Πέμπτη 29 Απριλίου 2021




Όταν πήρα, τελικά, την απόφαση να ανοίξω  τρύπα και στο δεξί μου αυτί, είχα φτάσει αισίως στα μισά του τρίτου έτους στη σχολή. Κόντευε να τελειώσει ο Απρίλης και είχε καλό καιρό εκείνη την μέρα, Τρίτη πρέπει να ήταν αλλά δεν το παίρνω και όρκο. Θα πήγαινα  το μεσημέρι να ανοίξω την τρύπα, γιατί είχα μάθημα από τις τέσσερις και μετά. Βγήκα ενθουσιασμένος από το διαμέρισμα και πήρα το πρώτο αστικό που με βόλευε. Περίπου τριάντα λεπτά μετά  έφτασα έξω από το μαγαζί, στο οποίο είχα κάνει και την τρύπα στο αριστερό μου αυτί. Βρισκόταν στην Σβώλου, και ,αν και κομματάκι ακριβούτσικο, έκαναν καλή δουλειά και τους εμπιστευόμουν. 
Μπήκα μέσα και κάθισα στον καναπέ που είχε,  μέχρι να τελειώσουν από τον επάνω όροφο που έκαναν τα piercings. Την ίδια στιγμή, ένα παλικάρι, δεν πρέπει να ήταν πολύ μικρότερος από εμένα, ξανθός και αμούστακος, που είχε μπει ακριβώς πριν από εμένα, μιλούσε με την κυρία  υπάλληλο στο ταμείο.
<<...... και σκέφτομαι να κάνω τρύπα στη ρώγα>>, της λέει , με χαμόγελο που έδειχνε πως ήταν σαν μια ευχή παιδική που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί. <<Ωστόσο, να σας κάνω μια ερώτηση;>>.
<<Φυσικά!>>, απάντησε η κυρία υπάλληλος ευγενικά.
<<Φοβάμαι λίγο μην γίνει τίποτα, ας πούμε τραβήξω απότομα την μπλούζα και... ξέρετε... ξεκολλήσει η ρώγα ή κάτι τέτοιο>>.
Η υπάλληλος μειδίασε, αλλά συγκρατήθηκε. 
<<Μην αγχώνεσαι. Δεν θα συμβεί αυτό. Απλά θα πρέπει να το προσέχεις. Ο Μήτσος θα σου πει τι να κάνεις>>.
Λίγα δευτερόλεπτα μετά κατέβηκε από τα σκαλιά μια κοπελίτσα με το δεξί αυτί της φρεσκοτρυπημένο στον τράγο, για να πληρώσει.
<<Μήτσο, το παιδί θέλει σκουλαρίκι στη ρώγα>>.
<<Πολύ ωραία.  Το όνομα σου παλικάρι;>>.
<<Γιάννης>>.
<<Χάρηκα Γιάννη, είμαι ο Μήτσος. Έλα μαζί μου>>.
Η κοπελίτσα πλήρωσε, στο μεταξύ, και βγήκε έξω όπου την περίμενε μια φίλη της για να φύγουν. Της έδειξε το σκουλαρίκι, γέλασαν, και κίνησαν για τον επόμενο προορισμό τους, όποιος και αν ήταν αυτός.
<<Το παλικάρι τι θα κάνει;>>, με ρώτησε τότε η κυρία υπάλληλος.
<<Θέλω να βάλω σκουλαρίκι στο δεξί αυτί>>, απάντησα χαμογελώντας. 
<<Βλέπω έχεις στο αριστερό, άρα ξέρεις την διαδικασία. Περίμενε να τελειώσουν πάνω και μετά έχεις σειρά εσύ>>.
Οπότε, περίμενα υπομονετικά λίγο ακόμα, με μια μικρή αμηχανία ομολογώ, μέχρι να έρθει η σειρά μου να καθίσω στην δερμάτινη καρέκλα, , περιμένοντας να μου τρυπήσουν το δεξί αυτί και να μου βάλουν το αρχικό, μεταλλικό, γκρι σκουλαρίκι για δύο εβδομάδες ''επώασης'' περίπου, για να αποφευχθεί οποιαδήποτε μόλυνση ή κάτι σχετικό, μέχρι να βάλω το σκουλαρίκι της επιλογής μου, ενώ σκεφτόμουν πως επιτέλους έκανα πράγματα που τα ήθελα από έφηβος. 
Περιχαρής, βγήκα από το μαγαζί και κίνησα για τη σχολή. Ανηφόρισα την Ναβαρίνου, πέρασα απέναντι στην Εγνατία και συνέχισα προς την Εθνικής Αμύνης, για να μπω από την πλάγια είσοδο του Α.Π.Θ.  Κανονικά, θα είχε δύο- τρία παιδιά να μοιράζουν φυλλάδια, μερικές μυστήριες φάτσες και, κατά κύριο λόγο, φοιτητές  να περιτριγυρίζουν, να μπαίνουν και να βγαίνουν προς και από το ΑΠΘ.
Ωστόσο, προς έκπληξη μου  λάμβανε χώρα μια Διαμάχη Μεταξύ Μπαμπουίνων. Γιατί είδα δύο ομάδες, συσπειρωμένες - σα να ήταν δύο στρατόπεδα- να βρίζονται και να απειλούν πως θα  σπάσουν στο ξύλο ,θα σαπίσουν στο ξύλο, θα σκοτώσουν, θα τα γαμήσουν όλα και πολλά ακόμα χαριτωμένα. Καθόμουν λίγο πιο πέρα,  τόσο ώστε να μην τραβάω τα βλέμματα, αλλά σε σημείο ώστε να προσπαθώ να καταλάβω τι στο καλό συνέβαινε εκείνη τη στιγμή μεταξύ αυτών των αγοριών και των κοριτσιών και που οφειλόταν τόσο μίσος, τόση οργή, οι αλυσίδες, τα αίματα, η απέχθεια, η κατάντια. 
<<Μάθατε τι έγινε πριν;>>, είπε μετά, ενώ περιμέναμε μέσα στην αίθουσα για να αρχίσει το μάθημα ο Κώστας, ένας συμφοιτητής μου.
<<Ναι>>, απάντησε ο Αλέξανδρος. <<Κατέβηκαν Ούγκαμπουγκαγκίτες από την Αθήνα για να παίξουν ξύλο με τους Ούγκαμπουγκαγκίτες από εδώ>>.
Όσο ήμουν παρόν σε όλη αυτή τη διαμάχη, την μόνη που λυπήθηκα πραγματικά ήταν μια κυρία η οποία, βγάζοντας βόλτα τα σκυλιά της και, έχοντας βρεθεί καταλάθος ανάμεσα στην παράνοια,  είχε την φαεινή ιδέα να βγάλει το κινητό της και να απαθανατίσει τη στιγμή, #χαμούλης. Όταν την κατάλαβαν, της άρπαξαν το κινητό και άρχισαν να της φωνάζουν, <<ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΚΕΙ; ΘΑ ΣΕ ΓΑΜΗΣΟΥΜΕ >>, και άλλα τέτοια ωραία, φτύνοντας την. Ήθελα να την βοηθήσω να το πάρει πίσω, αλλά σκέφτηκα, ήθελεστα και παθέστα, γιατί να μπλέξεις με αυτούς, μην φάμε και ξύλο άδικα και είναι και βλαμμένοι όλοι τους.
Ώσπου, <<ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΑΜΕ, ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΑΜΕ ΕΔΩ ΝΑ ΞΕΡΕΤΕ!>>, φωνάζει ξαφνικά ο αρχηγός , από ό,τι φαινόταν, των Αθηναίων Ούγκαμπουγκαγκίτες, και τους βλέπω  να τρέχουν προς το κέντρο. Οι Θεσσαλονικείς Ούγκαμπουγκαγκίτες ανταπέδωσαν απειλές  και μπήκαν μέσα στα κτήρια του ΑΠΘ, σαν κυνηγημένοι. Την ίδια στιγμή, περίπου, έσκασε ένα μηχανάκι της αστυνομίας με δύο μπασκίνες. 
<<Μα, μου, αυτό εκείνο>> να παραπονιέται η κυρία και <<Λυπάμαι>>, να της λέει ο πιο φουσκωτός, με τα γυαλιά ηλίου, <<αλλά μπήκαν μέσα στο Πανεπιστήμιο, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, αν τους ξαναδείτε φωνάξτε μας>>, και να ανεβαίνει  πάλι στη μηχανή για να φύγουν.
Έβαλα πάλι τα ακουστικά μου και συνέχισα να περπατάω. Μπήκα  μέσα στη Φιλοσοφική για να πάω στο κτήριο της Νομικής και τους έβλεπα δεξιά και αριστερά να κάθονται, γεμάτοι οργή και μίσος. Και τότε με κατέκλυσε μια χαρά, μα και μία απογοήτευση. Γιατί συνειδητοποίησα πόσο θρασύδειλοι και ηλίθιοι ήταν  και πως τουλάχιστον καταστρέφονταν μεταξύ τους.  Γιατί ήταν οι ίδιοι που είχαν μας είχαν πρήξει τα παπάρια με γενικές συνελεύσεις στη σχολή που τελικά τις σιχαθήκαμε και δεν πατούσε κανείς μετά από ένα σημείο, οι ίδιοι που στην Τελευταία Μεγάλη Συνέλευση, όταν δεν πέρασε το δικό τους, έκλεισαν με τα σώματα τους τις πόρτες για να μην βγει κανείς μας. Οι ίδιοι επαναστάτες της π* που από μόνοι τους χαλούσαν την εικόνας τους, οι ίδιοι κολλημένοι και μούφα Τσε Γκεβάρα που αυτοκαταταστρέφονταν και καλά πάθαιναν, εγκλωβισμένοι σε μια ιδέα για τον εαυτό τους που δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα όπως τη νόμιζαν και την εφάρμοζαν οι περισσότεροι. Και συνειδητοποίησα πόσο πιο έξυπνα το έπαιζε η ΒολεψοΦαπ. Γιατί εκείνοι δεν δρούσαν φανερά. Εκείνοι δρούσαν από πίσω, υποχθόνια, από εκεί που δεν τους έβλεπε κανείς και, παρόλο που γνωρίζαμε, δεν υπήρχαν απτά στοιχεία, αλλά και όσα υπήρχαν δεν τους αγγίζαν, γιατί ήξεραν πως παίζεται το παιχνίδι, γιατί είχαν άλλους από πίσω και ,τελικά , δεν ήξερα τι να σιχαθώ περισσότερο. Το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν πίστευα κανέναν τους και με άφηναν παντελώς αδιάφορο.
Έτσι, πήρα μια μεγάλη ανάσα για να γεμίσουν τα πνευμόνια μου από τις εκκρίσεις της σκατότρυπας που συνέχιζε σε μεγάλο βαθμό να είναι το μονάκριβό μου πανεπιστήμιο, ενώ ο ήλιος έλαμπε, ενώ τα πουλιά κελαηδούσαν, ενώ οι Πιοσκουροδέρματοι πήγαιναν στις καβάτζες τους για να μας ρωτήσουν μετά αν τέλουμε -,
Και συνέχισα την ζωή μου. 
Τουλάχιστον είχα τρυπήσει και το δεξί μου αυτί. Και αυτό μου αρκούσε για την ώρα.
-Ο.Γ.Θ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...