Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Εκείνο το Πάσχα



Ηταν Πάσχα τότε, και αποφασίσαμε με την παρέα μου το βράδυ του Μ. Σαββάτου, μετά τα πρώτα Χριστός Ανέστη και τα τσουγκρίσματα των αυγών, να βγούμε έξω, στην Κοζάνη, σαν νεανίες που ήμασταν. Θα ανεβαίναμε με το αμάξι του Μιχάλη - εγώ, αυτός, ο Γιώργος, ο Κώστας και ο Μάκης. Εκεί θα βρίσκαμε τον Αλέξανδρο, ο οποίος θα ανέβαζε τα αδέρφια του, αλλα και έναν άλλον φίλο μου, τον Χρήστο, ο οποίος με είχε ρωτήσει αν μπορούσε να βγεί μαζί μας, μιας και δεν άνηκε στην παρέα μας.
Λίγο πριν τη μία είχαμε ήδη παρκάρει και περπατούσαμε στην πλατεία. Πήρα τηλέφωνο το Χρήστο και συνεννοηθήκαμε για το που θα βρισκόμασταν.                   <<Είναι μαζί μου και ο Λουκάς , δεν υπάρχει θέμα να έρθει, ε;>>.  Ρώτησα τους υπόλοιπους και ενευσαν καταφατικά στην  προσθήκη.                                                        Τους βρήκαμε λίγο πιο πέρα.  Δεν είχαμε προαποφασίσει που θα πηγαίναμε, ούτε είχαμε κλείσει κάπου τραπέζι. Λόγω της ημέρας, τα περισσότερα μαγαζιά ήταν γεμάτα. Έτσι, βρήκαμε ένα, το Bridge, ροκάδικο, και ήπιαμε κάνα δυο μπύρες εκεί. Η βραδιά κυλούσε ήρεμα. Συζητήσεις, παύσεις, σκρολάρισμα στα σοσιαλ. Ώσπου, μετά από κάνα δίωρο, αποφασίσαμε να φύγουμε.                                                                                     << Και τώρα;>>,  ρώτησε ο Μιχάλης.        Σιωπή.  Μας έπιανε πολλές φορές αυτό το κακό, να μην μπορούμε να αποφασίσουμε αμέσως το επόμενο μέρος, ή όσα μας άρεσαν να ήταν ήδη γεμάτα, και να καταλήγουμε να κάνουμε γυρες για ώρα.                                                  Τελικά η λύση βρέθηκε μετά από κάμποση βαβούρα και μηνύματα. Η αδερφή του  Γιώργου ήταν σε ένα μαγαζί , στο Lanedo ,με κάτι φίλες της , εκ των οποίων της μιας οι γονείς είχαν το μαγαζί , η άλλη δούλευε και οι άλλες δύο πήγαν για παρέα. Σκεφτήκαμε, γιατί όχι, και έτσι κινήσαμε προς τα αμάξια για να κατευθυνθούμε προς τα εκεί, γιατί ήταν κάπως μακριά με τα πόδια.          Καθόμουν πίσω και παρατηρουσα την φωτισμένη πόλη και τους ανθρώπους της. Ποτέ δεν κατάλαβα απόλυτα αμφότερους.       Όταν κατεβήκαμε, ξεκίνησε το σόου, το οποίο το απολαύσαμε όλοι εξίσου, πιστεύω. Η μουσική που έπαιζε, live, λες και ήμασταν σε μπουζούκια επαρχίας προς το τέλος του προγράμματος, ενώ ο μέσος όρος της ηλικίας έπεσε αισθητά την ώρα που πατήσαμε το πόδι μας μέσα. Ήμασταν σαν ένα μάτσο πιθήκια που τα έχωσες σε κελί με πιγκουίνους και έπρεπε να συμβιώσουν αρμονικά για λίγο.  Η αδερφή του Γιώργου ήρθε να μας καλωσόρισει και νομίζω όλοι σκεφτήκαμε την ίδια στιγμή πως μπορούσαμε να κάνουμε μεταβολή, να φύγουμε και να συνεχίσουμε τις ζωές μας ,προσποιούμενοι πως δεν έγινε ποτέ η είσοδος εκείνη. Αλλά είπαμε, δε γαμιέται, φάγαμε το γάιδαρο, ας φάμε και την ουρά- και , δεν κάνω πλάκα, ήταν τελικά η καλύτερη απόφαση που θα μπορούσαμε να έχουμε πάρει εκείνη τη νύχτα.                             Επειδή ήμασταν αρκετοί, σπάσαμε. Ο Χρήστος και ο Νίκος κάθισαν σε έναν καναπέ και οι υπόλοιποι σε ένα τραπέζι. <<Ψήνεστε να πάρουμε μπουκάλι;>>, ρωτησε σοβαρά ο Αλέξανδρος , τον οποίο δυσκολεύομαι να καταλάβω ώρες ώρες.   <<Τι μπουκάλι βρε μαλάκα, έλα να πιούμε ένα ποτό και να φύγουμε>>, είπε ο Κώστας. Εγώ παρήγγειλα ένα τζιν με τόνικ. Ήπια την πρώτη γουλια και τότε είδα τον Κώστα να έχει ξεσπάσει σε νευρικό γέλιο. Απόρησα και γύρισα να δω τί ήταν εκείνο που τον έκανε να ξεσπάσει ετσι.                                                                                                Ήταν ο Λουκάς. Είχε παραγγείλει ένα ουίσκι σε χαμηλό ποτήρι. Είχε απλώσει το ένα χέρι στον καναπέ, με το άλλο κάπνιζε ένα τσιγάρο, ενώ η κοιλιά του, τουρλωμένη από το φαι και τα ξύδια στο πέρασμα του χρόνου, σχηματιζόταν κάτω από το πουκάμισο, το οποίο είχε περάσει μέσα από το τζιν του. Και το καλύτερο ήταν πως δεν είχε περάσει τα είκοσι, ούτε είχε φάει την ζωή με το κουτάλι. Γαλήνιος.  Σα να μην τον ένοιαζε τίποτα στον κόσμο. λες και πότε δεν τον απασχολούσε η στιγμή, γιατί είχε καταλάβει τί παιζόταν στον κόσμο και απλά το απολάμβανε. Ένας δεκαεννιάχρονος που φαινόταν  να είχε βρει το νόημα της ζωής- όσο τα ψευτολαϊκά βαρούσαν, οι λιγοστοί πελάτες διασκέδαζαν τα αρθριτικά τους και ο σουρεαλισμός μας συντρόφευε .Έτσι , ατάραχος, συνέχισε μέχρι να φύγουμε. Μπορεί να γέλασα και εγώ με το θέαμα, αλλά μέσα βαθιά , κάτι μου φώναζε να δώσω προσοχή.                                                                         Μετά από καμιά ώρα αναχωρήσαμε. Αφήσαμε τον Χρήστο και τον Λουκά στο κέντρο και επιστρέψαμε στο χωριό. Ήθελε λίγη ώρα μέχρι να ανατέλλει ο ήλιος και αποφασίσαμε να πάμε πρώτα πάνω στο εκκλησάκι για να αράξουμε, όπως κάναμε άλλες τόσες φορές.                          Φτάσαμε και ανοίξαμε τις μπύρες που είχαμε αγοράσει. Δεν πολυμιλούσαμε. Απλά απολαμβάναμε την θέα. Και είναι αυτές οι μικρές στιγμές που σε κάνουν να ομολογήσεις στον εαυτό σου πως, παρόλο που αισθάνεσαι όπως αισθάνεσαι πολλές φορές - άγχος κατάθλιψη , αγωνία για το μέλλον, τα σχετικά- , είσαι παραπάνω από τυχερός που έχεις το προνόμιο να βλέπεις τον ήλιο να ανατέλλει ενώ εσυ μπορείς να  πίνεις χαλαρός την μπύρα σου. Πως η ζωή είναι ένα συνοθύλευμα στιγμών τυχαίων που πρέπει να είσαι πάντα σε θέση να τις αξιοποιήσεις όσο καλύτερα γίνεται. Και πως, αν εξαιρέσεις την μέχρι τώρα ζωή σου, τα κατάφερες καλύτερα από όσο νομίζεις.              Όταν ρούφηξα την τελευταία γουλιά, έβαλα το μπουκάλι μέσα στη σακούλα και άραξα πίσω στο κάθισμα. 

"Αν όλοι μπορούσαμε να είμαστε λίγο περισσότερο σαν τον Λουκά σε ορισμένες περιπτώσεις,ο κοσμος ίσως να ήταν μια στάλα καλύτερος", συλλογίστηκα.

- Ο.Γ.Θ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...