Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

Ολυμπιακοί αγώνες στο χωριό, ματωμένοι

Βρισκόμουν στο άλλο μου χωριό- ένα, δεν το ξέρετε-  και ήταν καλοκαίρι. Συνήθως το επισκέπτομαι για ένα απόγευμα, αλλά τα καλοκαίρια, τουλάχιστον όταν ήμουν πιο μικρός, έμενα παραπάνω μέρες. Αρκεί να σκεφτώ και μόνο το όνομα για να μου ξυπνήσουν ωραίες αναμνήσεις από εκείνο τον τόπο. Μπορεί να μην ήταν κάτι το ιδιαίτερο, ωστόσο έζησα μαγικές στιγμές, που δεν θα τις άλλαζα με τίποτα- όσοι μεγάλωσαν σε πόλεις μόνο να φανταστούν μπορούν πως είναι να είσαι παιδί που μεγαλώνει στην επαρχία, σε γενικές γραμμές επικρατεί ησυχία, ο αέρας είναι καθαρός ,σχετικά, οι κότες κακαρίζουν ανήσυχες, όσο οι αγελάδες μηρυκάζουν την τροφή τους, ενώ παράλληλα κάποιος βιάζει μια κατσίκα ενώ άλλος τρώει κοπριά, μερικές βουκολικές περιγραφές γιατί ήμαστ' απ'του χωριό και αυτά συμβαίνουν στα χωριά, ξέρετε.
Ήταν απόγευμα και αποφάσισα να βγω έξω για να παίξω. Θα πήγαινα δίπλα, στο σπίτι του ξαδέρφου μου , του Περικλή. Κάποιες φορές ερχόταν ο ίδιος- αργότερα στο παιχνίδι προστέθηκαν και τα αδέρφια μας και άλλοι της γειτονιάς- για να παίξουμε και άλλες θα πήγαινα εγώ. Συνήθως θα πήγαινα εγώ όμως. Έτσι και έγινε εκείνη την ημέρα. Έφαγα μεσημεριανό, είδα τηλεόραση και σηκώθηκα να ετοιμαστώ. Τότε δεν είχαμε κινητά και τέτοια. Δεν γνώριζα με σιγουριά αν ο ξάδερφος θα ήταν δίπλα ή αν είχε πάει να παίξει με τους φίλους του. Και αυτό ήταν ένα στοιχείο που προσέδιδε μαγεία στα παιδικά μας χρόνια και, κατά μια έννοια, τα έκανε πιο αθώα. Ή θα είχες κανονίσει μέρος και ώρα με τους ''άλλους'' ή θα έβγαινες και όποιον έβρισκες ή θα χτυπούσες ή θα σου χτυπούσαν την πόρτα του σπιτιού, χτύπημα συνοδευόμενο από την ερώτηση : <<Είναι ο Τάδε μέσα; Μπορεί να έρθει να παίξουμε/ θα τον φωνάξετε λίγο;>> . Ήταν ωραία. Ήταν τα παιδικά μας χρόνια. Μας καθόρισαν, και ας αλλάξαμε στην πορεία. Με έκαναν να χαίρομαι μέχρι ένα βαθμό που είμαι χωριάτης.
Ξεφεύγω, όμως, και χρονοτριβώ, οπότε μπαίνω κατευθείαν στο ψητό.
Ελάχιστα λεπτά αφότου βγήκα από το σπίτι, μασουλώντας ένα ροδάκινο, βρέθηκα στην αυλή του Περικλή, μαζί του .Επρόκειτο για την χρονιά που οι Ολυμπιακοί Αγώνες λάμβαναν χώρα στην πατρίδα μας. Ο ίδιος ξάδερφος μού είχε εκμυστηρευτεί τότε πως, τάχατες, μια από τις απεικονίσεις στο πίσω μέρος του δίευρου ανέβαζε παραχρήμα την αξία του, λόγω των αγώνων, στα δεκαπέντε ευρώ και εγώ ο ηλίθιος τον πίστεψα και πήγα, και καλά έξυπνος και πονηρός, να το δώσω στο μίνι μάρκετ του χωριού, αλλά απλά δεν ίσχυε και έγινα ρεζίλι.
Είχαμε δει στην τηλεόραση τα διάφορα αγωνίσματα και αποφασίσαμε να μιμηθούμε τους αθλητές. Στην αρχή τα πιο απλά, τρέξιμο και τα σχετικά. Αργότερα μας ήρθε η φαεινή ιδέα να αναβαθμίσουμε τη διασκέδασή μας στα πιο βαρέα και ανθυγιεινά. Πρώτο άθλημα: η σφύρα!
Βρήκαμε μια κοτρόνα ικανού μεγέθους και βάρους. Μέσα από την αποθηκούλα που υπήρχε στην αυλή ο ξάδερφος έβγαλε ένα μεγάλο σύρμα ,το οποίο άνοιξε τόσο ώστε να μπορεί να αγκαλιάσει όλη την πέτρα και το δέσαμε , έπειτα, σφιχτά γύρω από αυτή. Τέλος, το τεντώσαμε για να έχουμε μια λαβή. Παίξαμε πέτρα- ψαλίδι- χαρτί για το ποιος θα έκανε την αρχή και νίκησα.Αφού ορίσαμε το σημείο από όπου θα ρίχναμε την σφύρα και προς τα που θα την στέλναμε, ο Περικλής πήγε λίγο πιο πέρα, στην αποθήκη, για να προφυλαχθεί. Η αυλή τους ήταν αρκετά μεγάλη- όπως στεκόμουν, στα αριστερά μου είχα ένα μεγάλο παρτέρι και το σπίτι του, με μια βρυσούλα κάτω, στα δεξιά μου η αποθήκη, μπροστά μου ανοιχτωσιά και πίσω παραπάνω ανοιχτωσιά με κάποιες λεπτομέρειες- ήταν αρκετά μεγάλη, λοιπόν, σε αντίθεση με την μυική μας δύναμη, γι' αυτό φανταζόμασταν πως δεν θα την στέλναμε μακριά. Λάθος μεγάλο. Υποτιμήσαμε τόσο τους εαυτούς μας, όσο και την φυσική.
Στο μυαλό μου άκουγα τον κύριο που κάνει την περιγραφή να μιλάει στο μικρόφωνο:
Ο Δημήτρης Ορταδεείδης ετοιμάζεται να πιάσει την σφύρα. Έχει τόση εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του που δεν χρειάζεται καν διατάσεις. Όλο το γήπεδο ζητωκραυγάζει. Το περπάτημα του είναι αέρινο. Κοιτάζει μόνο ευθεία μπροστά του. Δεν χαμογελάει, είναι συγκεντρωμένος. Πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής. Κλείνει τα μάτια και παίρνει μια βαθιά αναπνοή. Σφίγγει στα χέρια του την λαβή. Σηκώνει την σφύρα. Στριφογυρνάει. Χαλαρώνει τις παλάμες του. Εκπληκτικό, κυρίες και κύριοι, η σφύρα-.
Καρφώθηκε στο κούτελο του ξαδέρφου μου. Διόρθωση, έσκασε λίγο πιο πάνω από το αριστερό του φρύδι, λοξά. Πάγωσαν τα πόδια μου. Η αναπνοή μου σταμάτησε για λίγο.Είχα μια τάση, γενικά, να πετάω πράγματα πάνω σε άλλους, να προξενώ κακό. Σε έναν άλλον, τον Σάκη, εξαπέλυσα τορπίλες δύο φορές. Μία όταν ήμουν νιάναρο, παίζαμε στο δωμάτιο μου και εγώ σήκωσα ένα τρακτεράκι που κρατούσα και το πέταξα στο πρόσωπό του. Άρχισε να κλαίει, η μητέρα μου με κυνηγούσε, σκόνταψα και έπεσα πάνω σε μια από τις γωνίες του γυάλινου τραπεζιού που είχαμε στο σαλόνι και έσκισα το αριστερό μου φρύδι- ακόμη κουβαλάω το κόψιμο. Την δεύτερη, φτιάχναμε ένα παζλ στο δωμάτιό του και, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, πήρα το πάνω μέρος του κουτιού και του το πέταξα. Η γωνία τον βρήκε στο κούτελο. Για άλλο ανεξήγητο λόγο, έβγαλα φτερά στα πόδια και κρύφτηκα στο σπίτι μου.
Τέλος η ονειροπόληση, επιστροφή στο πιο κοντινό παρελθόν.
Ο Περικλής σφάδαζε. Πιάνοντας το κεφάλι του, από όπου το αίμα ανάβλυζε σαν νερό από κρατήρα, έτρεξε μέσα στο σπίτι του. Εγώ είχα τρομοκρατηθεί, δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω- μαμά παίζαμε μόνο, αλήθεια, δεν το ήθελα, πίστεψέ με, μην με βαρέσεις, θα προσέχω. Φοβόμουν την τιμωρία, σπάνια αναλάμβανα τις ευθύνες των πράξεών μου. Ουκ ολίγες φορές τιμωρήθηκα μικρός. Ήμουν αχαίρευτος , ανεπρόκοπος, ένα παιδαρέλι.
 Έτσι, παρατηρούσα τρεμάμενος  πίσω από έναν τοίχο όσο παρατηρούσα τον θείο μου να τον μπάζει στο αμάξι για να τον πάει στο νοσοκομείο. Δίπλα δεν είχε πάρει κανείς χαμπάρι τι είχε συμβεί, παρόλο που είχε αρκετό κόσμο. Και έτσι έπρεπε να μείνει, κρυφό. Για πάντα. Και εγώ θα γλίτωνα. Γιατί ήταν λάθος μου, μα θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα, μα δεν θα είχε σημασία. Εγώ ήμουν ο φταίχτης για εκείνα τα δεκαεπτά ράμματα. Παρολίγον δολοφόνος από αμέλεια. Το εδώλιο θα με καταδίκαζε. Και δεν θα ήταν η μητέρα μου ή ο πατέρας μου εκείνη την φορά, να μου υπενθυμίζουν πόσο βλάκας και ανόητος είμαι. Δεν θα έτρωγα μόνο σφαλιάρες και τα σχετικά. Θα υποβαλλόμουν σε μια από τις χειρότερες των τιμωριών: κρίση από κάποιον τελείως άγνωστο, χωρίς τη δυνατότητα εξηγήσεων, γιατί βασίζεται σε απτά και ορθά στοιχεία . Κρίση αντικειμενική, κρίση από την οποία δεν μπορείς να γλιτώσεις γιατί είσαι ο υπαίτιος, κανένα παραθυράκι, κρίση που τιμωρεί και σε αναγκάζει να σκέφτεσαι αυτό που έκανες, ενώ ξέρεις πως δεν μπορείς να επανορθώσεις κάπως.
Έκλαψα πολύ εκείνο το απόγευμα. Μα μυαλό δεν έβαλα ούτε εκείνο, ούτε το επόμενο απόγευμα. Τί ειρωνεία , δύο-τρεις μέρες μετά γελούσαμε και παίζαμε μαζί. Σα να μην συνέβη ποτέ το συμβάν. Ή ήταν κάτι ελάσσονος σημασία.
Και εγώ μυαλό δεν έβαλα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...