε αμφιβολίες για τον εαυτό του και για τον κόσμο και χαμηλή αυτοεκτίμηση. Είχε, βέβαια, μερικούς παιδικούς φίλους και χαιρόταν που δεν ήταν ολότελα μόνος. Πριν καν περάσει φοιτητής, από το Γυμνάσιο, όπου η ζωή του δυσκόλεψε κομμάτι, ονειρευόταν το νέο του ξεκίνημα. Αλλά, σαν πέρασε φοιτητής, αρχίζοντας να διευρύνει τους ορίζοντές του και να ενηλικιώνεται, τον χτύπησε μια υπαρξιακή κρίση που την κουβάλησε για χρόνια. Έκανε νέους φίλους, δέθηκε με τους παλιούς, άρπαζε κομμάτι την ζωή, προσπαθούσε να αποκτήσει εμπειρίες, αλλά πάντα φοβόταν, πάντα ντρεπόταν, πάντα κάτι τον κρατούσε πίσω, είχε αναστολές που έπρεπε να ματώσει και να ραγίσει μέσα του για να αρχίσει να τις αποβάλλει κάπως. Γι' αυτό, γέμισε απωθημένα. Έδωσε το πρώτο του φιλί όταν ήταν στο τελευταίο έτος και πήγε μονάχα με δύο κοπέλες στο κρεβάτι, μέχρι να γνωρίσει την Αλίκη. Δεν θεωρούσε τον εαυτό του ιδιαίτερα όμορφο και θα ήθελε να είχε άλλο σώμα και, μερικές φορές, άλλο χαρακτήρα. Μα δεν ήταν δύσκολος άνθρωπος. Απλά δυσκολευόταν να ανοιχτεί και να είναι ο εαυτός του. Δυσκολευόταν να κοιτάξει τους άλλους στα μάτια. Πολλές φορές αναλογίστηκε την σημασία της ζωής του και πόσο, τελικά, άξιζε, αλλά πάντα κάτι τον κρατούσε ζωντανό να περιμένει την επόμενη μέρα. Κάποια στιγμή, άρχισε να γράφει, σαν τρόπο για να εκφραστεί όπως ακριβώς ήθελε. Ήταν κάτι που έγινε κατά τύχη και τελικά το αγάπησε. Και όσο συνέχιζε να γράφει, το πήρε απόφαση: θα εξέδιδε βιβλία και, μια μέρα, θα γινόταν συγγραφέας. Σαν τα είδωλά του, θα γινόταν κάποιος που ο κόσμος θα τον υπολόγιζε. Και αν δεν το πετύχαινε ποτέ, πάλι θα άξιζε τον κόπο η προσπάθεια.
Η Αλίκη και ο Δημήτρης. Δύο απλοί άνθρωποι. Αυτή είναι η ιστορία τους. Και αν φανεί απλή, ηλίθια, συνηθισμένη, γενικά αν δεν αρέσει, ας μην ξεχνάμε πως η Αλίκη και ο Δημήτρης είναι απλά δύο φυσιολογικά παιδιά και αυτή είναι απλά η φυσιολογική ιστορία τους. Και καμιά φορά, στα απλά κρύβεται η ομορφιά.
-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου